Με αφορμή τη συμμετοχή του στην Όπερα της Πεντάρας του Μπρεχτ σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά (Παλλάς, έναρξη 24/2) βρεθήκαμε για έναν «γρήγορο» καφέ και φτάσαμε να πούμε σχεδόν τα πάντα.
Πήγαν κάποιες φορές να γράψουν πράγματα και για μένα αλλά για να «τρέξουν» ένα θέμα πρέπει να το συντηρείς κι εσύ κι εγώ τέτοιο δικαίωμα ουδέποτε έδωσα. Ο κιτρινισμός είναι ξέρεις σαν τον καρκίνο, τροφοδοτείται από το ίδιο το σώμα που έχει προσβάλει. Φωτογραφία: Πάρις Ταβιτιάν / LIFO
Από τον ΘΟΔΩΡΗ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟ
Έτρεφα πάντα ένα θαυμασμό για τους πανεπιστήμονες της Αναγέννησης, τις πολυσχιδείς εκείνες προσωπικότητες που μπορεί να ήταν ταυτόχρονα ζωγράφοι, γλύπτες, εφευρέτες, ανατόμοι, γεωγράφοι, μηχανικοί, φυσικοί, αρχιτέκτονες, φυσιοδίφες κ.λπ., ενσαρκώνοντας το ιδανικό του Homo Universalis. Ένας τέτοιος «Καθολικός Άνθρωπος» είναι τρόπον τινά κι ο συνομιλητής μου, μια ξεχωριστή περίπτωση στα καλλιτεχνικά μας πράγματα με ψυχή κι αξιοσύνη μεγάλη που διαθέτει λες το «άγγιγμα του Μίδα» σε ό,τι καταπιάνεται, από την υποκριτική, τα εικαστικά και το τραγούδι μέχρι τα μαστορέματα και τη μαγειρική ακόμη, αφού δεν ξεχωρίζει την καθημερινότητα από την καλλιτεχνική δημιουργία – είμαι δε βέβαιος πως αν σε μυήσει στα μυστικά του μουσακά, θα συμφωνήσεις! Κάποιος άλλος στη θέση του θα είχε ενδεχομένως «ψωνιστεί» και με το δίκιο του, είναι όμως τόσο ευχάριστος, καλοσυνάτος κι ανεπιτήδευτος ώστε νομίζεις πως αντάμωσες έναν αγαπημένο «κολλητό» που είχες να δεις χρόνια. Στην έκτη πια δεκαετία της ζωής του νιώθει πλήρης συγκινήσεων κι εμπειριών, δεν παύει όμως να αναζητά νέες προκλήσεις – μια τέτοια είναι ο «κύριος Πίτσαμ» που υποδύεται στην Όπερα της Πεντάρας (Εθνικό), ο πρώτος του Μπρεχτ. Συναντηθήκαμε στη γειτονιά του, στα Εξάρχεια ένα πρωί πριν την πρόβα κι είπαμε στ’ αλήθεια πολλά, «δεν έχω εκτεθεί ποτέ τόσο δημόσια» μου εξομολογήθηκε στο τέλος αλλά ούτε εγώ τον «χόρταινα»! Ο Άγγελος βαριέται τα βιβλία αλλά είναι «τζάνκι» της ενημέρωσης, δεν πίνει, δεν καπνίζει, δεν οδηγεί, δεν έχει υπολογιστή μήτε κινητό, δεν κάνει ποτέ σχέδια. Μετριοπαθής που όμως δεν «παζαρεύει» το θάρρος της γνώμης του, μακρόθυμος κι αλλεργικός στα ταμπού, θεωρεί χρήσιμα μέχρι και τα ελαττώματά του, δηλώνει περήφανος για τη γενιά του, πιστεύει σε έναν πολιτισμό «πιο θηλυκό» και μεγαλύτερη επιτυχία, μαζί κι ευτυχία του είναι, λέει, το ότι έκανε πολλούς καλούς φίλους.
