Ο Νίκος Κουρής είναι δοσμένος ολοκληρωτικά με όλη του την ψυχή στο θέατρο. Άλλωστε αυτό υποστηρίζει και ο ίδιος: « Είμαι παιδί του θεάτρου, από εκεί ξεκίνησα, εκεί δουλεύω κυρίως -παρενθετικά στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο-, η “δεξαμενή” μου είναι το θέατρο». Γι’ αυτό κι έχει συνεργαστεί με πολύ σπουδαίους σκηνοθέτες και έχει πρωταγωνιστήσει σε σημαντικά έργα του παγκόσμιου, αλλά και του ελληνικού ρεπερτορίου.
Για να πω την αλήθεια δεν τον είχα γνωρίσει ποτέ από κοντά. Μου είχε κάνει όμως, εντύπωση, όταν τον πρωτοείδα στην ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου “Αυτή η νύχτα μένει” και θυμάμαι ότι τότε είχα πει χαρακτηριστικά: “Αυτό το παιδί έχει όλα τα προσόντα και τα φόντα για να πάει μπροστά και να γίνει ένας πολύ καλός ηθοποιός”. Και φυσικά δεν διαψεύστηκα . Η αφορμή της αποκλειστικής συνέντευξης μαζί του διττή . Αφ’ ενός – και κυρίως – ο καλοκαιρινός του ρόλος στην τραγωδία του Ευριπίδη “Ιππόλυτος”, που ανέβηκε από το Εθνικό θέατρο σε σκηνοθεσία της Λυδίας Κονιόρδου και αφ’ ετέρου το hit του περασμένου χειμώνα “Ο Πουπουλένιος” σε σκηνοθεσία του ευφυούς Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη, όπου υποδύεται έναν “γραφικό” αστυνομικό. Η παράσταση αυτή, όπως είναι γνωστό, σκίζει και “σπάει τα ταμεία”.
Όταν συναντηθήκαμε λοιπόν από κοντά για να μου μιλήσει γι’ αυτούς τους δύο συγκεκριμένους ρόλους του – και όχι μόνο – από την πρώτη κιόλας στιγμή και όσο ξεδιπλωνόταν και η συζήτηση μαζί του, διαπίστωσα ότι είχα να κάνω με ένα έντονα φιλοσοφημένο άτομο, παρά το νεαρό της ηλικίας του . Με έναν άνθρωπο της διανόησης, του πνεύματος, ο οποίος έχει εντρυφήσει πλήρως και ενδελεχώς στο αντικείμενο της δουλειάς του. Επίσης, έναν άνθρωπο που εκπέμπει θετική αύρα, γαλήνη και ηρεμία. Γιατί ο Νίκος Κουρής, ανήκει στους ελάχιστους εκείνους ηθοποιούς, που έγιναν ηθοποιοί όχι για να ικανοποιήσουν την προσωπική τους ματαιοδοξία ή για ν’ αποκτήσουν την εφήμερη λάμψη της αναγνωρισιμότητας, αλλά σε εκείνους που αγαπούν πραγματικά αυτό που κάνουν, αγαπούν την Τέχνη τους αυτή καθ’ εαυτή. Είναι ΗΘΟΠΟΙΟΣ με όλη τη σημασία της λέξης. Δίνει το “είναι” του κάθε φορά που ενσαρκώνει έναν ρόλο, γιατί γίνεται ένα με τον ρόλο, “μπαίνει στο πετσί του” , ντύνεται με αυτόν. Δεν παίζει απλά για να παίζει…
Ξέρει τί παίζει, πώς πρέπει να παίξει το ρόλο και για ποιό λόγο. Δεν τον διεκπεραιώνει τυπικά και μόνο. Και όλα αυτά, γιατί έχει θεατρική παιδεία, γνώσεις, και επιζητεί μέσω της Τέχνης του να προάγει τόσο τον εαυτό του όσο και την υποκριτική του δεινότητα. Όσον αφορά στην επιλογή της Λυδίας Κονιόρδου να τον επιλέξει και να του αναθέσει να υποδυθεί τον Ιππόλυτο, πιστεύω ότι ήταν απολύτως εύστοχη, γιατί βρήκε στο πρόσωπό του τον ιδανικό ερμηνευτή. Ο Ιππόλυτός του ήταν ευθύβολος και λόγο της εξωτερικής του εμφάνισης, αλλά και γιατί διαθέτει άριστα εκφραστικά μέσα. Έχει θεατρική στόφα, το εκτόπισμα που απαιτείται και προ πάντων φωνή. Απορώ, πως παίζουν οι περισσότεροι συνάδελφοί του αρχαίες τραγωδίες και αττικές κωμωδίες, χωρίς την απαραίτητη φωνή που χρειάζεται σε ανοιχτούς χώρους, όπως είναι τα αρχαία θέατρα. Θαύμασα έναν Ιππόλυτο τρυφερό, όταν έπρεπε, παραδομένο στην αθωότητα της νιότης του, αλλά και δραματικό και συνάμα δυναμικό, όταν το απαιτούσε η κορύφωση του ρόλου, ειδικά στο κρεσέντο του μονολόγου (εξαιρετικός σε όλους τους μονολόγους), λίγο πριν τον θάνατό του, με σωστό τονισμό, άρθρωση και στεντόρια φωνή. Αναφορικά με τον “Πουπουλένιο” του Μακ Ντόνα, ένα έχω να πω. Τρέξτε να τον δείτε, μια από τις καλύτερες παραστάσεις της τελευταίας πενταετίας που έχω παρακολουθήσει. Ο “δαιμόνιος” Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, “κέντησε” πραγματικά σε αυτό το έργο!
