Cinetroll: Ο ΤΑΖ βγαίνει βόλτα στους δρόμους του Λονδίνου των 60΄ς για να παίξει κλέφτες κι αστυνόμους αλλά βαριέται μόλις καταλάβει ότι τον πυροβολούν με άσφαιρα.
Ένα από τα χειρότερα που μπορούν να συμβούν σε σκηνοθέτη είναι το να καταπιαστεί με ταινία είδους, όπως είναι το γκανγκστερικό φιλμ, σίγουρος ότι γνωρίζει τους κώδικές του. Μόνο που η πολύ σιγουριά τρώει τον αφέντη. Το παραπάνω έχει αποδειχτεί ακόμα και σε έμπειρους «μάστορες». Πόσο μάλλον στην περίπτωση του Μπράιαν Χέλγκελαντ που αποτελεί τυπικό παράδειγμα σκηνοθέτη – σεναριογράφου με εμφανή ψήγματα ταλέντου τα οποία όμως, στην πενιχρή ως τώρα φιλμογραφία του (σαν σκηνοθέτης) ποτέ δεν στάθηκαν στο ύψος των υποσχέσεων τους.
Ίσως περισσότερο από ποτέ στους «Δίδυμους Θρύλους». Την αληθινή, πραγματική ιστορία των δίδυμων αφών Κρέι, που στις δεκαετίες 50 και 60, έγιναν οι βασιλιάδες του οργανωμένου εγκλήματος στο Λονδίνο. Ληστείες, εκβιασμοί, «προστασία», φόνοι, διαπλοκές με την εξουσία, ομοφυλοφιλικά όργια και διαγνωσμένη ψυχασθένεια για έναν από τους δύο. Υλικό πραγματικά ονειρεμένο για κάποιον που θέλει να κάνει γκαγκστερική ταινία. Θρυλική εποχή, θρυλικοί αντιήρωες. Δυστυχώς, ο τρόπος που ο Χέλγκελαντ προσπαθεί να «μεταφράσει» στην κινηματογραφική γλώσσα την λέξη «θρύλος», αποκτά την έννοια της βαρεμάρας.
Απόλυτα σίγουρος για το υλικό που έχει στα χέρια του, απόλυτα σίγουρος και για την ικανότητά του να αποκωδικοποιήσει τη μυστική συνταγή επιτυχίας μιας γκαγκστερικής ταινίας, τυφλώνεται από τη σιγουριά του και παραδίδει ένα μονοδιάστατο πορτρέτο των δύο αδερφών, άψυχο και κρύο, που αποκτάει φλόγα μόνο όποτε ο σκηνοθέτης το προσεγγίζει με ευπρόσδεκτο ειρωνικό μαύρο χιούμορ. Ο Χέλγκελαντ είναι ολοφάνερα μπερδεμένος ως προς τι σημαίνει στήσιμο ατμόσφαιρας. Ναι, η φωτογραφία του και η καλλιτεχνική διεύθυνση είναι πρωτοκλασάτες. Όμως αγάπη μου, πως να βγάλεις ατμόσφαιρα από ένα καλλιτεχνικά γυρισμένο τίποτα; Που είναι το πνεύμα των swinging 60’s όσον αφορά το φόντο της εποχής; Που είναι ο λερωμένος ιδρώτας του υποκόσμου και η απειλή στον αέρα; Που στο διάολο είναι τα πορτρέτα των δύο ηρώων του; Στο εντυπωσιακό ομολογουμένως τρικάκι του Τομ Χάρντι να παίζει και τους δύο ήρωες;
Είναι ολοφάνερο ότι αυτό είναι και το μόνο πάνω στο οποίο στηρίζεται ο Χέλγκελαντ. Το μόνο που τον ενθουσιάζει γι αυτό και μας το επιδεικνύει όσο περισσότερο μπορεί, σαν κατόρθωμα. Έλα όμως που ακόμα κι αυτό εκπυρσοκροτεί ανάποδα. Υπάρχει μια πολύ λεπτή γραμμή ανάμεσα στη μεγάλη ερμηνεία και τη μίμηση μιας μεγάλης ερμηνείας. Πολλοί θα εντυπωσιαστούν από την ικανότητα του Χάρντι να υποδύεται δύο χαρακτήρες με διαφορετική ψυχολογία. Ήδη κάποιοι μιλάνε για ερμηνεία μεγατόνων. Άλλο μεγατόνων κι άλλο μέγα τόνων ρίο μάρε σε κονσέρβα. Χωρίς να έχει να πατήσει πουθενά ο Χάρντι για την ερμηνεία του, χωρίς καμία καθοδήγηση, απλά βάζει τον αυτόματο, υψώνοντας ενίοτε αθέλητα κωμικά τους τόνους όσον αφορά τον ψυχοπαθή Ρόνι, και χαμηλώνοντας τους στον πιο κουλάτο Ρέτζι προκειμένου να τονίσει τη μεταξύ τους διαφορά. Το αποτέλεσμα είναι ο Ρέτζι να προκύπτει αδιάφορος, κι ο Ρόνι καρικατούρα, με μια μόνιμη γκριμάτσα ηλιθιότητας που όσο προσπαθεί να γίνει απειλητική τόσο πιο γελοία φαντάζει.
