Στο roof garden ενός ιστορικού κτιρίου στο Μανχάταν πάνω στη θάλασσα με θέα στο Αγαλμα της Ελευθερίας, οι Νεοϋορκέζοι θα τρώνε σύντομα φαγκρί ψαρεμένο στο Αιγαίο – Ποιος είναι ο Ελληνοαμερικανός με τα 26 εστιατόρια που έκλεισε το deal, έχοντας όνειρο να κάνει Μύκονο τη γειτονιά της Wall Street. Μια απρόσμενη επίσκεψη κι ένα τυχαίο περιστατικό πριν από περίπου 6 χρόνια ήταν εκείνα που οδήγησαν στο υπερατλαντικό άνοιγμα του τοπ παραθαλάσσιου μπαρ-εστιατορίου «Nammos» της Μυκόνου. Τον Αύγουστο του 2008, την εποχή που ούτε ένα γκρίζο συννεφάκι δεν σκιάζει τη λιακάδα μιας έστω φαινομενικής ευμάρειας, στον κόλπο της Ψαρούς δεν πέφτει καρφίτσα. Στις ξύλινες ξαπλώστρες του «Nammos» με τα παχιά στρώματα γίνεται το αδιαχώρητο – κι ας χρειαζόταν τότε να πληρώσεις έως και 3.000 ευρώ τη σεζόν προκειμένου να έχεις το προνόμιο να βρίσκεσαι στις πρώτες σειρές, πάνω στο κύμα. Λεπτομέρειες, όμως, μπροστά στη ματαιοδοξία του φαίνεσθαι για όποιον ήθελε να συμπεριλάβει στο κοσμικό βιογραφικό του τη διάσημη εμπειρία των υπηρεσιών του «Nammos», εκείνων που το εκτόξευσαν στην κορυφή των καλοκαιρινών προορισμών του Ελληνα τότε – και όλων των φυλών του πλανήτη σήμερα.
Μέσα σε όλη αυτή τη συνήθη για το μέρος κοσμοσυρροή, ένας ώριμος άνδρας, άγνωστος στους Ελληνες θαμώνες αλλά πολύ γνωστός στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού, μαζί με τη σύζυγό του προσπαθούν να προσεγγίσουν τον χώρο του εστιατορίου. Κάτι που θυμίζει mission impossible για όποιον δεν έχει ιδέα τι εστί «Nammos» τα αυγουστιάτικα απογεύματα και δεν έχει φροντίσει να κάνει εγκαίρως κράτηση – όποιο κι αν είναι το βάρος του επωνύμου του.
Το ονοματεπώνυμό του, Χάρης Πουλακάκος, αν και άσημο στα καθ’ ημάς, αρκεί να το αναζητήσει κάποιος στο Google με λατινικούς χαρακτήρες για να αντιληφθεί την επιχειρηματική του βαρύτητα: ιδιοκτήτης 26 εστιατορίων στη Νέα Υόρκη, σε θέσεις-κλειδιά της μητρόπολης των μητροπόλεων. Λόγος βέβαια διόλου αρκετός για να εξασφαλίσει τραπέζι αφού λίγο πριν τη δύση στο εστιατόριο του «Nammos» δεν υπάρχει διαθέσιμη ούτε καρέκλα. Το γεγονός, αντί να τον απογοητεύσει, τον εξιτάρει και κεντρίζει την περιέργειά του. Επιστρέφει αποφασισμένος το επόμενο μεσημέρι έχοντας φροντίσει ωστόσο να κάνει κράτηση από την προηγουμένη. Παραγγέλνει, δοκιμάζει, απολαμβάνει. «Εδώ θα κάνουμε τον γάμο του Πέτρου (σ.σ.: ο γιος του)», αποφαίνεται ενώ ακόμα δεν έχει σερβιριστεί το επιδόρπιο. Η σύζυγός του δείχνει να συμφωνεί. Φεύγοντας θα πάρει μαζί του και μια κάρτα του μαγαζιού. Λίγους μήνες αργότερα, μέσα στον χειμώνα, θα επικοινωνήσει και θα αφήσει μήνυμα στον τηλεφωνητή του εστιατορίου. «Είμαι ο τάδε, τηλεφωνώ από Νέα Υόρκη, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μου το συντομότερο δυνατό». Ο ένας εκ των τριών ιδιοκτητών της επιχείρησης «Nammos», ο Αιγύπτιος σεφ Σάμι Ιμπραήμ, θα ανταποκριθεί στο μήνυμα.
