Ο Μπερνάρ Ανρί Λεβί συμμερίζεται την άποψη του Εμανουέλ Μακρόν ότι υπάρχει όντως ένας συλλογικός εκβαρβαρισμός, που αποδίδεται στην εξάπλωση των social media.
Ο εικονοκλάστης Γάλλος φιλόσοφος, κι ένας από τους διασημότερους διανοούμενους της Ευρώπης στην εποχή μας, σε άρθρο του στην ιταλική εφημερίδα La Repubblica, μ’ έναν λόγο-νυστέρι, επιχειρεί μια καίρια τομή στο ανησυχητικό αυτό φαινόμενο, παραθέτοντας τις πέντε αιτίες, στις οποίες το αποδίδει:
Η αφιλτράριστη διατύπωση απόψεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης
«Η πρώτη έχει να κάνει με το πόσο ακαριαία εκφράζονται οι σκέψεις στα social media, «το γεγονός ότι δεν υπάρχει έστω και ελάχιστη απόσταση, κανένα φίλτρο και κυριολεκτικά καμία μεσολάβηση. Κι αυτό έχει ως συνέπεια οι σκέψεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να προσιδιάζουν σε εκείνη την τόσο ωμή γλώσσα, τόσο αυτοαναφορική και τόσο έντονη, που ο [Γερμανός φίλοσοφος] Χέγκελ συμπεριλάμβανε μεταξύ των αιτιών της βίας και της αγριότητας μεταξύ των ανθρώπων», τονίζει ο Μπερνάρ Ανρί Λεβί.
Αποκοινωνικοποίηση μέσω των social media
Η δεύτερη αιτία είναι ότι τα social media αντί να ευνοούν την κοινωνικοποίηση, όπως δηλώνει και το όνομά τους, εξαπατούν τους χρήστες εντείνοντας την αποκοινωνικοποίησή τους «με την ψευδαίσθηση των υποτιθέμενων φίλων», που μ’ ένα κλικ μας κάνουν like και μ’ άλλο ένα μάς κάνουν dislike και «η αύξηση των οποίων συνιστά ένδειξη ότι δεν έχουμε στην πραγματικότητα πλέον φίλους». Μιλά μάλιστα για μια κυριαρχία του ναρκισσισμού, η οποία «αναδεικνύει με την πρόφαση της διασύνδεσης την αποξένωση από εκεί που διαμόρφωναν άλλοτε τις κοινότητες, την αλληλεγγύη, την αδελφοσύνη».
Η ατροφία της μνήμης
Αναφερόμενος στην τρίτη αιτία του συλλογικού εκβαρβαρισμού μέσω των social media, ο Μπερνάρ Ανρί Λεβί παραπέμπει στον πρώτο επίσκοπο των Παρισίων, τον άγιο Διονύσιο (9 Δεκεμβρίου), που τον αποκεφάλισαν βάρβαροι ειδωλολάτρες στη Μονμάρτρη (από το mons Martyrum, Λόφος Μαρτύρων) και σύμφωνα με την παράδοση έμεινε όρθιος και κρατώντας ανά χείρας το κεφάλι του, περπάτησε αρκετά χιλιόμετρα, μέχρι τον τόπο όπου αργότερα κτίσθηκε η βασιλική του Αγίου Διονυσίου στο Σεν Ντενί. «Ένα παρόμοιο φαινόμενο βλέπουμε με τους μηχανισμούς του Ίντερνετ, αλλά σε παρόμοια κλίμακα, που αφορά σε όλους τους ανθρώπους. Δεν πρόκειται σήμερα πια για το κεφάλι μας, αλλά για τη μνήμη μας, που δεν την παίρνουμε παραμάσχαλα, αλλά στις παλάμες μας ή μέσα σε μια τσέπη», σημειώνει θυμίζοντας ότι με τα smartphones «απαλλασσόμεθα από την προσοχή εκείνη που μας επιτρέπει να εντοπίζουμε ενσυνείδητα πληροφορίες, καταστάσεις και θραύσματα αναμνήσεων που λησμονούμε, όσο η τεχνολογία μας αφήνει να τα επαναφέρουμε κατά βούληση στη μνήμη μας. Σ’ αυτήν την εξάρθρωση, σε αυτήν την απομάκρυνση, σε αυτήν την ανάθεση σε μηχανές της ευθύνης για την ικανότητά μας να θυμόμαστε, υπάρχει ένα ανθρωπολογικό γεγονός που οδηγεί στην αξεπέραστη ατροφία της ικανότητας μνήμης που, από την εποχή του Πλάτωνα, γνωρίζουμε ότι είναι ένας από τους σταθερότερους δεσμούς μεταξύ των ανθρώπων και ένας από τους καταλληλότερους για την αποτροπή των χειρότερων».
