
Ο Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος συγκαταλέγεται δικαίως στους ηθοποιούς εκείνους που υπηρετούν το θέατρο, όχι ως απλή σκηνική πρακτική αλλά ως πράξη βαθιάς πνευματικής ευθύνης και αισθητικής παιδείας. Πρόκειται για καλλιτέχνη με σπάνια εσωτερική πειθαρχία, υψηλή θεατρική συνείδηση και ουσιαστική γνώση της δραματουργικής λειτουργίας του λόγου, ο οποίος προσεγγίζει κάθε ρόλο με επιστημονική ακρίβεια, ποιητική ευαισθησία και ακλόνητο σεβασμό προς το κείμενο. Η υποκριτική του συγκρότηση εδράζεται σε μια στέρεη τεχνική βάση που του επιτρέπει να μετατρέπει τον λόγο σε δραματική πράξη, τη φωνή σε φορέα ψυχικών διακυμάνσεων και το σώμα σε εύπλαστο όργανο εσωτερικής αφήγησης. Ως ηθοποιός και σκηνοθέτης, ενσαρκώνει τον τύπο του δημιουργού που δεν επιδιώκει την ευκολία ή την εντύπωση αλλά τη βαθιά, ουσιαστική και διαχρονική συνομιλία με τα μεγάλα κείμενα της λογοτεχνίας και του θεάτρου. Με βαθιά θεατρολογική συνείδηση και ακαδημαϊκή ακρίβεια, η συνάντηση του Κωνσταντίνου Γιαννακόπουλου με το κορυφαίο διήγημα του Γεωργίου Βιζυηνού ”Το αμάρτημα της μητρός μου”- παίζεται στο θέατρο Radar για δεύτερη σεζόν- εγγράφεται ως γεγονός υψηλής καλλιτεχνικής στάθμης, όπου η υποκριτική τέχνη, η σκηνοθετική σκέψη και η λογοτεχνική ιδιοφυΐα συνδιαλέγονται σε ένα ενιαίο οργανικό αισθητικό σύμπαν. Ο Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος ανήκει αναμφίβολα στην κατηγορία εκείνη των ηθοποιών που διαθέτουν” στόφα”- όχι μόνον ως έμφυτη εκφραστική δύναμη αλλά ως συστηματικά καλλιεργημένο σύνολο τεχνικών και πνευματικών εργαλείων. Δεν αποφεύγει το δύσκολο, ούτε το απαιτητικό- αντιθέτως, επιλέγει συνειδητά να αναμετράται με τα πιο σύνθετα και ποιοτικά έργα του παγκόσμιου και εθνικού ρεπερτορίου, αποδεικνύοντας μια βαθιά πίστη στη θεατρική τέχνη ως πεδίο έρευνας, άσκησης και πνευματικής ευθύνης. Η σκηνοθετική του προσέγγιση στο ”Αμάρτημα της μητρός μου” συνιστά υπόδειγμα δημιουργικής ανάγνωσης κλασικού κειμένου: φρέσκια, διαυγής και με απόλυτο σεβασμό προ στη δομή και το ήθος του πρωτοτύπου! Χωρίς ίχνος αποδόμησης ή αυθαίρετης παρέμβασης, κατορθώνει να αναδείξει τη δραματουργική πυκνότητα του έργου, επιτρέποντας στα πολλαπλά του επίπεδα- αφηγηματικά, ψυχολογικά, ηθικά και υπαρξιακά- να συνυπάρχουν και να αλληλοτροφοδοτούνται. Η παράσταση κινείται συνειδητά μακριά από το στενό ρεαλισμό, τοποθετώντας τη δράση στη σφαίρα ενός φανταστικού, εσωτερικού και εικαστικά φορτισμένου κόσμου, όπου η σκηνοθεσία, η σκηνογραφία, η χωροταξία, ο ρυθμός και κάθε επιμέρους θεατρολογικό στοιχείο λειτουργούν ως προεκτάσεις της μνήμης και της ψυχής. Στο επίκεντρο αυτού του εγχειρήματος δεσπόζει ,βεβαίως, η μορφή του Βιζυηνού, ενός από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους της ελληνικής γλώσσας και θεμελιωτή της νεοελληνικής πεζογραφίας. ”Το αμάρτημα της μητρός μου” έργο βαθύτατα αυτοβιογραφικό, κατέχει πρωτοποριακή θέση στην ιστορία της ψυχογραφικής ανάλυσης, εισάγοντας με τόλμη και επιστημονική σχεδόν ακρίβεια τη διερεύνηση του εσωτερικού κόσμου των ηρώων. Η γλώσσα του Βιζυηνού, πλούσια, υψηλού ήθους και αυστηρής αισθητικής συνέπειας, συνδυάζει τη λογοτεχνική αρτιότητα με μια σπάνια αφηγηματική τεχνική, που τον καθιστά ανακαινιστή και πρωτοπόρο της εποχής του. Η σκηνική ανάγνωση του Γιαννακόπουλου συνομιλεί ουσιαστικά με αυτήν την κληρονομιά, αποδεικνύοντας ότι ο Βιζυηνός δεν αποτελεί μουσειακό απολίθωμα, αλλά ζωντανό οργανισμό θεατρικής σκέψης. Μέσα από μια υποκριτική και σκηνοθετική πράξη υψηλής ευθύνης και ευαισθησίας, το έργο επανατοποθετείται στο παρόν ως βαθιά ανθρώπινο, διαχρονικό και αισθητικά αναγκαίο, επιβεβαιώνοντας τη δύναμη του θεάτρου να λειτουργεί ως χώρος μνήμης, συνείδησης και ποιητικής αλήθειας.