-Θεωρείς τον εαυτό σου τυχερό στην έως τώρα πορεία σου;
Αν πω, κατ’ αρχάς, ότι δεν ήμουν τυχερός, θα ήμουν άδικος προς το τυχαίο. Αν πω ότι ήταν το ταλέντο μου, δεν ξέρω τί είναι ταλέντο και σου λέω την αλήθεια. Αν πω ότι δούλεψα, δούλεψα πολύ και με υπευθυνότητα… Επίσης, συνάντησα κάποιους σημαντικούς ανθρώπους, το Χουβαρδά, το Βογιατζή, το Μαυρίκιο . Ακολούθησα, όμως, μια μορφή θεάτρου που δεν ήταν προσωπικής προβολής και δικής μου φιλοδοξίας να γίνω πρωταγωνιστής.
-Έχεις ερμηνεύσει σημαντικούς ρόλους μεγάλων συγγραφέων. Οι επιλογές ήταν αυστηρά δικές σου ή κάποιοι από αυτούς σου προτάθηκαν;
Όλοι οι ρόλοι που έχω παίξει , μου έχουν προταθεί. Αν, παραδείγματος χάρη, είχα τέσσερις προτάσεις, επέλεγα αυτή που μου άρεσε περισσότερο. Ό,τι έχω κάνει, μου το έχουν προτείνει. Είναι πολύ σπουδαίο πράγμα το να σε σκέφτεται κάποιος για κάτι. Και αυτό το σέβομαι και το εκτιμώ. Το θέατρο είναι προσωπική ιστορία. Το να σε σκεφτεί κάποιος στο δικό του ανέβασμα, είναι πολύ τιμητικό. Όπως, τον περασμένο χειμώνα, ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης στον “Πουπουλένιο” και φέτος το καλοκαίρι η Λυδία Κονιόρδου στον “Ιππόλυτο”.
-Επίσης, έχεις συνεργαστεί με πολύ σπουδαίους σκηνοθέτες. Ποιούς θυμάσαι με αγάπη; Με ποιους άλλους θα ήθελες να δουλέψεις;
Έχω δουλέψει με πολλούς σκηνοθέτες και σ’ αυτό ήμουν πολύ τυχερός. Η σχέση μου μαζί τους ήταν πάνω από τη δουλειά, ήταν ψυχικό το δέσιμο. Έχω καλές αναμνήσεις με όλους όσους έχω δουλέψει, ακόμη και με τον Γιόσι Βίλερ, τον Ελβετό σκηνοθέτη στον “Κλήρο του μεσημεριού” του Κλωντέλ. Για μένα ήταν μια πολύ σπουδαία παράσταση και εκείνος ένας πολύ σπουδαίος σκηνοθέτης. Με βοήθησε πολύ. Επίσης, με βοήθησαν πολύ, η Λυδία Κονιόρδου και ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης με τον τρόπο που μου εμπιστεύτηκαν τους ρόλους στα έργα που σκηνοθέτησαν. Υπήρχε μεγάλη ψυχική εμπιστοσύνη ανάμεσα στον Κωνσταντίνο και σε εμένα, γιατί είμαστε τελείως αντίθετοι χαρακτήρες. Στον «Πουπουλένιο», υπήρχε γενικά μια ψυχική εμπιστοσύνη όλων προς όλους! Αυτό είναι μεγάλη χαρά, όταν συμβαίνει στο θέατρο και όταν έχει ιδιαίτερη απήχηση στους θεατές και τέτοια μεγάλη ανταπόκριση.