—Πώς τα περνάς εδώ στο «κράτος των Εξαρχείων»;
Μια χαρά φίλε! Είμαι είκοσι χρόνια τώρα Εξαρχειώτης – για την ακρίβεια Νεαπολιώτης, από τα Πυθαράδικα όπως λέγονταν παλιά όταν η περιοχή θεωρούνταν «δεύτερο Κολωνάκι» – και παρά τα «θεματάκια» που έχουμε κατά καιρούς εδώ είμαι πολύ ευχαριστημένος με τη γειτονιά μου, δεν την αλλάζω. Δεν θα μπορούσα καν να κατοικήσω μακριά από το κέντρο, στα προάστια ας πούμε – δεν αντέχω τις εξοχές της πόλης, προτιμώ τις κανονικές! Άσε που με τα πόδια ή ένα ταξί, που είναι το αγαπημένο μέσο μεταφοράς μου μετακινούμαι δίχως ταλαιπωρία σε ελάχιστο χρόνο.
Σε ένα φανταστικό καλλιτεχνικό κοινωνικό γίγνεσθαι, για πρώτο έρωτα θα ήθελα τον Μαρμαρινό, για σύζυγο τον Χουβαρδά, κρυφό παράφορο εραστή Καραθάνο ενώ αν είχα λεσβιακές τάσεις θα προτιμούσα τη Σοφία Σπυράτου! Τόσο πολύ τους έχω μέσα στη ζωή μου.
—Δεν διέθετες ποτέ δικό σου μέσο;
Όχι, δεν έμαθα ποτέ να οδηγώ αυτοκίνητο, ούτε θέλησα να αποκτήσω – μου λείπουν η συγκέντρωση, η ψυχραιμία κι η υπομονή που απαιτείται για έναν οδηγό. Επιπλέον συχνά αφαιρούμαι, ταξιδεύω στις σκέψεις μου – εδώ ακόμα και σε παράσταση που έπαιζα συνέβη να «χάσω» ολόκληρη σκηνή, φαντάσου να οδηγούσα κιόλα! Δοκίμασα κάποτε να καβαλήσω μηχανάκι, λίγο καιρό μετά μου έμεινε ξαφνικά καταμεσίς στην Αλεξάνδρας. Το τι βρισίδι άκουσα, δε λέγεται – ευτυχώς φορούσα κράνος και δεν έγινα ρεζίλι! Ύστερα κι από αυτό αποφάσισα ότι οδήγηση, τέλος. Ταξί για πάντα.
—Ηθοποιός, εικαστικός, τραγουδιστής, περφόρμερ… Το καλλιτεχνικό σου βιογραφικό είναι πράγματι αξιοθαύμαστο.
Σ’ ευχαριστώ αλλά το ίδιο πράγμα κάνω συνέχεια, ποτέ δεν είδα τη διαφορά. Κάνω εικαστικά στη σκηνή, θέατρο στα εικαστικά, ακόμα κι η μαγειρική, τα μαστορέματα, τα οικοκυρικά – πράγματα που επίσης αγαπώ να καταπιάνομαι -, το ευ ζην γενικότερα μπορείς να τα δεις σαν τέχνη, έχει διευρυνθεί πολύ στις μέρες μας το καλλιτεχνικό σύμπαν. Πλανώνται όσοι θεωρούν την καλλιτεχνική δημιουργία κάτι υπερβατικό, απομονωμένο από την καθημερινή ζωή.
—Με τη συγγραφή πώς και δεν καταπιάστηκες;
Ε, ας αφήσω και κάτι για καναν άλλο! Άσε που το γράψιμο πάντα το αντιμετώπιζα με δέος… Προτιμώ να πλύνω όλα τα πιατοπότηρα ύστερα από ένα μεγάλο πάρτι παρά να γράψω πέντε αράδες. Μου κόβονται τα χέρια, βλέπω πόσο εύκολα γράφουν κάποιοι φίλοι μου συγγραφείς και ζαλίζομαι! Βαριέμαι επίσης το διάβασμα, το θεωρώ κατάλληλο μόνο για να περάσεις την ώρα σου αν είσαι στο κρεβάτι με κάταγμα. Στον ελεύθερο χρόνο μου θα προτιμήσω να ασχοληθώ με μια τεχνική ή χειρωνακτική δουλειά από το να ανοίξω κάποιο βιβλίο. Εξαίρεση οι εφημερίδες – τρελαίνομαι να διαβάζω εφημερίδες, ακόμα και τις «κίτρινες» γιατί δεν θέλω να αποκόπτομαι από το λεγόμενο γούστο του κοσμάκη. Καλό είναι να είσαι διανοούμενος αλλά να ξέρεις τι κάνουν και τα ξέκωλα, αλλιώτικα η γνώση σου είναι ελλιπής!
