
Μέσα στη δίνη της εποχής, εκεί όπου το θέατρο αναζητά ξανά την αλήθεια του, ξεπροβάλλουν δύο νέοι δημιουργοί, δύο υποσχέσεις της νέας γενιάς που δεν αρκούνται στο εύκολο φως της αναγνωρισιμότητας, αλλά πορεύονται με τον σκληρό, τίμιο δρόμο της ουσίας… Ο Λάζαρος Βαρτάνης και ο Στέφανος Παπατρέχας. Πολυτάλαντοι, ανήσυχοι, ακούραστοι εργάτες της τέχνης δεν περιορίζονται στον ρόλο του ηθοποιού- γράφουν, σκηνοθετούν, οραματίζονται και χτίζουν με τα ίδια τους τα χέρια τον κόσμο που θέλουν να δουν επί σκηνής. Φέτος, τόλμησαν να αναμετρηθούν με ένα έργο-θηρίο, το αριστούργημα του Honore de Balzac, ”Το καταραμένο παιδί”, που ανέβηκε στο θέατρο Arroyo. Ένα κείμενο που είναι ίδια η βία της ανθρώπινης φύσης, μια αμάχη μαινόμενη ανάμεσα στην αθωότητα και τη διαφορά, μια κραυγή που μοιάζει τρομακτικά με τη δική μας πραγματικότητα. Με σεβασμό, πάθος και ωριμότητα που ξεπερνά την ηλικία τους, ο Λάζαρος και ο Στέφανος το φώτισαν με τρόπο που δεν αντιγράφει, αλλά αποκαλύπτει… Ανασύρουν τα σκοτάδια του και τα στρώνουν μπροστά στο κοινό τους με την καθαρότητα εκείνων που πιστεύουν πως το θέατρο οφείλει να λέει αλήθειες. Γιατί για αυτούς, το θέατρο δεν είναι ούτε αυτόγραφα ούτε φευγαλέα λάμψη στα φώτα του δρόμου. Προτιμούν την ησυχία της δημιουργίας από τον θόρυβο της διασημότητας, το βάθος από το επιφανειακό χειροκρότημα, το ουσιαστικό από το πρόσκαιρο. Κάθε παράσταση που υπογράφουν είναι επιλογή μετρημένη, ποτισμένη με αγάπη, επίμονη αναζήτηση και καλλιτεχνική ευθύνη. Πάντα με έναν στόχο: να προσφέρουν καλό θέατρο. Θέατρο που συγκινεί, που ταράζει, που θέτει ερωτήματα και αρνείται να αφήσει το κοινό να φύγει αδιάφορο. Ο Λάζαρος Βαρτάνης και ο Στέφανος Παπατρέχας είναι δύο φωτεινές φωνές της νέας γενιάς- δύο δημιουργοί που δεν επιδιώκουν να ακολουθήσουν το μονοπάτι, αλλά να το χαράξουν ξανά. Και αυτό τους καθιστά πολύτιμους όχι μόνο για το σήμερα, αλλά και για το αύριο του ελληνικού θεάτρου!

-Γιατί γίνατε ηθοποιοί και γιατί συνήθως σκηνοθετείτε οι ίδιοι τα έργα που ανεβάζετε;
Στέφανος Παπατρέχας: Δεν είμαι σίγουρος για το πως ξέρω γιατί έγινα ηθοποιός. Θυμάμαι πως από την δευτέρα Γυμνασίου ήξερα πως το θέλω, έβλεπα ήδη από εκείνη την ηλικία πολλές παραστάσεις μέσα στο χρόνο και ήταν κάτι που με μάγευε. Αυτό που μπορώ να πω είναι πως μου αρέσει το ότι μια ιστορία και ο τρόπος που θα τη διηγηθεί κανείς, μπορεί να αλλάξει κάτι στον τρόπο σκέψης ενός θεατή.
Λάζαρος Βαρτάνης: Εγώ από πέντε χρόνων ήξερα ότι θέλω να ασχοληθώ με το θέατρο. Θυμάμαι τη μητέρα μου να με πηγαίνει σε παιδικές παραστάσεις και να μαγεύομαι. Αργότερα στα 17 μου όταν το δοκίμασα – σε ερασιτεχνικό επίπεδο – το ερωτεύτηκα για πάντα. Χωρίς να ξέρω ακριβώς το γιατί. Ίσως, επειδή ήμουνα ένα εξαιρετικά ντροπαλό παιδί και το θέατρο μου άνοιγε δρόμους που μέχρι τότε δεν φανταζόμουν; Ποτέ δεν θα μάθω ακριβώς. Σίγουρα από τότε έχουν περάσει 26 ολόκληρα χρόνια και δεν το έχω μετανιώσει ποτέ. Ή σχεδόν ποτέ!
