Αεροδρόμιο Μακεδονία. «Είστε για Ρώμη;». Γνέφω στην υπάλληλο της RyanAir. Τσεκάρει το εισιτήριο που έχω τυπώσει απ’ το σπίτι. «Ωραία, καθήστε εκεί μέχρι να ανοίξει η πύλη», λέει δείχνοντας ένα περιφραγμένο χώρο μπροστά στην πόρτα που βγάζει στον αεροδιάδρομο. Τη ρωτάω πότε θα μου δώσει τον αριθμό της θέσης μου στο αεροπλάνο. «Δεν θα έχετε συγκεκριμένη θέση», μου εξηγεί ευγενικά. «Αλλά αν θέλετε να διαλέξετε μια καλή θέση, να καθήσετε τώρα κοντά στην πύλη, ώστε μόλις ανοίξει, να τρέξετε για να προλάβετε». Για μια στιγμή νομίζω πως η υπάλληλος μου κάνει πλάκα. Μόνο που δεν γελάει. Κοιτώντας λοξά μήπως και χαμογελάσει ξαφνικά που με ξεγέλασε, πάω κοντά στην πύλη. Γύρω μου σιγά σιγά μαζεύεται το τσούρμο των επιβατών. Ολοι όρθιοι, σπρώχνουν ποιος θα κολλήσει πιο κοντά προς την πόρτα. Υστερα από πέντε λεπτά σ’ αυτήν την κατάσταση, αρχίζω να σκέφτομαι πως η υπάλληλος δεν έκανε πλάκα.
Σιγουρεύομαι εντελώς τη στιγμή που ανοίγει η πύλη και νιώθω να με σπρώχνουν πενήντα άλλοι επιβάτες προς τα έξω. «Μα τι με κάνεις;» ακούω τον Θεσσαλονικιό δίπλα μου να λέει. Το σακίδιο της μπροστινής έχει χωθεί στο πλευρό του. Σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον περνάμε σαν αέρας το τελευταίο τσεκ και τρέχοντας πια, κατεβαίνουμε τα σκαλιά προς το λεωφορειάκι. Νιώθω πως αν σκοντάψω, οι πίσω θα με τσαλαπατήσουν. Ενα μικρό άλμα, και κολλάω στις πλάτες των άλλων στο λεωφορείο. Ετσι παστωμένοι ξεκινάμε για το αεροπλάνο. «Ελένη, άμα μπεις πρώτη να πιάσεις θέση», ακούω τη γυναίκα δίπλα μου. «Εννοια σου, θα τρέξω σαν τον άνεμο!», απαντάει η κόρη της.
Ξαφνικά, το λεωφορείο φρενάρει. Μέσα από το τζάμι πίσω από τα σώματα, βλέπω το αεροπλάνο. Οι πόρτες ανοίγουν. «Πάμε! Πάμε! Πάμε!», ακούω πίσω μου. Ολοι μαζί πεταγόμαστε έξω και τρέχουμε. Είναι σαν την απόβαση στη Νορμανδία, αλλά με βαλίτσες αντί για όπλα. Οι γέροι και οι χοντροί μένουν πίσω αλλά όπως θα μάθω σύντομα, οι παχύσαρκοι αντιμετωπίζονται περίπου όπως η πανούκλα στις πτήσεις της RyanAir. Προς το παρόν, τρέχω στη σκάλα του αεροπλάνου και ορμάω σε μια τριάδα θέσεων να πιάσω το παράθυρο. Νιώθω μιαν αλλόκοτη ευτυχία που τα κατάφερα. Συνέρχομαι μόνο όταν βλέπω μια Ιταλίδα να χορεύει που πρόλαβε να καπαρώσει το κάθισμα στην έξοδο κινδύνου.
Ενας 18άρης Γερμανός έρχεται και κάθεται δίπλα μου. Είναι πολύ αδύνατος, αλλά οι θέσεις είναι τόσο στενές, που αναγκαστικά κολλάει επάνω μου. Το μπλουζάκι μου μυρίζει ήδη γερμανικό αντηλιακό, το αεροπλάνο πια έχει γεμίσει ασφυκτικά, έχει ζέστη και πιτσιρικάδες και μπαγκάζια παντού. Είναι περίπου σαν το ΚΤΕΛ της Σαντορίνης τον Δεκαπενταύγουστο, μόνο που αυτό εδώ όπου να ‘ναι θα πετάξει.
Στον διάδρομο έχουν ξεμείνει εννέα όρθιοι, χωρίς θέση. «Φουλ;», ρωτάει ο μπρος αεροσυνοδός την πίσω. «Φουλ!», απαντάει εκείνη. Ο αεροσυνοδός μαζεύει τους εννέα και ξεκινάει διανομή. Περπατάει αργά και όπου βλέπει άδεια θέση, «You!», λέει και δείχνει έναν απ’ τους όρθιους. «Sit there!». Τον τρίτο στη σειρά, έναν εύσωμο νεαρό, δεν τον θέλει κανείς. «Γιατί σε μένα ο χοντρός;», κάνει ο Ελληνας που του κλήρωσε να κάτσει αριστερά του. Ο νεοφερμένος δεν καταλαβαίνει λέξη, αλλά έχει τον δικό του πόνο: ξεχειλίζει από το κάθισμα, τα μπράτσα της καρέκλας χώνονται στα πλευρά του. Ο τρίτος της τριάδας το φιλοσοφεί. «Ε, ας στριμωχτούμε», λέει όπως είναι σχεδόν κολλημένος στο τζάμι. «Και τι έγινε; Δεκαπέντε ευρώ πληρώσαμε το εισιτήριο».