Ζήσης στη Γκόλφω του Σ. Περεσιάδη. Eθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Νίκου Καραθάνου. Πρώτη παράσταση: 06/03/2013. Φωτογραφία: Εύη Φυλακτού
—Εσένα επιχείρησαν ποτέ να σε «εκθέσουν» τα κουτσομπολίστικα έντυπα;
Πήγαν κάποιες φορές να γράψουν πράγματα και για μένα αλλά για να «τρέξουν» ένα θέμα πρέπει να το συντηρείς κι εσύ κι εγώ τέτοιο δικαίωμα ουδέποτε έδωσα. Ο κιτρινισμός είναι ξέρεις σαν τον καρκίνο, τροφοδοτείται από το ίδιο το σώμα που έχει προσβάλει. Ξέρω άλλους συναδέλφους που εν γνώσει τους μπαίνουν σε αυτό το παιχνίδι για διάφορους λόγους, το θεωρούν ίσως κάτι σαν τη θητεία στο στρατό.
—Υποδύεσαι τώρα τον Ράτκλιφ στον Ριχάρδο Γ’ στο Εθνικό, τέλη Φεβρουαρίου θα σε δούμε στην Όπερα της Πεντάρας στο Παλλάς. Δεν θυμάμαι να έχεις ξαναπαίξει Μπρεχτ…
Όχι κι αν μου έλεγες κάτι τέτοιο πριν είκοσι χρόνια, θα σου έκανα μήνυση! Θεωρούσα τον Μπρεχτ πολυπαιγμένο, «πολυφορεμένο», όχι κάτι περισσότερο από μια Γερμανίδα σε μια καρέκλα που γάβγιζε. Ωριμάζοντας όμως αναθεωρείς σκέψεις κι απόψεις, ανακαλύπτεις καινούργιες πτυχές σε κλασικά έργα καθώς και τη διαχρονική τους επικαιρότητα οπότε, έχοντας εκλεκτούς ηθοποιούς δίπλα μου και τον Χουβαρδά σκηνοθέτη, αφέθηκα σαν φύλλο να κυλήσω στο ρυάκι. Υποδύομαι τον χερ Πίτσαμ, τον «κακό» του έργου κι ευτυχώς γιατί βαρέθηκα να με βλέπουν καλό και μειλήχιο! Είναι ό,τι δυσκολότερο έκανα μέχρι τώρα μετά την Γκόλφω, όπου επίσης έπαιζα τον «κακό». Το ζητούμενο πάνω από όλα είναι βέβαια να γίνεται καλό θέατρο και στην καλλιτεχνική δημιουργία στην Ελλάδα σήμερα το θέατρο και το σινεμά είναι, πιστεύω, ό,τι πιο ζωντανό.