Σ.Π.: Όσον αφορά στο γιατί σκηνοθετούμε οι ίδιοι, νομίζω η απάντηση είναι στο ότι διαλέγοντας τα έργα – ή/και γράφοντάς τα – αρχίζουμε ήδη να τα οραματιζόμαστε και να τα φανταζόμαστε επί σκηνής. Οι εικόνες και οι ήχοι που δημιουργούνται ήδη από την αρχή είναι τόσο έντονες που δεν μπορούμε να σκεφτούμε να γίνει το έργο με άλλο τρόπο. Επίσης, δουλεύουμε μαζί πολύ ωραία και δημιουργικά, οπότε αυτό μας δίνει ώθηση να συνεχίζουμε τη συνεργασία αυτή.
-Γιατί επιλέξετε να ανεβάσετε Honore de Balzac τη φετινή σεζόν;
Λ.Β.: Μετά από τέσσερα έργα που είχε γράψει ο Στέφανος και τα σκηνοθετήσαμε μαζί, θελήσαμε το επόμενο βήμα να είναι να διασκευάσουμε για το θέατρο ένα λογοτεχνικό έργο. Εγώ στο παρελθόν έχω ξανακάνει κάτι παρόμοιο και μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον να το επιχειρήσουμε ως το επόμενο βήμα μας. Όταν ο Στέφανος μου πρότεινε «Το καταραμένο παιδί» του Balzac, ενθουσιάστηκα. Ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά (με την πρώτη ανάγνωση εν προκειμένω). Οι χαρακτήρες, οι σχέσεις τους, η εποχή, ο καταπληκτικός τρόπος που σχολιάζει ο Balzac τις απαρχαιωμένες αντιλήψεις που έχουμε ως κοινωνία, το πόσο αισθανθήκαμε και οι δύο πώς αυτή η νουβέλα μας συγκινεί και μας αφορά, όλα αυτά μας έκαναν να ριχτούμε με τα μούτρα στη διασκευή και να αρχίσουμε για ακόμη μια φορά να φτιάχνουμε τον κόσμο του «καταραμένου παιδιού».

-Τι μηνύματα εμπεριέχει το έργο ‘’Το καταραμένο παιδί’’;
Σ.Π.: Με απλά λόγια μιλάει για όλους όσοι αισθάνονται να μην ταιριάζουν στους ρόλους που τους επιβάλλει η κοινωνία. Για εκείνους που επιστρέφουν στις αρχέγονες ανάγκες του ανθρώπου και αδυνατούν να υποταχτούν στις επιταγές της εξουσίας. Αντίστοιχα μιλάει και για αυτούς που θυσιάζονται στον βωμό του συμφέροντος, του κέρδους και του αριβισμού και απαιτούν από τους πάντες να κάνουν το ίδιο. Με μια φράση θα λέγαμε πως το έργο αυτό είναι μια διαμάχη ανάμεσα στην αθωότητα και τη διαφθορά.
-Πόσο δύσκολο είναι να μεταφερθεί ένα λογοτεχνικό έργο στο θέατρο;
Σ.Π.: Για μένα η διασκευή ήταν πολύ κοντά με τη συγγραφή ενός νέου έργου εξ΄ αρχής. Η διαφορά ήταν πως εδώ δεν χρειάζεται να σκεφτείς την πλοκή και τους χαρακτήρες. Οφείλεις όμως, να αναπτύξεις τους ήρωες, να ενσωματώσεις τις περιγραφές που κάνει ο συγγραφέας σε δράσεις και διαλόγους, να συμπτύξεις σκηνές, να αφαιρέσεις άλλες ή και να φτιάξεις νέες με βάση πάντα τον πυρήνα του αρχικού κειμένου. Να τονίσεις τη θεατρικότητα ή να την γεννήσεις όπου δεν υπάρχει. Είναι μια τρομερά γοητευτική διαδικασία!
Λ.Β.: Όλα αυτά βέβαια έχουν πάντα να κάνουν και με το έργο. Πόσο σε αφορά, πόσο σου διεγείρει την φαντασία και σε κινητοποιεί να το ζωντανέψεις επί σκηνής. Για αυτήν τη διασκευή ρίξαμε πολλή δουλειά και για πολύ καιρό (συζητήσεις, έρευνα, διάβασμα, μεταφράσεις, κοψίματα, βιβλιογραφία κι άλλες συζητήσεις), αλλά όλο αυτό έγινε πολύ ομαλά, αβίαστα και πάρα πολύ δημιουργικά.
