H σχέση του Αλέξη Τσίπρα με τη γερμανική καγκελαρία άρχισε με αστραποβρόντια, για να εξελιχθεί σε μια απολύτως λειτουργική συνεργασία, όπου «ο ένας αντιλαμβάνεται τον άλλον», όπως το διατυπώνει συνεργάτης της Γερμανίδας καγκελαρίου, που μπορεί να μην συμμερίζεται τις ιδεολογικές επιλογές του κ. Τσίπρα, «αλλά εκτιμά την ικανότητά του να ολοκληρώνει μια συμφωνία (cut a deal)».
Όταν η ελληνική κυβέρνηση άρχισε τη συζήτηση για την αλλαγή του ονόματος της ΠΓΔΜ, πριν από οκτώ μήνες, ελάχιστοι πίστευαν στο Βερολίνο ότι ανάμεσα στις δύο χώρες θα μπορούσε να βρεθεί μια λύση. Πρωταγωνιστές ήταν δύο νέοι άνθρωποι: από τη μία ήταν ο Ζόραν Ζάεφ, ένας άπειρος πολιτικός, πρώην δήμαρχος της Στρώμνιτσας, στην ηγεσία του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της ΠΓΔΜ από το 2008, όπου αρχικά ήταν «σε επιτροπεία», αργότερα όμως κέρδισε πόντους και ανάστημα στην ειρηνική επανάσταση της γειτονικής χώρας ανατρέποντας τον Νίκολα Γκρουέβσκι.
Από την άλλη πλευρά ήταν ο Αλέξης Τσίπρας, ο απρόβλεπτος αριστερός πρωθυπουργός του πρώτου εξαμήνου του 2015, που αργά αλλά σταθερά κέρδισε την εμπιστοσύνη της κυρίας Μέρκελ με όσα έκανε από τα μέσα Ιουλίου του ίδιου χρόνου και μετά. «Το ότι δεν ήταν μέρη του πολιτικού κατεστημένου των χωρών τους αποδείχθηκε πλεονέκτημα», λέει ανώτερος αξιωματούχος του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών, που θέλει να διατηρήσει την ανωνυμία του. «Εκτιμήσαμε ότι ο Τσίπρας δεν δίστασε να θέσει σε κίνδυνο την ενότητα του κόμματός του και παρόλα αυτά να κερδίσει στις εκλογές τον Σεπτέμβριο του 2015. Πολιτική είναι να οργανώνεις πλειοψηφίες αλλά είναι πολύ πιο δύσκολο να τις ξανα-οργανώνεις, ιδιαίτερα αν ο στόχος της τελευταίας πλειοψηφίας είναι αντίθετος από εκείνο της προηγούμενης…», είπε στο inside story ανώτατη πηγή της κοινοβουλευτικής ομάδας του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος.
Ο εν λόγω αξιωματούχος ανήκει στον κύκλο εκείνων που διευθύνουν την «Ομάδα για την Οικονομία» του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος και είχε καλέσει στις αρχές Ιουνίου του 2018 στο Βερολίνο τον Γιώργο Τσίπρα, εξάδελφο του Έλληνα πρωθυπουργού και στενό του συνεργάτη, να μιλήσει στα μέλη του κύκλου αυτού, που επηρεάζει το 1/3 της κοινοβουλευτικής ομάδας του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος και έχει στενές σχέσεις με τους Σόιμπλε και Γενς Σπαν (υπουργό Υγείας και ηγέτη της δεξιάς πτέρυγας της γερμανικής χριστιανοδημοκρατίας).