—Ποιους σκηνοθέτες και ηθοποιούς εκτιμάς περισσότερο;
Αρκετούς, μεγάλο «λαχείο» όμως θεωρώ τη γνωριμία μου με ανθρώπους όπως ο Καραθάνος κι ο Κούτρας. Σε ένα φανταστικό καλλιτεχνικό κοινωνικό γίγνεσθαι, για πρώτο έρωτα θα ήθελα τον Μαρμαρινό, για σύζυγο τον Χουβαρδά, κρυφό παράφορο εραστή Καραθάνο ενώ αν είχα λεσβιακές τάσεις θα προτιμούσα τη Σοφία Σπυράτου! Τόσο πολύ τους έχω μέσα στη ζωή μου. Έχοντας γνωρίσει τον Λούκο και προσωπικά, θεωρώ σχεδόν έγκλημα αυτό που έγινε. Νομίζω ότι, τηρουμένων των αναλογιών, θα λειτουργήσει για τον Σύριζα και την Αριστερά τόσο αρνητικά όσο η εκτέλεση της ηθοποιού Ελένης Παπαδάκη στον Εμφύλιο…
Στην Όπερα της Πεντάρας υποδύομαι τον χερ Πίτσαμ, τον «κακό» του έργου κι ευτυχώς γιατί βαρέθηκα να με βλέπουν καλό και μειλήχιο! Είναι ό,τι δυσκολότερο έκανα μέχρι τώρα μετά την Γκόλφω, όπου επίσης έπαιζα τον «κακό». Φωτογραφία: Πάτροκλος Σκαφιδάς
—Έμαθα ότι σε στενοχώρησε κι η αποπομπή Λούκου από το Ελληνικό Φεστιβάλ. Μα vαι γιατί, έχοντας γνωρίσει τον άνθρωπο και προσωπικά, θεωρώ σχεδόν έγκλημα αυτό που έγινε. Νομίζω ότι, τηρουμένων των αναλογιών, θα λειτουργήσει για τον Σύριζα και την Αριστερά τόσο αρνητικά όσο η εκτέλεση της ηθοποιού Ελένης Παπαδάκη στον Εμφύλιο…
—Ποιο θεωρείς το πιο επιτυχημένο πράγμα από όσα έχεις κάνει;
Οι φίλοι μου – αυτό είναι το πεδίο της επιτυχίας μου αγαπητέ. Πλούτος ανεκτίμητος. Είχα πάντα το ταλέντο ή τη διαίσθηση, αν θες, να διαλέγω τους καλύτερους κι ό,τι έφτιαξα καλλιτεχνικά είναι, ουσιαστικά, μια συνομιλία μαζί τους. Εκεί που απέτυχα πλήρως είναι στον έρωτα, ακόμα το φυλάω το νυφικό στο πατάρι όπως με πειράζουν στη συντροφιά! Όσο βέβαια περνά ο καιρός αντιλαμβάνομαι ότι μάλλον εγώ ευθύνομαι γι’ αυτό. Ενδιαφερόμενος καταρχήν να περιχαρακώσω την ιδιωτικότητά μου, ουδέποτε καλλιέργησα τις συνθήκες να στεριώσει μια σχέση. Έμενα στους αρραβώνες, «αργομοίρα, καλομοίρα» που έγραφε κι ο Παλαμάς! Και δεν ξέρω τι έρωτες μπορώ πια να σκέφτομαι στα εξήντα μου, μολονότι είναι νομίζω λάθος να περιορίζουμε στους νέους το δικαίωμα σε αυτό το συναίσθημα.
—Αν παρά ταύτα έβρισκες τώρα ένα ταίρι, θα σκεφτόσουν κάτι σε σύμφωνο ή γάμο; Το λέω γιατί μεγάλωσες σε άλλη εποχή… Στην καλύτερη, οφείλω να πω! Η γενιά μου, όσοι δηλαδή γεννηθήκαμε ανάμεσα ’50-’60 αποτελεί τον τελευταίο κρίκο ανάμεσα σε παράδοση και νεωτερικότητα όσο αφορά τα ήθη. Γνωρίσαμε το παλιό και ταυτόχρονα πειραματιστήκαμε με το καινούργιο, οι δε τολμηρότεροι ζήσαμε εξαρχής την απελευθέρωση στην πράξη – και είναι η καλή σχέση που αναπτύσσεις με το δικό σου σώμα αυτή που καταρχήν σε απελευθερώνει. Θυμάμαι επίσης τα πρώτα χρόνια του ΑΚΟΕ και του περιοδικού Αμφί, του οποίου είχα σχεδιάσει το αρχικό λογότυπο και κάποια από τα εξώφυλλα στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Ναι, είχανε συμβεί μερικά πολύ ενδιαφέροντα πράγματα τότε στο υπόγειο της Ζαλόγγου. Μιλάμε βέβαια και για εποχές προ-AIDS το οποίο, παρότι βέβαια δεν είναι πια η θανάσιμη απειλή που ήταν τότε, εξακολουθεί να πλανιέται σαν φάντασμα πάνω από την ερωτική μας ζωή. Υπάρχει άλλωστε ακόμα αρκετή άγνοια και προκατάληψη εκεί έξω… Απαντώντας τώρα στο ερώτημά σου, ας βρεθεί το ταίρι και σε ό,τι μου ζητήσει θα πω ναι!