-Πώς ήταν ο «Ιππόλυτος» της Λυδίας Κονιόρδου;
Η Λυδία (Κονιόρδου) έχει ένα δικό της τρόπο μουσικό και στο ανέβασμα και στον τρόπο που αντιλαμβάνεται την δραματουργία του έργου. “Ξεκλειδώνει” το έργο με την μουσική, η μουσική λειτουργεί ως αντίστιξη στην παράσταση και όχι συνοδευτικά. Είναι μέρος δηλαδή της δράσης, του τρόπου που διηγούμαστε την ιστορία. Αυτό απαίτησε πολύ σκληρή δουλειά. Γιατί, όλη η παράσταση ήταν ένα τρομερό κέντημα. Όσο θα παίζουμε, θα ενώνονται τα στοιχεία και η παράσταση θα μπορέσει να δώσει τη μαγεία, από την οποία είναι φτιαγμένη. Η παράσταση έχει μία “προσωπική ανάγνωση” της Λυδίας Κονιόρδου και είναι μοντέρνα, χωρίς όμως να “φωνάζει” ότι είναι μοντέρνα. Δεν είναι μοντερνίζουσα , είναι προσωπική και προφανώς μια ανάγνωση του σήμερα.
-Τι κάνει τις τραγωδίες να αντέχουν στο χρόνο;
Το τεράστιο ποιητικό τους ύψος. Είναι τεράστια έργα, όλα τα έργα και ας μην είναι όλα πιασάρικα και εμπορικά. Η δομή, το σασπένς και τα πράγματα που θίγει ο “Ιππόλυτος” είναι κάτι πολύ σπουδαίο. Ο Ευριπίδης ήταν πολύ μπροστά για την εποχή του. Το κάνει δε, με τρόπο τόσο λαϊκό, σαν επιθεώρηση. Βάζει την Αφροδίτη να αποκαλύψει την ιστορία του έργου, γιατί η ουσία δεν είναι η ιστορία, αλλά το πώς θα τη διηγηθείς. Η ιστορία είναι ένα αναγκαίο όχημα για να μπεις μέσα σε κάποια νοήματα.
-Ποια ανάγκη του ανθρώπου καλύπτει η τέχνη;
Την ανάγκη του ανθρώπου για ομορφιά, την ανάγκη να σου «ανοίξει» το πνεύμα, το μυαλό και την ψυχή. Η τέχνη έχει ένα αναγκαίο πρίσμα, μια σύμβαση με την οποία, χωρίς να κινδυνεύει, μπορεί να συλλάβει πράγματα που τον διέπουν, που δεν μπορεί να τα ονομάσει, αλλά να τα συλλάβει μέσω αυτής. Η τέχνη είναι μια κωδικοποίηση, και όσο πιο μεγάλος είναι ο καλλιτέχνης, τόσο μεγαλύτερη απήχηση έχει στον κόσμο.
-Έχω την εντύπωση ότι είσαι περισσότερο του θεάτρου, παρά της τηλεόρασης. Ισχύει αυτό;
Εκ των πραγμάτων αποδεικνύεται αυτό. Από το θέατρο βγήκα, στο θέατρο κυρίως είμαι και παρενθετικά κάνω τηλεόραση. Μου αρέσει, όμως, και η τηλεόραση και το σινεμά, το οποίο, αν γίνονταν με τις προδιαγραφές του εξωτερικού, θα ήθελα πιο πολύ να παίζω σε αυτό. Αλλά, η κύρια «δεξαμενή» μου είναι το θέατρο.