Ο Γιώργος Τσίπρας προστέθηκε στον κατάλογο των αξιωματούχων της ελληνικής κυβέρνησης με τους οποίους το γερμανικό πολιτικό κατεστημένο διατηρεί πυκνές επαφές παρά τις διαφωνίες που υπάρχουν, ιδιαίτερα στα ζητήματα της οικονομικής πολιτικής. Στον κατάλογο αυτόν, εκτός από τον ίδιο τον πρωθυπουργό –που ας σημειωθεί ότι στην αρχή της θητείας του δεν μιλούσε καλά αγγλικά– ανήκουν κι άλλοι που είχαν στενές σχέσεις με τους ομολόγους τους, όπως οι Νίκος Κοτζιάς και Ευκλείδης Τσακαλώτος και παλαιότερα οι Γιάννης Μουζάλας και Δ. Βίτσας.
Οι σχέσεις με τους Γερμανούς άρχισαν να ζεσταίνονται ήδη από τα μέσα του Ιουλίου 2015. Η αξιοπιστία του Τσίπρα για την Άγκελα Μέρκελ φαινόταν πως ήταν τότε κοντά στο μηδέν. Είκοσι μέρες αργότερα όμως, μέσα στον Αύγουστο του 2015 και πριν προκηρυχθούν οι εκλογές του Σεπτεμβρίου, συναντήθηκα με ένα μέλος του προεδρείου του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος από τη Βόρειο Ρηνανία Βεστφαλία στην Αθήνα.
Με διαβεβαίωσε ότι «η Μέρκελ πιστεύει ότι ο Τσίπρας είναι καλύτερος από αυτό που φαίνεται». Και πρόσθεσε ότι «σε σας μπορεί να είπε ψέματα, σε εκείνην όμως ποτέ…». Έφυγα από τη συνάντηση, κρατώντας με σκεπτικισμό την μαρτυρία του Γερμανού χριστιανοδημοκράτη. Στον δρόμο ξανακοίταξα τις σημειώσεις μου και προσπαθούσα να αντιληφθώ αν είχα ακούσει καλά.
Αργότερα, τον Μάιο του 2016 ήρθε στην Αθήνα ο Μίχαελ Φουξ, εξέχον μέλος της «Ομάδας για την Οικονομία» του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, ο οποίος είχε συνεργασθεί στενά με τον πρώην πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά. Ο Φουξ, που είναι επιχειρηματίας (με εξαγωγές στην Ασία, όπως οι περισσότεροι από τους 100 βουλευτές που εξέλεγε πριν τις εκλογές του 2017 αυτή η ομάδα), εξέφρασε σε εμένα προσωπικά μία γνώμη για τη φορολογία στην Ελλάδα που τότε με ξένισε, σήμερα όμως την εκφράζει εκτός από τον κύριο Φουξ και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος. Μου είπε επί λέξει ότι δεν έβλεπε «κανένα λόγο να μειωθεί η φορολογία …που είναι ακόμα χαμηλή σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Τότε αντιλήφθηκα ότι το πρόβλημα της ελληνικής κατάστασης –μετά από επτά χρόνια κρίσης– δεν ήταν απλά ο Τσίπρας ή κυρίως ο Τσίπρας και η κυβέρνησή του με τις αριστερές εμμονές περί υπερφορολόγησης της μεσαίας τάξης, αλλά το γεγονός ότι και το κύριο ζητούμενό των Γερμανών ήταν και είναι να χάσουν όσο το δυνατόν λιγότερα χρήματα από αυτά που έχουν δανείσει –εκκινώντας λοιπόν από διαφορετική αφετηρία από αυτήν του ΣΥΡΙΖΑ, και αυτοί έβλεπαν με καλό μάτι την υπερφορολόγηση. Η προσέγγιση ήταν, όπως μου εξομολογήθηκε ένας Γερμανός διπλωμάτης, να μπορεί η Μέρκελ να χαρακτηρίσει επιτυχία το «ελληνικό πρόγραμμα» και να χαθούν όσο το δυνατόν λιγότερα χρήματα. «Στο πρώτο μπορούμε να βρούμε έναν κοινό τόπο με τον Τσίπρα, όπως είχαμε βρει με τον Σαμαρά. Νομίζω ότι και στο δεύτερο θα βρούμε κοινό έδαφος…», μου είπε ο Φουξ.