– Γιατί επέλεξες να ανεβάσεις Βιζυηνό και συγκεκριμένα ”Το αμάρτημα της μητρός μου”;
Δεν ξέρω ειλικρινά αν το επέλεξα εγώ ή με επέλεξε εκείνο. Αυτό που είναι γεγονός, είναι ότι δεν είναι τώρα, η πρώτη φορά που ήρθα σε επαφή με το συγκεκριμένο διήγημα. Υπάρχει μακρά ιστορία. Πάνε πάνω από 10 χρόνια, όταν πρωτόπαιξα τον Βιζυηνό στο “Αμάρτημα της μητρός μου” σε σκηνοθεσία τότε, του σπουδαίου Δήμου Αβδελιώδη. Τότε ήμασταν δύο ηθοποιοί επί σκηνής, δηλαδή ο Γιωργής και η μητέρα του. Η παράσταση κράτησε δύο χρόνια, κι η συνεργασία μας ήταν άψογη. Αφού τελείωσε, όπως γίνεται συνήθως στο επάγγελμά μας, το έργο πρέπει να αποτελέσει κανονικά, κάτι που ανήκει πια στο παρελθόν. Έλα όμως που στη δική μου περίπτωση, δεν συνέβη ακριβώς αυτό. Δεν το ξέχασα ποτέ. Πολύ συχνά μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν έλεγα αποσπάσματα του έργου, μόνος μου, έτσι χωρίς λόγο και κάθε φορά ανακάλυπτα πράγματα που δεν είχα καν σκεφτεί όταν έπαιζα. Αυτό βέβαια ήταν φυσικό γιατί η εμπειρία μου στο θέατρο, όπως και στη ζωή μου, ασφαλώς, μεγάλωνε. Και οι νέες εμπειρίες, έφερναν νέα – διαφορετική ματιά. Τόσο στη ζωή μου γενικότερα, όσο και ειδικότερα στον τρόπο πρόσληψης των κειμένων. Πόσο μάλλον του συγκεκριμένου που έρχονταν και ξανάρχονταν στην μνήμη μου. Έτσι επί της ουσίας η ανάγκη μου να το ξαναδουλέψω ήταν τόσο μεγάλη, που πήρα την απόφαση μετά από 10 και πλέον χρόνια, να το κάνω ξανά – με το δικό μου όμως τρόπο – αυτή τη φορά.