-Ο «Πουπουλένιος» του Μάρτιν Μακ Ντόνα πάει για δεύτερη σεζόν. Η επιτυχία του οφείλεται στο εξαιρετικό καστ ή στην ευφάνταστη σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη;
Νομίζω, ότι σε μια τόσο μεγάλη επιτυχία, ποτέ δεν ξέρεις σε τι μπορεί να οφείλεται αυτή. Το σίγουρο, πάνω από όλα, είναι το έργο και η συνάντηση των τεσσάρων μας (Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, Νίκος Κουρής, Γιώργος Πυρπασόπουλος, Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος), καθώς και ο τρόπος που το «είδε» ο Κωνσταντίνος. Ο Κωνσταντίνος έκανε το έργο πάρα πολύ ευθύβολο. Ενώ είναι ένα έργο πολύ ποιητικό και συγχρόνως δύσκολο ώστε να πλατειάσεις και να γίνεις μελοδραματικός, κατάφερε να βγάλει την ποίηση και το χιούμορ που είναι πολύ φλεγματικό και επέμενε πολύ σε αυτό, γιατί του άρεσε πολύ το χιούμορ που έχει. Το χιούμορ λειτουργεί ως ψυχική σωτηρία μέσα στο έργο. Αν δεν μπορείς να κάνεις χιούμορ, να αντιστρέψεις το άδικο της ζωής, την «έβαψες»… Αν καταφέρεις να βρεις αυτή την υποδιαστολή, βρίσκεις τρόπο να αντέξεις αυτήν την πραγματικότητα, που είναι σκανδαλώδης… Η ζωή είναι υπερβολικά άδικη και παράλογη πολλές φορές. Συμβαίνουν πράγματα που δεν μπορεί να τα χωρέσει ο νους σου. Ο «Πουπουλένιος» είναι ένα έργο για την ανάγκη της τέχνης. Ο Μακ Ντόνα μιλά στο έργο για την ανάγκη της αναγωγής της πραγματικότητας σε τέχνη. Και αυτό σε σώζει…
-Η ψυχή μας κατοικεί περισσότερο στα άνθη του κακού παρά κάπου αλλού;
Δεν ξέρω… Νομίζω, ότι τα άνθη του κακού είναι πάντα, εν πρώτοις, πιο γοητευτικά σαφώς. Αυτή είναι και η δουλειά τους, άλλωστε. Το θέμα είναι, αν μπορείς να βρει ηδονή και στα άνθη του καλού και αν μπορείς να τα “παντρέψεις” και τα δύο και να κάνεις τη ζωή πιο ενδιαφέρουσα. Το πιο σημαντικό είναι να εξελίσσεσαι για να μην βαρεθείς τον εαυτό σου…
-Γιατί αξίζει αυτή η ζωή;
Κατ’ αρχάς, γιατί η ζωή είναι ωραία!.. Αξίζει για τις ήττες, που εμένα μου αρέσουν πολύ, γιατί πεισμώνω και προσπαθώ ξανά, γιατί δεν είμαι σίγουρος για τον εαυτό μου. Και αυτό είναι κάτι που με ιντριγκάρει, γιατί χάνοντας τη σιγουριά του εαυτού μου, στη συνέχεια βρίσκω τη σωστή διάσταση του εαυτού μου με τον κόσμο… Η ζωή, επίσης, αξίζει για τη δημιουργία, για τη δυνατότητα που σου δίνει να ξεκινάς από την αρχή κάθε μέρα για όποιον το τολμάει φυσικά, για τον έρωτα, για την αγάπη, για την αλληλεγγύη ανάμεσα στους ανθρώπους. Και θεωρώ, ότι πάνω από όλα αξίζει , γιατί έχουμε τη συνείδηση ότι θα τελειώσει. Αυτή η συνείδηση και μόνο είναι μια τρομερή κινητήριος δύναμη η οποία κάνει τη ζωή επείγουσα. Με την έννοια ότι τα πράγματα πρέπει να γίνουν σήμερα, τώρα, γιατί αύριο μπορεί να μην προλάβεις… Αυτή η συνείδηση του τέλους, είναι η πηγή της δημιουργικότητας! Είναι ένα διηνεκές τέλος…
-Ποια είναι η σχέση σου με τη δημοσιότητα;
Η αλήθεια είναι ότι τη δημοσιότητα είναι δύσκολο να τη χειριστείς κάποιες φορές, αλλά είναι πολύ ωραίο πράγμα να νιώθεις ότι σε αγαπούν. Επίσης, είναι ωραίο πράγμα να δίνεις χαρά στους ανθρώπους, όπως εμείς οι ηθοποιοί. Τώρα πια το παραδέχομαι ότι γι’ αυτόν το λόγο έγινα ηθοποιός, για να με αγαπούν. Δεν μου αρέσει όμως να κάνω θέμα τον εαυτό μου, αλλά μόνο τη δουλειά μου. Κάποιοι συνάδελφοι είναι προσωποκεντρικοί. Εμένα μου αρέσει να «χάνομαι μέσα στους ρόλους μου και να μιλώ μέσα από αυτή την επίφαση». Αφορμή της συνέντευξης μαζί σου ήταν ο «Ιππόλυτος» και όχι ο Νίκος Κουρής. Το πρώτο μου υλικό δεν είναι ο Νίκος, αλλά το πρόσχημα του ρόλου και μέσα εκεί υπάρχει ο Νίκος.
-Ποια είναι τα επόμενα καλλιτεχνικά σου σχέδια;
Θα συνεχιστεί για δεύτερη σεζόν στο θέατρο ΑΘΗΝΩΝ ο «Πουπουλένιος» και ίσως το «Τάβλι» του Κεχαϊδη που έκανα μαζί με το Μάκη Παπαδημητρίου.
Σχόλια για αυτό το άρθρο