Δεκαήμερο – Μια διασκευή πάνω στο έργο του Βοκάκιου. Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Νίκου Καραθάνου. Πρώτη παράσταση: 28/03/2014.
—Ποια ήταν, πιστεύεις, η πιο μακροπρόθεσμη συνέπεια της σεξουαλικής απελευθέρωσης;
Ίσως το ότι η “macho” πατριαρχική κουλτούρα και οι άντρες με την στερεοτυπική έννοια του όρου εξαφανίζονται σιγά σιγά από τις Δυτικές κοινωνίες, ενώ επικρατούν ακόμα στις Αραβικές και τις Ανατολικές γενικότερα. Ο Δυτικός πολιτισμός έχει γίνει πια πιο «θηλυκός», είναι οι λεγόμενες γυναικείες αξίες που έχουν τον πρώτο λόγο.
—Αλλά «ανήκουμε στη Δύση» για μήπως πιότερο για Ανατολή περνάμε;
Ανήκουμε όπου μας συμφέρει κάθε φορά! Είμαστε επιφανειακά Ανατολίτες, επιφανειακά Δυτικοί, επιφανειακά Αριστεροί ή Δεξιοί και πάει λέγοντας. Τσιμπάμε ό,τι μας κάνει και φτιάχνουμε το δικό μας υβρίδιο. Όμως ναι, στον Δυτικό πολιτισμό ανήκουμε καταρχήν, δεν θα στεκόμασταν ως έχουμε σήμερα μακριά από αυτόν.
—Με τα πολιτικά ανακατεύτηκες ποτέ;
Όχι και πρέπει να σου πω πως, μολονότι το προσπάθησα φιλότιμα, ποτέ δεν κατάφερε να με γοητεύσει η Αριστερά που ήτανε τόσο «της μόδας» στα νιάτα μου. Ακριβώς όπως δεν με γοήτευσαν ποτέ το τσιγάρο, το αλκοόλ και οι ουσίες – δεν μου αρέσει βλέπεις να χάνω τον αυτοέλεγχό μου, αντιστεκόμουν ενστικτωδώς σε οτιδήποτε ψυχότροπο, Όχι, δεν είναι κάτι που θεωρώ δύναμη, ίσως είναι αναπηρία αλλά έτσι συμβαίνει… Ούτε δεξιό πάλι με λες, μολονότι έτρεφα μια κάποια συμπάθεια για τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη έτσι, από αντίδραση, επειδή ήταν σχεδόν επιβεβλημένο να τον αντιπαθείς! Πιστεύω εξάλλου ότι και τη Δεξιά, η Αριστερά την έχει εφεύρει. Τώρα βέβαια το τι είναι Δεξιά, τι Αριστερά και τι το ανάμεσά τους… εγώ δύο πράγματα μόνο ξεχωρίζω, τα πλούτη και τη φτώχεια. Και στον Μπρεχτ το βλέπεις έντονα αυτό… Δεν είναι, ωστόσο, οι πολιτικοί που με γοητεύουν αλλά άνθρωποι όπως ο Σεφέρης, ο Χατζιδάκις, ο Τσιτσάνης…
—Είσαι πάντα τόσο χαλαρός και πρόσχαρος όσο δείχνεις;
Ζηλεύω! Έτσι νομίζεις! Βρίσκομαι διαρκώς σε αναβρασμό αλλά σε ένα άλλο επίπεδο. Διαθέτω ευτυχώς την αστική ευγένεια να ξεχωρίζω το ιδιωτικό από το δημόσιο.