– Το κοινό θεωρείς ότι είναι εξοικειωμένο με την καθαρεύουσα;
Όχι καθόλου, αν και θα έπρεπε να είναι περισσότερο, αφού η γλώσσα του Βιζυηνού είναι πιο ελαφριά από την κλασική καθαρεύουσα και συχνά πυκνά ακούμε φράσεις που δεν διαφέρουν σχεδόν καθόλου από τη γλώσσα την σημερινή, καθώς χρησιμοποιεί, ειδικά στο στόμα της μητέρας του, την ντοπιολαλιά του τόπου του. Αλλά δεν είναι μόνο αυτή η αιτία της μη εξοικείωσης. Το κοινό δεν είναι εξοικειωμένο γενικότερα με τη λογοτεχνία. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί στην καθημερινότητά του είναι ως επί το πλείστον, η γλώσσα των social media. Αυτό συμβαίνει γιατί ο σύγχρονος άνθρωπος δεν διαβάζει πλέον βιβλία αλλά άρθρα σε ιστοσελίδες απ’ το κινητό του. Ε, νομίζω δεν είναι το ίδιο… Γι’ αυτό , όταν έρχεται τελικά σε επαφή μέσω της τέχνης του θεάτρου ας πούμε, με μεγάλα λογοτεχνικά κείμενα, πέρα από το θαυμασμό με τον οποίον τα αντιμετωπίζει, συνειδητοποιεί ταυτόχρονα και τη δική του, ας το πούμε έτσι, ανεπάρκεια. Και αυτό για μένα είναι ένα επιπλέον κίνητρο για να μεταφέρει κανείς ένα τέτοιο κείμενο στη σκηνή.
– Πώς είναι να σκηνοθετείς τον εαυτό σου; Έδωσες στο έργο μια φρέσκια ματιά χωρίς να αποδομήσεις το σπουδαίο πεζογράφο. Πώς το πέτυχες αυτό;
Καλά, το πώς είναι να σκηνοθετείς τον εαυτό σου, είναι μεγάλη ιστορία. Προσωπικά είχα δηλώσει – και με στόμφο μάλιστα – πως δεν θα το κάνω ποτέ. Να λοιπόν που διέψευσα τον ίδιο μου τον εαυτό. Νομίζω τελικά, πως οι περιπτώσεις που μπορεί να σου συμβεί κάτι τέτοιο, διατηρώντας κάποια ελαφρυντικά για την παράτολμη αυτή κίνηση σου, είναι όταν οι δύο ιδιότητες, είναι μέσα σου σχεδόν αξεδιάλυτες. Αυτό δηλαδή που συνέβη με μένα. Διότι αυτά που σκεφτόμουν μέσα στα χρόνια για το κείμενο, ήταν πραγματικά δομικά στοιχεία της παράστασης, που αφορούσαν δηλαδή στο σκηνοθετικό άξονα. Έτσι δεν μπορούσε να το κάνει κάποιος άλλος. Από την άλλη μεριά, έχοντας ήδη την εμπειρία, του τι μαγικό πράγμα είναι, να παίζει κανείς Βιζυηνό, ήταν αδύνατο να μην βρίσκομαι πάνω στη σκηνή και μάλιστα με τη συνθήκη (σκηνοθετικά) που είχα στο μυαλό μου. Εν ολίγοις, όχι μόνο δεν είχα τελειώσει με το κείμενο αυτό μέσα μου αλλά στην πραγματικότητα ήμουν εγκλωβισμένος να το κάνω και με τις δύο ιδιότητες. Τόσο δηλαδή του ηθοποιού όσο και του σκηνοθέτη. Όσον αφορά τον τρόπο που το μετέφερα, τι να σου πω. Όταν ξέρεις καλά ένα κείμενο, όταν ξέρεις τον πλούτο του, δεν σκέφτεσαι να το φορτώσεις με σκηνοθετικά τερτίπια. Δεν τα χρειάζεσαι. Ούτε έχεις άγχος να το φέρεις στο σήμερα. Είναι στο σήμερα. Για την ακρίβεια είναι στο πάντα. Γιατί η ουσία του κειμένου βρίσκεται στις βαθύτερες υπαρξιακές αγωνίες του ανθρώπου. Κι εκεί δεν υπάρχει εποχή. Για αυτό ακριβώς επέλεξα στην παράσταση να υπάρχουν μόνο φυσικά υλικά, τα οποία δεν φέρουν εποχή, αλλά αναγνωρίζονται ως τέτοια, με τον ίδιο τρόπο και στον ίδιο βαθμό, πάντοτε. Το νερό ας πούμε, η φωτιά , το ξύλο, η πέτρα, οι καρποί των δέντρων ή της γης. Από την άλλη ως γνωστόν σε ένα τόσο πλούσιο κείμενο, δεν χρειαζόμαστε σκηνογραφία που να υπογραμμίζει οτιδήποτε. Γιατί ενυπάρχουν όλα στο λόγο. Θα έμοιαζε πλεονασμός. Για μένα αυτό που πρέπει να κάνει κανείς σ’ αυτές τις περιπτώσεις, είναι να δημιουργήσει ένα παράλληλο εικαστικό σύμπαν, το οποίο όχι μόνο δεν θα εμποδίζει τον θεατή να πλάσει με τη φαντασία του την εικόνα που ακούει μέσω του λόγου που εκφέρεται στη σκηνή αλλά θα του ενισχύει αυτήν την ικανότητα, προσδίδοντας της ψυχικό βάθος. Αυτό προσπαθήσαμε να δώσουμε στην παράσταση, τόσο σκηνογραφικά όσο και από πλευράς κίνησης, η οποία δεν βρίσκεται ασφαλώς στη σφαίρα του ρεαλισμού αλλά στη σφαίρα ενός φανταστικού εικαστικού κόσμου που δημιουργείται μέσω των συνειρμών που κάνει η μνήμη ενός ανθρώπου, όταν αναπλάθει γεγονότα του παρελθόντος.