«Θέλω να κάνω τον γάμο του γιου μου τον Απρίλη», θα του εξηγήσει ο Ελληνοαμερικανός επιχειρηματίας. «Θα είμαστε περίπου 140 άτομα». Το κόστος δεν φαίνεται να είναι πρόβλημα, καθώς ο επιχειρηματίας δεν μπαίνει καν στη διαδικασία να συζητήσει την τιμή. Συμφωνεί αμέσως και δεν συζητά ούτε για το μενού λέγοντας ότι αυτές οι λεπτομέρειες θα τακτοποιηθούν μία βδομάδα πριν από τον γάμο όταν θα βρίσκεται στην Ελλάδα. Μοναδική παράκληση, να φέρει εκείνος μερικές δεκάδες μπουκάλια εκλεκτά κρασιά από την κάβα των 10 εκατ. δολαρίων που διαθέτει στα εστιατόριά του.
Το γαμήλιο πάρτι θα πραγματοποιηθεί με μεγάλη επιτυχία και οι καλεσμένοι θα φύγουν από το νησί ενθουσιασμένοι. Ο Σάμι Ιμπραήμ θα επιστρέψει μάλιστα 10.000 ευρώ στον Χάρη Πουλακάκο, με το σκεπτικό ότι από τη στιγμή που ο τελευταίος είχε φέρει το κρασί και οι καλεσμένοι που παρευρέθησαν ήταν τελικά λιγότεροι από 140 δεν θα έπρεπε να πληρώσει το αρχικά συμφωνηθέν ποσό. Η κίνηση εντυπωσίασε τον Ελληνοαμερικανό επιχειρηματία και την εκτίμησε δεόντως. Οι δυο τους θα κρατήσουν τακτική επαφή και τέσσερα χρόνια αργότερα ο Αιγύπτιος μέτοχος του «Nammos» θα δεχτεί νέο μήνυμα στον τηλεφωνητή του: «Σε θέλω στη Νέα Υόρκη το συντομότερο, να συζητήσουμε για μπιζνες». Την 1η Αυγούστου 2012 ο Σάμι Ιμπραήμ βρίσκεται στα γραφεία της εταιρείας του κ. Πουλακάκου. Η συζήτησή τους θα είναι σύντομη, αλλά αρκετά ενδιαφέρουσα. «Θέλω να κάνουμε ένα “Nammos” εδώ. Εγώ βάζω τον χώρο και εσείς το μάνατζμεντ». Του δείχνει μάλιστα και το κτίριο στην οροφή του οποίου σκοπεύει να φιλοξενήσει το μυκονιάτικο εστιατόριο. Είναι το Battery Maritime Building το οποίο βρίσκεται στην κορυφή του Μανχάταν, στο τέλος της 10 South Street, λίγα τετράγωνα νότια της Wall Street, εκεί όπου χτυπά η καρδιά της οικονομίας της Αμερικής. Πρόκειται για ένα ιστορικό κτίριο που αποτελεί αφετηρία για τα πλοία που μπαρκάρουν από τη Νέα Υόρκη, ενώ απ’ όλες τις πλευρές του βλέπει στο Αγαλμα της Ελευθερίας.
