Η Εθνική Λυρική Σκηνή μετά την επιτυχημένη δοκιμαστική περίοδο μετεγκατάστασής της πέρυσι την άνοιξη στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (με τον αριστουργηματικό Μάκβεθ του Βέρντι δια χειρός Λορέντσο Μαριάνι), εγκαινίασε με ακόμη πιο εντυπωσιακό τρόπο τη μόνιμη πλέον μεταφορά της στο νέο κτίριο της Όπερας, αρχιτεκτονικό επίτευγμα του Ρέντζο Πιάνο. Ο λόγος για την Ηλέκτρα του Ρίχαρντ Στράους (σε ποιητικό κείμενο του Χόφμανσταλ) σε σκηνοθεσία και σκηνικά του Γιάννη Κόκκου. Ο Κόκκος οραματίστηκε τις πολύχρυσες Μυκήνες ως έναν τόπο όπου κατοικούν μονάχα λίγοι και που για τους περισσότερους αποτελεί ένα Fort Knox σχεδόν απρόσιτο, ως έναν χώρο προστατευμένα από ρολά ασφαλείας. Αυτό το παλάτι βρισκόταν στο κέντρο της σκηνής, αφού τα γεγονότα που έχουν συντελεστεί μέσα σε αυτό έχουν ενεργοποιήσει τη δράση στο σκηνικό παρόν και σε αυτό θα ολοκληρωθεί η σκηνική οικονομία του οπερατικού έργου, και ερχόταν σε άμεση αντίθεση με τον υπόλοιπο, σκοτεινό κυρίως, τόπο δράσης των αυλικών, των απλών πολιτών και της Ηλέκτρας. Η παρουσία ενός γιγαντιαίου αντρικού αγάλματός κρεμασμένου ανάποδα με το κεφάλι προς το χώμα παρέπεμπε στον Αγαμέμνονα ως έναν άλλο πεπτωκότα άγγελο-βασιλέα που η θέση του ήταν πλέον εκτός παλατιού, ανάμεσα στους απλούς πολίτες. Σε αυτόν τον σκηνικό χώρο μονωδοί και χορωδοί κινήθηκαν με απλότητα, στα πλαίσια της σκηνοθετικής προσέγγισης του Κόκκου, με εισόδους και εξόδους στη σκηνή που παρέπεμπαν στις συμβάσεις της αρχαίας τραγωδίας.
Κι ίσως αυτός να ήταν ο υπαινικτικός τρόπος του σκηνοθέτη, ώστε η όπερα να συνομιλήσει με το αρχαίο της πρότυπο, αφού σε όλα τα επιμέρους η σκηνοθετική του προσέγγιση έγινε υπό ένα φρέσκο και σύγχρονο τρόπο. Τα κοστούμια της Λιλής Κεντάκα όμως, αν και υπέροχα εφόσον κάποιος τα απομόνωνε από το σύνολο της παράστασης, εντούτοις δεν εντάσσονταν οργανικά στην όλη γραμμή του Κόκκου με αποτέλεσμα μάλιστα κάποια από αυτά να φαντάζουν ακόμη και παράταιρα. Οι φωτισμοί του Βινίτσιο Κέλι ήταν απόλυτα ταιριαστοί με το κλίμα της παράστασης και αναπλήρωσαν την αρνητική αίσθηση που άφηναν τα κοστούμια.
Η ορχήστρα, που διηύθυνε με μαεστρία ο Βασίλης Χριστόπουλος, ήταν απόλυτα συγχρονισμένη με την σκηνική δράση, αποδίδοντας μουσικά όλες τις συναισθηματικές εναλλαγές των μονωδών-πρωταγωνιστών και κυρίως της Ηλέκτρας-Ζαμπίνε Χογκρέφε. Η Χογκρέφε απέδωσε μια γήινη Ηλέκτρα, ταπεινή πια αλλά όχι ταπεινωμένη, ενώ εντυπωσίασε τόσο με τις φωνητικές όσο και με τις υποκριτικές της δυνατότητες. Από τους υπόλοιπους ρόλους, ξεχώριζε ο Ορέστης του Δημήτρη Τηλιακού, ο οποίος διέθετε μια σχεδόν απόλυτη χημεία με την Ηλέκτρα-Χογκρέφε.
Η μεγάλη όμως πρωταγωνίστρια της βραδιάς ήταν η Αγνή Μπάλτσα κι ας μην είχε τον ομώνυμο με την όπερα ρόλο, κι ας ήταν ο ρόλος της μικρότερος από αυτόν της Ηλέκτρας. Την Αγνή Μπάλτσα είχα την τύχη να την ξαναδώ και να την ακούσω ως Santuzza στην Cavalleria Rusticana στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης. Πέρασαν πολλά χρόνια από το 2003 όμως η αίσθηση της παράστασης και της ίδιας της Μπάλτσα επέστρεφε συχνά στη σκέψη μου, θεωρώντας πως οφειλόταν ίσως σε έναν εξωγενή παράγοντα: στο ότι η εν λόγω όπερα ήταν από τις πρώτες που παρακολουθούσα. Ξαναβλέποντας την Μπάλτσα ως Κλυταιμνήστρα στην Ηλέκτρα συνειδητοποίησα κάτι τελείως πρωτόγνωρο: πως η έντονη ανάμνηση που είχα οφειλόταν αποκλειστικά στην Αγνή Μπάλτσα. Γιατί τι θα μπορούσε να πει κανείς για την διεθνούς φήμης mezzo soprano; Η φωνή της εξακολουθεί και είναι καλοδιατηρημένη, με ένταση, δύναμη και βάθος, ενώ υποκριτικά υπερέχει στα σημεία από πολλές διεθνούς φήμης σοπράνο της δικής της εμβέλειας. Ήταν απλά σπουδαία και αυτή η πρώτη συνεργασία της με την Εθνική Λυρική Σκηνή ελπίζω να έχει και συνέχεια.
Ο Κώστας Καρασαββίδης είναι υποψήφιος διδάκτωρ θεατρολογίας με επιστημονικές δημοσιεύσεις και συμμετοχή σε συνέδρια στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ασχολείται με την κριτική παραστάσεων και θεατρολογικών εκδόσεων
Σχόλια για αυτό το άρθρο