– Γιατί σημείωσε τόσο μεγάλη επιτυχία το έργο και συνεχίζεται για δεύτερη σεζόν;
Αυτό κανονικά πρέπει να το απαντήσουν οι θεατές, αλλά απ’ όσο μπορώ να εικάσω, ένας απ’ τους λόγους είναι σίγουρα το ίδιο το έργο. Η ιστορία, που δίνεται από τον Βιζυηνό με τόσο συγκλονιστικό τρόπο. Η δική μου ευθύνη είναι εκφέρω επί σκηνής τον λόγο αυτό με τέτοιο τρόπο, ούτως ώστε ο θεατής να μπαίνει τόσο μέσα στην ιστορία, που να επιζητά ότι και ο Γιωργής. Να κατανοήσει δηλαδή την μητέρα του, να συγχωρέσει και να λυτρωθεί. Όλη η δουλειά έχει βασιστεί πάνω σ’ αυτό. Να κατανοήσουν οι θεατές σε βάθος τα ψυχικά κίνητρα των ηρώων, να μην έχουν καμία απορία με τη γλώσσα αλλά να την νιώθουν οικεία, σαν να ήταν αυτή που μιλούν καθημερινά. Και πάνω απ’ όλα να βιώσουν τα γεγονότα σαν να ήταν κι οι ίδιοι κομμάτι της ιστορίας.
– Ο Βιζυηνός θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ελληνικής λογοτεχνίας. Συμφωνείς με την άποψη αυτή;
Εννοείται πως ναι! Ακόμα κι αν διαφωνούσα όμως, θα ήμουν εκτός ιστορίας. Η ιστορία τον έχει κατατάξει εκεί που του άξιζε. Στην κορυφή. Και μόνο τις σπουδές του να δει τι κάνεις, θα καταλάβει γιατί έγραψε αυτά που έγραψε. Ήταν για μένα με διαφορά ο πιο ο μορφωμένος άνθρωπος του καιρού του, μια ιδιοφυής περίπτωση στα ελληνικά γράμματα.
– Το έργο αυτό είναι η αυτοβιογραφία του. Γιατί πιστεύεις ότι ήθελε να τη δημοσιοποιήσει;
Η πρώτη σκέψη που μπορεί να κάνει κανείς, είναι απλώς για να κάνει την πρακτική του, χρησιμοποιώντας τις γνώσεις του, από τις σπουδές του σε φιλοσοφία και ψυχολογία, μέσα σε ένα περιβάλλον που ήξερε καλά. Δηλαδή το οικογενειακό του. Με μία δεύτερη όμως προσεκτικότερη σκέψη – σε αυτήν άλλωστε συνέκλινα κι εγώ για να μπορέσω να κάνω την παράσταση όπως την σκεφτόμουν – μοιάζει να ήθελε μέσα απ’ αυτήν τη δημόσια εξομολόγηση, να μπορέσει κι εκείνος να επουλώσει λίγο περισσότερο το παιδικό του τραύμα. Αυτές οι αναπαραστάσεις ενός τραύματος, είναι πολλές φορές από μόνες τους, μια διαδικασία θεραπευτική. Γιατί ναι μεν , ο ίδιος έχει κάνει τεράστια άλματα ως πριν την κατανόηση, ειδικά από τη στιγμή που έμαθε από την ίδια του την μητέρα, το λόγο για τον οποίον εκείνη, είχε αυτή την αλλοπρόσαλλη και άδικη συμπεριφορά απέναντι του, όμως όταν το τραύμα είναι βαθύ, και ειδικά όταν γίνεται στην παιδική ηλικία, δεν φεύγει ποτέ εντελώς. Μπορεί όμως , να μάθει να ζει κανείς με αυτό χωρίς να τον πονάει πια τόσο πολύ. Ή , για να το πούμε αλλιώς, να τον ενοχλεί πολύ λιγότερο. Η ουλή βέβαια, θα είναι πάντα εκεί. Ένα σημάδι στο χρόνο, μία ανάμνηση πόνου.