Ο Σάμι Ιμπραήμ ενθουσιάζεται. Το ίδιο και οι συνέταιροί του Ζαννής Φραντζέσκος και Κωνσταντής Κουσαθανάς. Μία ακόμα από τις λεπτομέρειες της συμφωνίας είναι ότι ένας από τους τρεις θα πρέπει τον χειμώνα να βρίσκεται στη Νέα Υόρκη. Το deal ολοκληρώνεται και ο Αιγύπτιος σεφ προσκαλείται στο πάρτι του κ. Πουλακάκου με αφορμή την εκμίσθωση του Battery Maritime Building από το αμερικανικό κράτος για 99 χρόνια.
Ηδη απ’ αυτό το καλοκαίρι μια ομάδα του Ελληνοαμερικανού επιχειρηματία εγκαταστάθηκε στη Μύκονο και εργάστηκε στο «Nammos» για να μάθει τον τρόπο λειτουργίας του, ενώ κάποιοι από τους μόνιμους υπαλλήλους της επιχείρησης ετοιμάζονται να μεταναστεύσουν στη Νέα Υόρκη προκειμένου να εργαστούν στο νέο πρότζεκτ.
Το σκεπτικό είναι να προωθηθούν μέσω του «Nammos» τα ελληνικά προϊόντα στους Αμερικανούς πελάτες, ενώ θα υπάρχει και συνεργασία με Ελληνες ψαράδες ώστε τα ψάρια να έρχονται από τα δικά μας νερά και όχι από τον Ατλαντικό. Τη διακόσμηση και αρχιτεκτονική του χώρου έχει επιμεληθεί ο διάσημος σχεδιαστής Λάιονελ Οχέιον. Ο χώρος του ισογείου θα χρησιμοποιηθεί ως αίθουσα για events με χωρητικότητα 2.500 ατόμων, ενώ ο 1ος και 2ος όροφος θα μετατραπούν σε ξενοδοχείο με 61 δωμάτια. Το «Nammos Restaurant By the Sea», όπως θα είναι η πλήρης ονομασία του, αναμένεται να ανοίξει τις πόρτες του μέσα στο 2015 σε ημερομηνία που θα ανακοινωθεί σύντομα. Το κόνσεπτ του θα διατηρηθεί στο ακέραιο και το μόνο που αλλάζει είναι η έλλειψη ξαπλώστρας – ευτυχώς.
Το ναυάγιο για «Nammos» στην Αίγυπτο
Ο Ελληνοαμερικανός επιχειρηματίας δεν είναι ο μόνος που διέβλεψε την τεράστια δυναμική του μυκονιάτικου εστιατορίου. Το 2011, ένας Αιγύπτιος επιχειρηματίας που επισκεπτόταν τη Μύκονο σχεδόν κάθε καλοκαίρι και ήταν τακτικός θαμώνας του «Nammos» προσέγγισε μέσω του συμπατριώτη του Σάμι Ιμπραήμ τους δύο άλλους συνιδιοκτήτες προτείνοντάς τους να ανοίξουν το «Nammos» σε δημοφιλές παραθαλάσσιο θέρετρο της Αιγύπτου. Και τότε το πρότζεκτ ήταν δελεαστικό. Μία μόλις όμως εβδομάδα προτού πέσουν οι υπογραφές ξεκίνησε η επανάσταση.
Στις 11 Φεβρουαρίου ο αντιπρόεδρος Ομάρ Σουλεϊμάν ανακοινώνει την παραίτηση του Μουμπάρακ και την ανάληψη της εξουσίας από το Ανώτατο Συμβούλιο των Ενόπλων Δυνάμεων. Ο Χόσνι Μουμπάρακ φέρεται να φεύγει από το Κάιρο και να βρίσκεται στη θερινή του κατοικία στο θέρετρο Σαρμ Ελ Σέιχ, ενώ πολλοί προσκείμενοι στο καθεστώς επιχειρηματίες εγκαταλείπουν άρον άρον την Αίγυπτο. Μεταξύ αυτών και ο επιχειρηματίας που ήθελε να πάει το «Nammos» στην Αίγυπτο. Και έτσι το deal ναυάγησε.