Σήμερα ο Έλληνας πρωθυπουργός ευελπιστεί ότι εξαιτίας της στάσης που έδειξε στο Μακεδονικό (αλλά και γενικά) μπορεί να κερδίσει καλύτερους όρους για το χρέος, με περιορισμό των θηριωδών πρωτογενών πλεονασμάτων που απαιτούνται από τη χώρα για την εξυπηρέτησή του ή και αναβολή της περικοπής των συντάξεων από το 2019, όταν καταργείται η προσωπική διαφορά.
Η περικοπή των συντάξεων ήταν κεντρική γερμανική επιλογή στο τρίτο μνημόνιο αλλά και πριν από αυτό, καθώς το γερμανικό υπουργείο των Οικονομικών είχε εντοπίσει έγκαιρα ότι δεν ήταν δυνατή η περαιτέρω μείωση των δημοσίων υπαλλήλων, ώστε να γίνει από εκεί η απαραίτητη εξοικονόμηση. Την άνοιξη του 2015, όταν ο Τσίπρας πήγε στην καγκελαρία χωρίς τον Βαρουφάκη, η Μέρκελ του παρουσίασε τα γερμανικά στοιχεία για το ύψος των ελληνικών συντάξεων σε μία συζήτηση που προϊδέαζε για ό,τι επρόκειτο να ακολουθήσει με το τρίτο μνημόνιο.
Στο παρελθόν, η Νέα Δημοκρατία με τον Γιάννη Βρούτση είχε επιχειρήσει να κρατήσει το ζήτημα εκτός ατζέντας, «παίζοντας καθυστερήσεις», όπως εξάλλου είχε κάνει και ο Γιώργος Κουτρουμάνης του ΠΑΣΟΚ. Αλλά καθώς το ΑΕΠ μειωνόταν χρόνο με τον χρόνο εξαιτίας της ύφεσης και οι στρατιές των υπαλλήλων που εγκατέλειπαν το δημόσιο επιβάρυναν την άλλη πλευρά του δημόσιου πορτοφολιού των συντάξεων, η θέση της ελληνικής πλευράς γινόταν όλο και πιο αδύνατη.
«Οι συνεργάτες του Τσίπρα, ενώ στην αρχή αμφισβητούσαν ότι η συνταξιοδοτική δαπάνη θα ξεπερνούσε το 25% του ΑΕΠ αν δεν κόβονταν οι συντάξεις, τελικώς συμφώνησαν με τα νούμερά μας», λέει πρώην συνεργάτης της Μέρκελ που γνωρίζει λεπτομέρειες των διαπραγματεύσεων που έγιναν μετά το δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015. Στη συνέχεια, όταν το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου η κυβέρνηση έφερε την ασφαλιστική μεταρρύθμιση για συζήτηση, στο Βερολίνο έτριβαν τα μάτια τους, διότι είχε συμπεριληφθεί το κόψιμο των συντάξεων. «Ήταν ένα δείγμα ότι εννοούσαν αυτά που συμφώνησαν», λέει ο ίδιος συνεργάτης της Μέρκελ.
Το 2016 οι δύο πλευρές, Αθήνα και Βερολίνο, επιχειρούσαν να συνεννοηθούν για το προσφυγικό, καθώς το Βερολίνο συνέχιζε να δέχεται 1.500 πρόσφυγες και μετανάστες την ημέρα από την Ελλάδα, χωρίς να είναι σε θέση η Αθήνα να σταματήσει την ροή, που αργά αλλά σταθερά κατέτρωγε την πλειοψηφία της Άγκελα Μέρκελ. Έτσι, ενώ η Μέρκελ είχε υποσχεθεί ότι δεν θα έκλεινε τα σύνορα μεταξύ Ελλάδας και ΠΓΜΔ, τελικά δεν εμπόδισε το κλείσιμό τους από την κυβέρνηση των Σκοπίων (που ενθαρρυνόταν από τις κυβερνήσεις της Βιέννης και της Βουδαπέστης).