—Τι μουσικές αγαπάς;
Α, λατρεύω την ελληνική μουσική, ειδικά το ρεμπέτικο, το ελαφρύ και το λαϊκό! Διδάχτηκα πολλά από καλλιτέχνες όπως ο Μπιθικώτσης, η Στέλλα Γκρέκα, η Ιωάννα Γεωργακοπούλου, η Κάκια Μένδρη… Συντελείται μεγάλο έργο στο ελληνικό τραγούδι χρόνια τώρα.
—Το «κατέβασμα» της Ισορροπίας τού Νας μετά τις αντιδράσεις πώς σου φάνηκε;
Πολύ κακώς έγινε και νομίζω ότι πρέπει κανείς να αναλαμβάνει την ευθύνη των πράξεών του μέχρι τέλους, αλλιώς να μην τα ξεκινά καθόλου – αυτή είναι γενικότερα η αρχή μου για τα πράγματα.
Ράτκλιφ στον Ριχάρδο Γ’. Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά. Πρώτη παράσταση: 12/12/2015. Φωτογραφία: Πάτροκλος Σκαφιδάς
—Δεν σου πέρασε ποτέ η ιδέα να εγκαταλείψεις την Ελλάδα, να “ψαχτείς” αλλού;
Ναι και όχι, δηλαδή όχι! Όταν βρέθηκα το ’93 να εκθέτω στην Μπιενάλε της Βενετίας ο Γιώργος Λάππας με έκανε «χρυσό» να πάω να εγκατασταθώ μόνιμα στη Νέα Υόρκη, να κάνω καριέρα εκεί. Δεν έλειπαν κι οι γνωριμίες. Καθώς το σκεφτόμουν ρωτάω έναν άλλο φίλο που την έζησε για το κλίμα της, τον Βίκο Ναχμία (κρίμα που και οι δύο προαναφερόμενοι «χάθηκαν» νωρίς…). Χάλια, μου λέει, πολύ κρύο τον χειμώνα, πολλή υγρασία το καλοκαίρι. Έμενα τότε στο εξοχικό μου στο Κιάτο κι είπα Άγγελε, κάτσε στα αβγά σου καλύτερα, πού θα βρεις τέτοιο κλίμα, τέτοιον ήλιο, τέτοια θάλασσα… Αυτά είναι που σε κάνουν να μην αφήνεις εύκολα την Ελλάδα ακόμα κι αν δεν καλοπερνάς ακριβώς, ακόμα κι αν έτσι «κλείνεις» δρόμους.
—Και το Κιάτο όμως το άφησες τελικά για την Αθήνα.
Ναι γιατί αφενός ήθελα πια να βρίσκομαι περισσότερο εδώ κι αφετέρου επειδή θα δυσκολευόμουν πολύ να συντηρήσω δύο σπίτια. Η κατοχή δύο σπιτιών ήταν για τους αρχαίους Έλληνες ήταν κατάρα, όπως με πληροφόρησε κάποτε ο Νίκος ο Χουρμουζιάδης – πέραν του οικονομικού είναι κι οι έννοιες που έχεις διπλές, τέτοιες καταστάσεις μόνο μια μεγάλη οικογένεια μπορεί να συντηρήσει. Μεγαλώνοντας καλύτερα να περιορίζεσαι σε ένα σπίτι μέχρι το πολύ 70τμ., αλλιώς ή χαζός θα είσαι ή νεόπλουτος.
—Δεν σκέφτηκες ποτέ τη συγκατοίκηση;
Όχι. Είμαι μεν φιλόξενος αλλά προτιμώ να ζω μόνος γιατί έτσι οργανώνομαι καλύτερα. Δεν αντέχω να μου αποσπούν την προσοχή, προτιμώ να ορίζω εγώ το πρόγραμμα, τον χώρο και τον χρόνο μου. Είναι δε βασικά το θέατρο που με κινητοποιεί και με βάζει σε μια τάξη γιατί μη νομίζεις πως είμαι κανας εργασιομανής, μάλλον επιρρεπή στην τεμπελιά με λες! Μια οπότε με τις παραστάσεις, μια με τα εικαστικά – που αντίθετα από το θέατρο είναι μια χειρωνακτική δουλειά με δομή μοναχική – δεν μου περισσεύει χρόνος για μοίρασμα.