Το «Nammos» της Νέας Υόρκης φέρει την υπογραφή του διάσημου σχεδιαστή Λάιονελ Οχέιον
Ο Αιγύπτιος που δημιούργησε τη «συνταγή» του Nammos
Οι περιπέτειες και η πορεία ζωής του 47χρονου σήμερα Αιγύπτιου Σάμι Ιμπραήμ θυμίζουν μια σύγχρονη Οδύσσεια. Το σίγουρο είναι ότι ο Αιγύπτιος που σήμερα είναι μέτοχος στο θρυλικό «Nammos» με την ένδοξη κοσμική ιστορία, το οποίο χρόνο με τον χρόνο γίνεται πιο γνωστό, δεν θα ξεχάσει ποτέ την ημερομηνία της 16ης Ιουλίου του 1987.
Τότε δηλαδή που ο 20χρονος Αιγύπτιος από το Κάιρο θα ξοδέψει όλες τις οικονομίες του για ένα αεροπορικό εισιτήριο με προορισμό την Αθήνα. Χωρίς επιστροφή. Στα χέρια του κρατά μια τουριστική βίζα με διάρκεια ισχύος ενός μήνα και μια βαλίτσα με τα εντελώς απαραίτητα: μια πιτζάμα και μια κούτα τσιγάρα για να τον συντροφεύει τις πρώτες του μέρες στην Αθήνα όπου βρίσκει στέγη στο διαμέρισμα ενός φίλου του, δίπλα στο ξενοδοχείο «Caravel». Αυτός ο φίλος ήταν που τον είχε παρακινήσει να έρθει στην Ελλάδα γιατί εκείνη την εποχή, όπως του εξήγησε σ’ ένα γράμμα, υπήρχαν πολλές και καλές ευκαιρίες.
Ο Σάμι Ιμπραήμ δεν είχε κάποια ειδικότητα, ούτε καν προϋπηρεσία στα 20 μόλις χρόνια του. Είχε μόνο τεράστια όρεξη για δουλειά. Την Ελλάδα την ήξερε μόνο μέσα από τα τραγούδια αραβόφωνων κινηματογραφικών ταινιών ενώ για κάποιον περίεργο -καρμικό ίσως- λόγο πάντα αισθανόταν ότι «κάτι υπάρχει γι’ αυτόν στη χώρα που γέννησε τη Δημοκρατία», όπως αναφέρει ο ίδιος.
Υστερα από μία βδομάδα παραμονής στη χώρα βρίσκει και την πρώτη του δουλειά, στο «Le Palmier», ένα από τα πιο γνωστά μαγαζία που συνδέθηκε αργότερα με χώρους διασκέδασης και εστιατορίων που άφησαν εποχή στην Αθήνα («Le Foyer», «Bora-Bora», «Mercedes», «Empire», «Βυθός», «Must», «Βαρελάδικο»).
«Εψαχναν για κάποιο παιδί στη λάντζα και έτσι άρπαξα την ευκαιρία και ξεκίνησα να δουλεύω», δηλώνει ο ίδιος στο «ΘΕΜΑ». «Μέσα σε 20 μέρες έγινα βοηθός μάγειρα χωρίς ωστόσο να ξέρω να βράζω ούτε δύο αυγά. Μάλλον εκτίμησαν το γεγονός ότι ήξερα από γεύσεις».