– Κατέχει πρωτοποριακή θέση στην ψυχογραφική ανάλυση των ηρώων του. Ισχύει;
Ισχύει. Είναι ο πρώτος που ψυχογράφησε με τέτοιο συγκλονιστικό τρόπο τους ήρωες στα διηγήματά του. “Το αμάρτημα” συγκεκριμένα είναι το πρώτο του. Και είναι και το πρώτο ψυχογραφικό διήγημα στην ελληνική λογοτεχνία.
– Η γλώσσα που χρησιμοποιεί, επίσης, είναι πλούσια και υψηλού ήθους. Θεωρείται ανακαινιστής και πρωτοπόρος και διακρίνεται για την άρτια αφηγηματική του τεχνική…
Α ναι, όσο για αυτό μπορώ να σας το βεβαιώσω. Γιατί δουλεύοντας σε βάθος το κείμενο, βλέπεις με πολύ καθαρό τρόπο, με πόση μαεστρία κρατάει το λεγόμενο σασπένς, κρατώντας γλυκά δέσμιο τον θεατή του ή τον αναγνώστη του αν θέλετε, έως το τέλος της ιστορίας. Χρησιμοποιεί έξυπνα αυτά που γνωρίζει ο παντεπόπτης αφηγητής, τολμώντας να παραλείψει έντεχνα κάποια από αυτά ειδικά στην αρχή, προκειμένου να αναδυθεί, ο εαυτός του ως παιδί, που δεν γνώριζε γιατί συμβαίνουν όλα αυτά, παρασύροντας παράλληλα και το κοινό στην ίδια άγνοια, στην ίδια απορία, στην ίδια αγωνία. Δηλαδή, στην παιδική του ψυχολογία. Είναι δε συγκλονιστικός στις περιγραφές του. Αλλά και στον τρόπο που ψυχαναλύει την μητέρα του, καθώς η ιστορία προχωράει κι εκείνη αποκαλύπτει το φοβερό μυστικό της. Και δεν σταματά να ψυχογραφεί έως την τελευταία γραμμή του έργου. Του έργου που κλείνει τελικά, με μια εκκωφαντική σιωπή.

– Γιατί δεν σε βλέπουμε στην τηλεόραση;
Ίσως η πιο δύσκολη ερώτησή σου. Κοίταξε, κάποιοι άλλοι θα πρέπει να σου το απαντήσουν αυτό. Γιατί εγώ δεν έχω κάποιο πρόβλημα με την τηλεόραση. Εμφανίζομαι δηλαδή στην τηλεόραση, δεν την σνομπάρω. Απλώς δεν εμφανίζομαι τόσο πολύ. Δεν ξέρω να σου πω το γιατί. Δεν εξαρτάται από μένα, είναι προφανές. Κάποιοι γνωρίζουν την εμπειρία μου και τι μπορώ να κάνω ως ηθοποιός, κάποιοι άλλοι πάλι, όχι. Κι επειδή δεν έρχονται και στο θέατρο για να δουν έμπρακτα τι μπορώ να κάνω, είναι δύσκολο να το ανακαλύψουν, έτσι με επιφοίτηση. Όπως και να έχει, εγώ απ’ την πλευρά μου, δεν τη φοβάμαι καθόλου την τηλεόραση, γιατί δουλεύω στη λεπτομέρεια και σε βάθος πάντοτε, ακόμα κι αν όλα γύρω μου είναι αλλιώς και πιο πρόχειρα στημένα ας πούμε. Δεν αλλάζω δηλαδή την ποιότητα του τρόπου δουλειάς μου , επειδή αλλάζει το μέσο. Δεν υπάρχουν για μένα αυτοί οι διαχωρισμοί. Ποτέ δεν υπήρχαν…
– Τι καινούργιο ετοιμάζεις;
Καλύτερα να σου πω όταν είναι η ώρα του να γίνει. Είναι έθιμο μου.











































Σχόλια για αυτό το άρθρο