—Είναι ο ίδιος λόγος για τον οποίο δεν έχεις υπολογιστή, Ίντερνετ, προφίλ στα κοινωνικά δίκτυα, ούτε καν κινητό;
Ακριβώς! Με όλα αυτά και ειδικά με το κινητό διαρκώς στο χέρι δεν είσαι ποτέ παρών, βρίσκεσαι διαρκώς απών κι εγώ είμαι λίγο της παλιάς σχολής, θέλω να μυρίζω, να αγγίζω, να γεύομαι ανθρώπους και πράγματα, όχι μόνο να τα βλέπω και να τα φαντάζομαι εικονικά.
—Το αύριο σε αγχώνει;
Μπα, όχι ιδιαίτερα. Δεν έχω ξέρεις σκεφτεί ποτέ το χειρότερο, νομίζω ότι μπορώ να τα βγάλω πέρα με οτιδήποτε. Είναι πάντα μεγαλύτερη η χαρά της ζωής από τον κίνδυνο. Όπως έλεγε κι ο Εγγονόπουλος, «ως προς εμέ, ο θάνατος δεν υπάρχει». Πιστεύω οπότε πως ακόμα είμαι νέος και σαν τέτοιος ζω.
—Υπάρχουν πράγματα και καταστάσεις που θα προτιμούσες να ξεχάσεις;
Κοίτα, άμα νιώθεις εντάξει με τον εαυτό σου τα δυσάρεστα εξανεμίζονται με τα χρόνια, σου μένουν τα ευχάριστα. Κακίες, μίση ή απωθημένα δεν κρατώ, πικραμένος ή απογοητευμένος δεν δικαιούμαι καν να νιώθω, μόνο η δυστυχία που βλέπω τριγύρω με χαλάει. Η γενιά μου, όσοι δηλαδή γεννηθήκαμε ανάμεσα ’50-’60 αποτελεί τον τελευταίο κρίκο ανάμεσα σε παράδοση και νεωτερικότητα όσο αφορά τα ήθη. Γνωρίσαμε το παλιό και ταυτόχρονα πειραματιστήκαμε με το καινούργιο, οι δε τολμηρότεροι ζήσαμε εξαρχής την απελευθέρωση στην πράξη – και είναι η καλή σχέση που αναπτύσσεις με το δικό σου σώμα αυτή που καταρχήν σε απελευθερώνει.
Φωτογραφία: Πάρις Ταβιτιάν / LIFO
—Τι θα ξεχώριζες από όσα έκανες ίσαμε τώρα;
Όλα και τίποτα Θεόδωρε. Έχω κάνει πράγματα που άλλοι χτίζουν πάνω τους μια ολόκληρη ζωή αλλά για μένα είναι σα να μη συνέβησαν. Προηγούμαι βλέπεις των δραστηριοτήτων μου, νιώθω κάθε φορά σαν παιδί ανάπηρο που μαθαίνει να περπατά. Ακόμα και η ηλιθιότητα, η χαζομάρα, η μαλακία που με δέρνει αν θες είναι προζύμι για να φουσκώσει το ψωμί. Οι ωραιότερες δε στιγμές στη ζωή ενός καλλιτέχνη είναι όταν το έργο του συναντά τη ζωή του κι αντίστροφα.
—Τι παραπέρα θα ποθούσες;
Δεν έχω επιθυμίες ούτε σχέδια κάνω για το μέλλον, είμαι άνθρωπος που εμπνέομαι από τη στιγμή. Το μόνο που θα ήθελα είναι ένα καινούργιο διάφραγμα στη μύτη μου – είχε στραβώσει όταν χτύπησα κάπου μικρός κι αμέλησα τότε να το φροντίσω, έτσι απέκτησα κι αυτή την χαρακτηριστική ένρινη χροιά στη φωνή μου!
Info: Ο Ριχάρδος Γ’ του Σέξπιρ παίζεται στο Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά μέχρι τις 14/2.
Η Όπερα της Πεντάρας σε σκηνοθεσία του ίδιου ξεκινά παραστάσεις στις 24/2 (θέατρο Παλλάς)
Πηγή: www.lifo.gr
Σχόλια για αυτό το άρθρο