Οι μέρες περνούν, η βίζα του εκπνέει και εκείνος καλείται να αποφασίσει τι θα κάνει με τη ζωή του. Η απόφασή του είναι θέμα δευτερολέπτων. Η επιστροφή του στο Κάιρο μετατίθεται για κάποια άλλη στιγμή στο μέλλον, ενώ εξακολουθεί να εργάζεται στην κουζίνα του «Le Palmier» για περίπου 1,5 χρόνο. Ζώντας παράνομα πλέον στην Ελλάδα, αποφεύγει να κινείται σε πολυσύχναστες περιοχές όπου παραμονεύει η Αστυνομία. Αγοράζει βιβλία μαγειρικής και πέφτει με τα μούτρα στο διάβασμα, έχοντας πλέον κατασταλάξει ότι αυτός είναι ο χώρος που τον ενδιαφέρει και θέλει να δραστηριοποιηθεί. Οσα χρήματα βγάζει ως βοηθός μάγειρα τα ξοδεύει δοκιμάζοντας διαφορετικές γεύσεις σε άλλα εστιατόρια όπου πηγαίνει ως θαμώνας. Διψά για μάθηση και νέες εμπειρίες. Κάποια στιγμή αφήνει το «Le Palmier» και πιάνει δουλειά στην κουζίνα του πιο κλασικού και comme il faut «Taboo» στην περιοχή του Χίλτον. Αλλο πελατολόγιο, άλλες παραστάσεις, νέες εμπειρίες. Τα καλοκαίρια τον βρίσκουν στην Κω να εργάζεται σε εστιατόρια του νησιού μέχρι και το Πάσχα του 1991 όπου ταξιδεύει στη Μύκονο για να συναντήσει το ίδιο φιλικό του πρόσωπο που τον παρότρυνε να έρθει στην Ελλάδα. «Πήγα για μία εβδομάδα διακοπές, όπως έκαναν τόσοι άλλοι τότε», θυμάται ο 47χρονος σήμερα Αιγύπτιος σεφ. «Πήγα για μία εβδομάδα και κάθισα συνολικά δέκα καλοκαίρια», προσθέτει.
Ο Σάμι Ιμπραήμ παραδέχεται ότι η ταβέρνα «Νίκος» στη Χώρα, όπου άρχισε να δουλεύει ως βοηθός μάγειρα έπειτα από παράκληση του ιδιοκτήτη της καθώς δεν έβρισκε άνθρωπο να καλύψει το κενό, ήταν για τον ίδιο το μεγαλύτερο σχολείο της ζωής του. Ηταν το σκαλοπάτι που τον μετέφερε σε ανώτερο επίπεδο και το έναυσμα για να αναζητήσει την τύχη του στα καλύτερα μαγαζιά της Αθήνας όχι πια ως βοηθός, αλλά ως σεφ.
O Ζαννής Φραντζέσκος (αριστερά) και o Κωνσταντής Κουσαθανάς, οι δύο άλλοι συνιδιοκτήτες του «Nammos», ενθουσιάζονται με το deal του Σάμι Ιμπραήμ. Ενας από τους τρεις θα πρέπει να βρίσκεται τον χειμώνα στη Νέα Υόρκη για να τρέχει την επιχείρηση, όπως αναφέρεται ρητά σε μία ακόμα από τις λεπτομέρειες της συμφωνίας
Τον χειμώνα του 1996 κλείνει στο «Caprice» στο Κολωνάκι. Είναι το μπαρ-εστιατόριο, αδερφάκι του ιστορικού μπαρ της Μυκόνου, που προκαλεί αίσθηση στην πόλη και αλλάζει τα δεδομένα στον χάρτη της διασκέδασης. Στα απογευματινά πάρτι που οργανώνει γίνεται το αδιαχώρητο και όλες οι φυλές της πόλης φρενιάζουν χορεύοντας στα τραπέζια χωνεύοντας T-bone steaks και λαχταριστούς λουκουμάδες, τα δύο δημοφιλή πιάτα του εστιατορίου.