Η επιθυμία για αλήθεια και το πάθος για άγνοια
Ως τέταρτη αιτία ο Μπερνάρ Ανρί Λεβί αναφέρει αυτό που αποκαλεί «επιθυμία για αλήθεια. Και αυτή δημιουργεί έναν δεσμό μεταξύ των ανθρώπων. Στην αναγνώριση της αλήθειας – την αγάπη για την οποία, το δίχως άλλο, όλοι μοιράζονται – υπάρχει ένας άλλος συγκεκριμένος λόγος που εμποδίζει τους ανθρώπους να αλληλοσκοτώνονται. Και παρ’ όλα αυτά, τι είναι ένα κοινωνικό δίκτυο; Είναι η έδρα μιας προοδευτικής αλλαγής, οι συνέπειες των οποίων δεν έχουν ποσοτικοποιηθεί επαρκώς. Ξεκινούμε λέγοντας: “Όλοι έχουν το ίδιο δικαίωμα να εκφράζουν αυτό που πιστεύουν”. Στη συνέχεια προχωράμε στο εξής: “Όλα τα εκφραζόμενα, στα οποία πιστεύουμε απολαμβάνουν το ίδιο δικαίωμα να γίνονται σεβαστά με τον ίδιο τρόπο”. Και μετά, πάλι: “Αν όλα είναι αξιοσέβαστα με τον ίδιο τρόπο, αυτό σημαίνει ότι είναι όλα έγκυρα, σημαντικά και πολύτιμα με τον ίδιο τρόπο”. Κάπως έτσι, με αφετηρία την επιθυμία εκδημοκρατισμού του “θάρρους της αλήθειας”, που εκτιμούσε ιδιαίτερα ο Μισέλ Φουκό και πιστεύοντας πως προσφέρεται σε όλους ένα τεχνολογικό μέσο, ούτως ώστε να συμβάλλουν στην περιπέτεια της γνώσης, δημιουργήθηκε μια παγκόσμια συνομιλία, εντός της οποίας ουδείς έχει τη δικαιοδοσία να ιεραρχεί ή να διακρίνει ανάμεσα στην ευφυΐα και στο ντελίριο, στην πληροφόρηση και τα fake news, ανάμεσα στην αναζήτηση της αλήθειας και το πάθος για άγνοια. Πρόκειται για μια επιστροφή που ανιχνεύει σχεδόν την ελληνική κομψότητα εκείνων των διάσημων στοχαστών, που υποστήριζαν ότι εκείνη που αποκαλείτο κάποτε “Η” Αλήθεια, είναι μια αδιάκριτη σκιά σε μια νύχτα, που είναι γκρίζες όλες οι ψευδαισθήσεις. Και τα κοινωνικά δίκτυα έχουν μεταμορφωθεί σ’ αυτή τη σκοτεινή, εκκωφαντική αφθονία, όπου η αλήθεια του καθενός αξίζει όσο και του πλησίον του και όλοι έχουν δικαίωμα να χρησιμοποιήσουν όλα τα μέσα – απολύτως όλα, έστω κι αν είναι βίαια και άγρια, για να επιβάλουν τον νόμο τους».