-Ο Balzac συγκαταλέγεται στους θεμελιωτές του ρεαλισμού στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία, ισχύει;
Λ.Β.: Δεν τα πάω πολύ καλά με τις αναλύσεις και το κομμάτι αυτό που ανήκει περισσότερο στους θεωρητικούς της λογοτεχνίας και του θεάτρου. Εστιάζω πιο πολύ στο αν αυτό που διαβάζω έχει κάτι να μου πει, αν μου γεννάει εικόνες και συναισθήματα. Στην περίπτωση του «Καταραμένου παιδιού» διάβασα ένα αριστούργημα που είναι μεν ρεαλιστικό αλλά ταυτόχρονα βαθιά ποιητικό.
Σ.Π.: Σίγουρα ισχύει καθώς το μεγαλύτερο μέρος του έργου του ανήκει στο ρεαλισμό και αυτό το έχουν απαντήσει οι ιστορικοί πολύ καιρό τώρα. Ωστόσο, υπάρχουν έργα του όπως «Το μαγικό δέρμα», η «Σεραφίτα», «Η συμφιλίωση του Μέλμοθ» και άλλα, που έχουν έντονο μεταφυσικό στοιχείο, κάτι που εμένα προσωπικά με γοητεύει πάρα πολύ.

-Πόσο επίκαιρο είναι το έργο αυτό σήμερα;
Σ.Π.: Κατά τη δική μας γνώμη, πολύ. Και με αυτό το σκεπτικό ξεκινήσαμε την παράσταση: αφού, διαβάζοντας τη νουβέλα εμείς που ζούμε σήμερα σε αυτήν την εποχή, σε αυτήν την κοινωνία, συγκινηθήκαμε, σημαίνει πως κάτι έχει που μας αφορά, που μας αγγίζει. Επομένως, θα αφορά και άλλους. Έτσι σκεφτήκαμε και μέχρι τώρα οι εντυπώσεις του κόσμου που έχει δει την παράσταση μας δικαιώνουν.
Λ.Β.: Άλλωστε είναι πολύ έντονη σήμερα η διαφθορά της εξουσίας και η εξόντωση όσων αντιδρούν σε αυτό ή επιλέγουν άλλο δρόμο. Εγώ βλέπω τρομακτική ομοιότητα του έργου με τη σημερινή πραγματικότητα.
-Ελευθερία τι είναι για εσάς;
Σ.Π.: Το να μπορείς να είσαι ο εαυτός σου και να καταφέρεις να είσαι αποδεκτός όπως είσαι (πάντα στοχεύοντας στο να γίνεσαι καλύτερος). Κι ακόμη το να αντιδράς σε ό,τι εναντιώνεται στην ελευθερία.
Λ.Β.: Θα συμφωνήσω με τον Στέφανο. Έπρεπε να περάσουν βέβαια πολλά χρόνια σε αυτόν τον πλανήτη για να καταφέρω να με αποδεχτώ για να με αποδεχτούν και οι άλλοι. Ή τουλάχιστον αυτοί που θέλω να με αποδεχτούν.

-Ποιος είναι ο ρόλος του θεάτρου;
Λ.Β.: Να πει μια ιστορία και μέσω αυτής να μεταφέρει συναισθήματα, προβληματισμούς ή και απλώς να μας κάνει να ξεχάσουμε λίγο την καθημερινότητά μας και να δούμε κάτι που απευθύνεται σε πλευρές μας τις οποίες πιθανώς παραμελούμε ή ξεχνάμε…
-Σε ποιο κοινό απευθύνεστε;
Λ.Β.: Η συγκεκριμένη παράστασή μας απευθύνεται σε όλους τους θεατές, ακόμη και σε παιδιά λυκείου. Είναι ένα έργο της κλασσικής λογοτεχνίας και μάλιστα του σπουδαίου Balzac, που με απόλυτο σεβασμό στο έργο και στην ιστορία, το παρουσιάζουμε με σύγχρονη δραματουργία. Νομίζω, πως από τον πιο θεατρόφιλο θεατή μέχρι και κάποιον που βλέπει σπάνια θέατρο, «Το καταραμένο παιδί» είναι μια παράσταση που θα τον αγγίξει.