Στο «Caprice» γνωρίζει και τον άνθρωπο με τον οποίο αργότερα θα πορευτεί επαγγελματικά σε επιχειρηματικό επίπεδο. Είναι ο δεύτερος από τους τρεις μετόχους του «Nammos», ο Ζαννής Φραντζέσκος, ο οποίος εκείνη την εποχή δουλεύει στην μπάρα του καταστήματος. Η γνωριμία τους συνδέεται με ένα ακόμα σημαντικό για εκείνον γεγονός: αποκτά επιτέλους την πράσινη κάρτα και από παράνομος γίνεται νόμιμος.
«Επιτέλους αρχίζω να ταξιδεύω στο εξωτερικό, στην Ιταλία και την Ισπανία, για σεμινάρια μαγειρικής. Πάντα σκεφτόμουν πώς να εμπλουτίσω τις γνώσεις μου αποκτώντας ταυτόχρονα νέες εμπειρίες», διηγείται στο «ΘΕΜΑ».
Στο «Caprice» μένει για τρεις συνεχείς χειμώνες. Μέχρι που το 2001 παίρνει την απόφαση να τολμήσει το πρώτο του επιχειρηματικό βήμα. Ανοίγει στη Μύκονο το δικό του μαγαζί, το «La Casa», ένα εστιατόριο που λειτουργεί μόνο τον χειμώνα και απευθύνεται ως επί το πλείστον στους ντόπιους. Εναν χρόνο μετά και ενώ η φήμη του καταστήματος είχε αρχίσει να εξαπλώνεται, ένα ατύχημα με μια φιάλη υγραερίου οδηγεί στην καταστροφή. Το «La Casa» γίνεται παρανάλωμα του πυρός. Εκείνο το πρωινό, θυμάται ο Σάμι Ιμπραήμ, υπήρχε ένας Μυκονιάτης που μπήκε μέσα στη φωτιά και τράβηξε τη φιάλη έξω από το μαγαζί για να αποφευχθεί ακόμα μεγαλύτερη καταστροφή: «Ηταν ο Κωνσταντής Κουσαθανάς. Την επόμενη χρονιά μάλιστα ήρθε και μου ζήτησε δουλειά στο “La Casa”. Του πρότεινα να συνεταιριστούμε. Ετσι το μαγαζί πήγε ακόμα καλύτερα. Τότε ήρθε ο Ζαννής και μας έκανε την πρόταση να τον ακολουθήσουμε στο “Nammos”».
Μάλιστα το μερίδιο του Σάμι σ’ αυτό το νέο επιχειρηματικό σχήμα θα το βάλει η μητέρα του Κωνσταντή Κουσαθανά. «Ηταν θέμα εμπιστοσύνης», σημειώνει ο Αιγύπτιος σεφ.
Το «Nammos» ανοίγει, αλλά μια δυσάρεστη έκπληξη περιμένει τον Σάμι. Σπάει το πόδι του και για έξι μήνες το βάζει σε γύψο. Αναγκάζεται να δουλέψει έχοντας το πόδι του πάνω σε σκαμπό.
«Αν υπάρχει κάτι για το οποίο θα έπρεπε να αισθάνομαι χαρούμενος σήμερα δεν είναι αυτό που κατάφερα να πετύχω, αλλά η διαδρομή μου ως εδώ», απαντά στο ερώτημα για το ποιο θεωρεί ότι είναι το μυστικό της επιτυχίας που τον οδήγησε από το μηδέν στην κορυφή. Και εξηγεί: «Ολα όσα έχουμε πετύχει μπορούν να διαλυθούν μέσα σε μια νύχτα. Οσα όμως έζησα, γεύτηκα και είδα όλα αυτά τα χρόνια δεν μπορούν να διαγραφούν ποτέ από τη μνήμη μου». Οπως φαίνεται οι εμπειρίες ζωής του Σάμι Ιμπραήμ συνεχίζονται εντονότερες. Αυτή τη φορά με φόντο το Αγαλμα της Ελευθερίας, στην κορυφή του Μανχάταν.
protothema.gr
Πηγή: mykonospress.gr
Σχόλια για αυτό το άρθρο