Η γερμανική κυβέρνηση είχε κάνει κάτι αντίστοιχο (έμμεσα να παραβεί τον λόγο της) την εποχή της κυβέρνησης Σαμαρά, όταν είχε συνυπολογίσει ότι ο Αλέξης Τσίπρας θα κέρδιζε τις επόμενες εκλογές, αλλά παρόλα αυτά υποσχέθηκε στον Σαμαρά συμφωνία για το χρέος. Τώρα, η γερμανική κυβέρνηση έχει ήδη συνυπολογίσει ότι ο Αλέξης Τσίπρας θα ηττηθεί στις επόμενες εκλογές αλλά η ελληνική πλευρά πιστεύει πως είναι έτοιμη να υλοποιήσει τη συμφωνία για το χρέος. Η αλήθεια είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ το επιδίωξε αυτό, αλλά η γερμανική πλευρά έθεσε το ερώτημα: «Από πού θα χρηματοδοτηθεί κάτι τέτοιο;».
Αν πιστέψει κανείς τον βουλευτή των Ανεξάρτητων Ελλήνων που υπερψήφισε την πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης, Δημήτρη Καμμένο, ο Τσίπρας δεν αρκέστηκε στη μείωση του χρέους, αλλά ζήτησε και μείωση της φορολογίας, ζήτημα που έχει συζητήσει ο Ευκλείδης Τσακαλώτος με τον Όλαφ Σολτς, τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών.
Ο Σολτς απέφυγε να απαντήσει στο θέμα, λέγοντας ότι κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει εφόσον προκύπτει από τα πρωτογενή πλεονάσματα («δεν μπορούμε να σας δώσουμε άλλα χρήματα», φέρεται ότι είπε σύμφωνα με γερμανικές πηγές).
Την απάντηση Σολτς την περιλαμβάνει πλέον ο κ. Τσακαλώτος στην επιχειρηματολογία του. Ο κ. Τσίπρας θεωρεί ότι με μείωση της φορολογίας και συγκράτηση της περικοπής των συντάξεων θα μπορούσε να αντιστρέψει την πορεία προς την ήττα. Η κυρία Μέρκελ πιθανά θα του δώσει κάποια «ψίχουλα», καθώς σκέφτεται να τον φορτώσει με νέα πλήθη προσφύγων που θα απελαύνει η Γερμανία στην Ελλάδα για την επιβίωση της κυβέρνησής της, που εκβιάζεται πλέον από το Χριστιανοκοινωνικό Κόμμα της Βαυαρίας ενόψει των εκλογών σε αυτό το κρατίδιο.
Η προσπάθεια του ελληνικού πολιτικού προσωπικού να «καθησυχάσει» το Βερολίνο δεν αφορά μόνο τον κ. Τσίπρα αλλά και τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Ο τελευταίος έχει διαβεβαιώσει ότι δεν θα ανατρέψει τη συμφωνία με τα Σκόπια –παρότι δεν θα μπορούσε να την αποδεχθεί, για να μην δημιουργηθεί στα δεξιά του κάποιο κόμμα και για να μην έχει πρόβλημα με τους βουλευτές του στη Βόρειο Ελλάδα, όπως αποκάλυψε εχθές η γερμανική εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung, (FAZ) επικαλούμενη κυβερνητικές πηγές στο Βερολίνο.
To σχετικό δημοσίευμα διέψευσε η Νέα Δημοκρατία, χαρακτηρίζοντάς το «απολύτως ψευδές». O συντάκτης της FAZ, Michael Martens, επανήλθε και με ανάρτησή του στο τουίτερ, επέμεινε ότι δύο πηγές στο Βερολίνο επιβεβαίωσαν τις δηλώσεις Μητσοτάκη. Ακολούθησε νέα διάψευση της Νέας Δημοκρατίας.
Σχόλια για αυτό το άρθρο