-Ποια ανάγκη του ανθρώπου καλύπτει η τέχνη;
Σ.Π.: Ο Κάρολος Κουν έλεγε «Κάνουμε θέατρο για να πλουτίσουμε τους εαυτούς μας, το κοινό που μας παρακολουθεί κι όλοι μαζί να βοηθήσουμε να δημιουργηθεί ένας πλατύς, ψυχικά πλούσιος και ακέραιος πολιτισμός στον τόπο μας». Παρόλα αυτά πιστεύω ότι υπάρχουνε πάρα πολλές απαντήσεις. Η τέχνη αφενός καλύπτει μια έμφυτη ανάγκη του ανθρώπου για έκφραση και δημιουργία, την επικοινωνία μεταξύ μας με οποιοδήποτε μέσο (λόγο, ήχο, εικόνα κλπ). Περισσότερο από όλα,όμως, πιστεύω ότι η τέχνη δρα ανακουφιστικά. Δηλαδή μας κάνει μέλη ενός συνόλου που κοινωνούμε όλοι μαζί για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα κάτι, μια παράσταση, μια συναυλία, μια έκθεση. Και μέσω αυτών που βιώνουμε μπαίνουμε στη διαδικασία να σκεφτούμε πράγματα έξω από τον δικό μας μικρόκοσμο, πράγματα πιο μεγάλα, πιο βαθιά και να έρθουμε σε επαφή με κάτι πανανθρώπινο.
-Ποιος είναι ο λόγος που η ευτέλεια πουλάει στη σημερινή εποχή;
Σ.Π.: Δεν πιστεύω πως είναι θέμα της σημερινής μόνο εποχής. Πάντα το ευτελές, το εύκολο θα πουλάει. Είναι στη φύση μας να βολευόμαστε σε πράγματα που δεν χρειάζονται κόπο, που δεν απαιτούν σκέψη, δουλειά, προβληματισμό. Από την άλλη, υπάρχουν πολλές περιπτώσεις που και κάτι ουσιώδες γίνεται δημοφιλές και αγαπητό. Ευτυχώς, είναι αρκετές οι φορές που δίνεται σημασία στο βάθος και στην ουσία των πραγμάτων και αυτό ανταμείβεται. Είναι χρέος μας να αντιστεκόμαστε στις ευκολίες και στην ευτέλεια και να κοιτάμε προς το καλύτερο κι ας είναι κοπιαστικό…
-Η δημοσιότητα και η αναγνωρισιμότητα σας ενδιαφέρουν;
Λ.Β.: Αν πρέπει να απαντήσω με μια λέξη θα πω «όχι». Με την έννοια της προσωπικής ματαιοδοξίας, να με αναγνωρίζουν δηλαδή στον δρόμο και να μοιράζω αυτόγραφα, δεν με νοιάζει. Μου αρέσει ,όμως, πολύ όταν η δουλειά μου πετυχαίνει το στόχο της, όταν αφορά τον άλλον. Και όσο περισσότερους αφορά τόσο το καλύτερο. Με αυτήν την έννοια, το να με ξέρουν δηλαδή οι άνθρωποι τόσο του χώρου όσο και έξω από αυτόν ως κάποιον που κάνει πολύ καλά τη δουλειά του, «ναι», αυτό με ενδιαφέρει πολύ.
-Είστε από τα νέα παιδιά που επικεντρώνονται στην ουσία του θεάτρου και όχι στο «φανταχτερό του περιτύλιγμα». Αυτό είναι το μελλοντικό καλό θέατρο;
Σ.Π.: Εμένα μου αρέσει πολύ το φανταχτερό περιτύλιγμα. Αρκεί να είναι εξίσου εντυπωσιακό το περιεχόμενο. Νιώθω πως σε έναν βαθμό έχουμε ενοχοποιήσει την εικόνα και τη θεωρούμε κάτι το ευτελές (πιθανότατα επειδή νοιαζόμαστε πιο πολύ από όσο πρέπει, σε αντίθεση μάλιστα με τα πέραν της εικόνας). Ωστόσο, πιστεύω πως το περιτύλιγμα βοηθάει (αν δεν του δοθεί παραπάνω σημασία από όσο είναι απαραίτητο). Φυσικά και σε ένα βιβλίο αυτό που έχει σημασία είναι το περιεχόμενο, αλλά δεν με χαλάει να έχει και ωραίο εξώφυλλο. Εν ολίγοις, θεωρώ πως στο θέατρο και γενικότερα στην τέχνη, σημασία έχει η εντιμότητα, η πρόσθεση και η δουλειά που πέφτει για να ειπωθεί όσο γίνεται καλύτερα η εκάστοτε ιστορία. Για μένα εκεί ήταν και θα είναι πάντα η ουσία.
Λ.Β.: Ωραίο το περιτύλιγμα όντως αλλά χωρίς δουλειά δεν γίνεται να ανέβει μια παράσταση. Δεν μπορείς να κάνεις ένα μήνα πρόβα ας πούμε και να βγει καλό αποτέλεσμα. Είναι δεδομένο αυτό. Όσοι πιστεύουν το αντίθετο κάνουν λάθος…











































Σχόλια για αυτό το άρθρο