Ο παντεπόπτης οφθαλμός των social media
Και τέλος, ο Μπερνάρ-Ανρί Λεβί παραπέμπει στον διάσημο Άγγλο φιλόσοφο, κοινωνιολόγο, ιδρυτή του σύγχρονου Ωφελιμισμού και πνευματικό ηγέτη του ριζοσπαστικού κινήματος στην πατρίδα του, Τζέρεμι Μπένθαμ, του 18ου αι. και το Πανοπτικόν του, έναν τύπο κτιρίου -φυλακής που σχεδίασε το 1785, βασισμένο σε ένα παρατηρητήριο σε κεντρικό πυργίσκο που επέτρεπε στους φύλακες να παρατηρούν τους τρόφιμους χωρίς εκείνοι να τους βλέπουν. «Η πρωτοτυπία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης συνίσταται στο γεγονός ότι αυτό το μάτι δεν κλείνει ποτέ, παρακολουθεί τα σώματα και διεισδύει στις ψυχές, παραβιάζει την εσωτερική τους κατάσταση καθιστώντας την προφανή σε όλους. Και δεν πρόκειται πλέον για το μάτι ενός φύλακα, ενός ανώτερου, ενός δασκάλου, αλλά το μάτι καθενός από εμάς. Το νέο στοιχείο σ’ αυτό το εγχείρημα, που συνίσταται στο να θέλουμε να δούμε τα πάντα, να γνωρίζουμε τα πάντα και να διεισδύσουμε στο πνεύμα και την ιδιωτικότητα των άλλων, είναι ότι είναι προσιτό σε οποιονδήποτε από τους γείτονές μας στο Διαδίκτυο».
«Στο βαθμό που επιτρέπει στους ανώτερους να κατασκοπεύουν τους υφισταμένους, αλλά και οι κατώτεροι τους ανώτερους και όλοι αδιακρίτως να ελέγχουν ή να καταδικάζουν οποιονδήποτε άλλο, αυτός ο “νεομπενθαμικός μηχανισμός δημιουργεί ένα νέο πολιτικό καθεστώς, που δεν μπορεί να οριστεί ούτε ως ως σοβαρά δημοκρατικό ούτε ως σαφώς αυταρχικό, ένα καθεστώς, που θα έμπαινε κανείς στον πειρασμό να αποκαλέσει σκοποκρατικό [ εκ του αρχαιοελληνικού ρήματος σκοπῶ: κοιτάζω] λόγω αυτής της θεωρίας του βλέμματος και της ηδονοβλεψίας, στην οποία δίνει ζωή», υπογραμμίζει ο Γάλλος διανοούμενος. Και συνεχίζει: «Aπό αυτή τη σκοποκρατική μανία γεννάται, πράγματι, το πλάτσικο, μια κατηγορητική οργή, σπάνια παρατηρούμενη στην ιστορία του ανθρώπινου γένους, ένα κλίμα λαϊκής δκαιοσύνης, που κινείται με την ταχύτητα του φωτός ενός Διαδικτύου, που λειτουργεί στο φουλ και δημιουργεί μια ανθρωπότητα διψασμένη, όπως οι θεοί του Ανατόλ Φρανς, όχι για αίμα, αλλά για κουτσομπολιό. Και στο τέλος αυτής της μάχης – στην οποία κάθε στιγμή πέφτει άλλο ένα κεφάλι στο πανοπτικό καλάθι των νέων κοράκων – εκτυλίσσεται ένας πόλεμος όλων εναντίον όλων, την ωμότητα του οποίου ούτε ο Χομπς [ ο Άγγλος φιλόσοφος και συγγραφέας του “Λεβιάθαν”] δεν είχε φανταστεί», γράφει ο Μπερνάρ Ανρί Λεβί, ομολογώντας πάντως ότι αγνοεί πώς θα βγούμε απ’ αυτόν τον εφιάλτη…
Σχόλια για αυτό το άρθρο