Το βασανιστήριο με το σιδερένιο κουτί
Στο Ciampino, το δεύτερο αεροδρόμιο της Ρώμης, είναι σαν να μην υπάρχει άλλη αεροπορική εταιρεία. Εμείς στο γκισέ Α10, πετάμε με RyanAir για Θεσσαλονίκη, απέναντι ξεκινάει μια τεράστια ουρά που στριφογυρίζει σε όλη την αίθουσα αναμονής για να καταλήξει στο γκισέ για Γκέτεμποργκ και στο βάθος ήδη ετοιμάζεται για ταξίδι το τσούρμο για Αϊντχόβεν. Αυτοί οι επιβάτες της RyanAir είναι και οι πιο άτυχοι. Η υπάλληλος τους βάζει έναν έναν να χώνουν την τσάντα τους στο ειδικό σιδερένιο κουτί, να της αποδείξουν πως χωράει. «Επεσαν στη στρίγγλα», κάνει ο νεαρός δίπλα μου, ο Γιώργος, που έχει ξαναπετάξει με RyanΑir. Τον κοιτάζω με απορία. «Οι υπάλληλοι μόνο αν θέλουν σε ελέγχουν», λέει. «Αν θέλουν, μπορούν και να σου ζυγίσουν τη βαλίτσα». Ο νεαρός λέει πως το χειρότερο απ’ όλα «είναι να σου βγάλουν το χάρτινο κουτί. Εκεί δεν μπορείς να τη στριμώξεις τη βαλίτσα. Αν πας να τη βάλεις μέσα κι αυτό σκιστεί, πληρώνεις επί τόπου. Εκατό ευρώ ακόμα!». Αλλά βέβαια, μπορεί και να μη σου ζητήσουν τίποτε απ’ όλ’ αυτά. «Να, κοίτα εκεί», κάνει ο Γιώργος. Μου δείχνει την ουρά της RyanAir για Ντίσελντορφ. Μεγάλες και μικρές χειραποσκευές περνούν χωρίς κανέναν έλεγχο. Η υπάλληλος σταματάει μόνο μια γυναίκα με τρεις τσάντες. Οι υπόλοιποι επιβάτες την χαζεύουν όπως έχει πέσει στο πάτωμα και παλεύει να χωρέσει όλα της τα πράγματα σε μία τσάντα. «Και να τα καταφέρει, θα φρακάρει μετά η τσάντα της στο σιδερένιο κουτί», λέει ο Γιώργος. «Το οποίο είναι δύο πόντους πιο στενό από το αντίστοιχο της Ολυμπιακής. Για να πουλάει η RyanAir τις δικές της βαλίτσες, που είναι στο σωστό μέγεθος». «Τι γίνεται αν η τσάντα σου δεν χωράει;», τον ρωτάω. «Ο,τι γίνεται κάθε φορά που σε πιάνει λάθος η RyanAir: πληρώνεις», λέει ο Γιώργος. «Φθηνά εισιτήρια, πανάκριβα πρόστιμα». Στο αεροδρόμιο του Λονδίνου, λέει, είδε και ζυγαριές της RyanAir με κερματοδέκτη: όποιος επιβάτης ήθελε να ξέρει αν είναι η βαλίτσα του υπέρβαρη πριν φτάσει στο γκισέ, έπρεπε να πληρώσει μισή λίρα για να τη ζυγίσει!
Αναρωτιέμαι τι απ’ όλ’ αυτά περιμένει τη δική μας πτήση. Είμαστε ήδη όρθιοι στην ουρά είκοσι λεπτά όταν, επιτέλους, έρχεται το προσωπικό να ανοίξει την πύλη. Πρώτοι περνούν οι τρεις νεαροί που έχουν κάνει priority booking δηλαδή με 10 ευρώ παραπάνω, δικαιούνται να μπουν πρώτοι στο αεροπλάνο και να διαλέξουν όποια θέση τους αρέσει. Ο πρώτος περνάει γελαστός, ο δεύτερος το ίδιο, ο τρίτος όμως ακούει το «Just a moment, sir!». Ο υπάλληλος παίρνει την τσάντα του, που μοιάζει έτοιμη να εκραγεί απ’ τα πολλά ρούχα. Την πάει στο σιδερένιο κουτί. Ο νεαρός σηκώνει την τσάντα και προσπαθεί να τη βάλει ανάμεσα στα σίδερα. Βλέπω τον υπάλληλο που τον κοιτάζει με ύφος ματαιότητας. Ο νεαρός όμως επιμένει, τώρα χτυπάει με μανία την τσάντα του να χωθεί στο κουτί. Και ξαφνικά, το σίδερο υποχωρεί και η τσάντα γλιστράει μέσα ολόκληρη. «Ναιαιαι!», φωνάζει ο νεαρός και σηκώνει τα χέρια στον αέρα. Γυρίζει προς την ουρά των Ελλήνων. «Greece – Italy, one – zero!», φωνάζει δυνατά. Ο φίλος του, δυο μέτρα πιο ‘κει, κάνει αυθόρμητα σήμα να χειροκροτήσουμε. Οι επιβάτες γελώντας αρχίζουν τα παλαμάκια. Ο νεαρός με την τσάντα υποκλίνεται και μετά φεύγει για το αεροπλάνο καταχειροκροτούμενος. Πίσω του ο υπάλληλος της RyanAir πρέπει να έχει τρομάξει. Γιατί δεν τσεκάρει ούτε ζυγίζει καμία άλλη βαλίτσα της επαναστατημένης πτήσης μας.
Σχόλια για αυτό το άρθρο