Δεν υπάρχει κατι που να δικαιολογεί το γιατί έπρεπε να γυριστεί αυτή η ταινία, ειδικά από τη στιγμή που έχουμε ήδη μια (πολύ πιο δυναμική) κινηματογραφική βιογραφία των δύο αδελφών, από τον Πίτερ Μέντακ το 1990. Σε αυτήν εδώ την εκδοχή της ιστορίας, ενώ συμβαίνουν πράγματα, νιώθεις ότι δεν συμβαίνει σχεδόν τίποτα. Όλα σχεδόν φευγάτα, ξέπνοα κι αναμενόμενα, τουλάχιστον μέσα στο κάδρο, όσον αφορά τη δράση των Κρέι. Τα κίνητρά τους, την ψυχοσύνθεση τους, τον αντίκτυπο των πράξεων τους και την απεικόνιση του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο έγιναν αυτό που έγιναν. Τα πάντα περνάνε σαν δραματοποιημένες εικόνες από επίκαιρα, στην επιφάνεια, με voice over αφήγηση να αναλαμβάνει τα χρέη της ενδοσκόπησης. Μοναδικό, κινηματογραφικά δραματικό βάθος στο περίπου όμως κι αυτό, έχουνοι συγκρούσεις των δύο αδελφών και η ερωτική σχέση του Ρέτζι με την Φράνσις που την υποδύεται η Έμιλι Μπράουνινγκ καταφέρνοντας όποτε της δοθεί η ευκαιρία να δείξει μια εύθραυστη, συχισμένη εσωτερικότητα.
Περισσότερα για τον Τom Hardy εδώ
Με τον Χέλγκελαντ, εντελώς λανθασμένα και χωρίς λόγο, να την χρησιμοποιεί ως αφηγήτρια της ιστορίας, με ένα ενοχλητικό και αντικινηματογραφικό στην υπερβολική του χρήση voice over επεξήγησης αυτών που η ίδια η ταινία θα έπρεπε να δείξει και να τονίσει με δράση. Αν είναι να μάθω μια ιστορία από την αφήγηση, πάω και διαβάζω το βιβλίο και ξεμπερδεύω. Εν προκειμένω, η αφήγηση της Φράνσις, γίνεται ακόμα πιο ενοχλητική από το γεγονός του ότι στην πραγματικότητα η ηρωίδα είναι εξ’ αρχής… Οκ, δε σας το χαλάω, αλλά όσοι έχετε δει το «Sunset Boulevard», καταλαβαίνετε από που έκλεψε το εύρημα ο Χέλγκελαντ. Επομένως, ακόμα κι εδώ, έμπνευση μηδέν.
Τι μένει στο τέλος, μετά από όλα αυτά; Ουσιαστικά τίποτα αξιομνημόνευτο πέρα από τη λουσάτη φωτογραφία, το γρήγορο ρυθμό που καλύπτει όσο γίνεται τη σεναριακή αγαρμποσύνη, το ενδιαφέρον που έχει εκ των πραγμάτων μια αληθινή ιστορία, τις αναλαμπές μαύρου χιούμορ και το αμφιλεγόμενο σαν δείγμα υποκριτικής αλλά εντυπωσιακό σαν πρώτη εντύπωση και άψογο τουλάχιστον τεχνικά, τρικάκι του Τομ Χάρντι σε δύο ρόλους. Πάνω από όλα όμως μένει η αίσθηση μιας μεγάλης αλλά κακοσχεδιασμένης και χωρίς εστίαση, χαμένης ευκαιρίας που το αποτέλεσμα της δεν είναι καν απολαυστικά κακό ώστε να γίνει θρύλος ή θρήνος. Είναι απλά εντελώς αδιάφορο.
«LEGEND»
Βαθμολογία: 4 / 10
***Στις αίθουσες από την Πέμπτη 5 Νοεμβρίου.
*Aκολουθήστε τον ΤΑΖ (terra_gelida@hotmail.com) στο www.facebook.com/tazthebuzz
Σχόλια για αυτό το άρθρο