Γνώρισα την Αρετή Γκόρντον για πρώτη φορά, στην παρουσίαση του βιβλίου της Θυμάμαι τη Βίκυ Μοσχολιού το 2010 στη Μεγάλη Βρετανία. Μέσα στη συγκίνησή της από τη μεγάλη προσέλευση του κόσμου, ξέχασε να ευχαριστήσει τον Θανάση Λασκαρίδη που της παραχώρησε την καλύτερη αίθουσα του ξενοδοχείου και όλο το βράδυ αναρωτιόταν πώς το έκανε αυτό. Κάθε φορά που θα συναντηθούμε, θα μου πει πάντα την ίδια ιστορία . Όταν της τηλεφώνησα να της ζητήσω να μου μιλήσει για τη Βίκυ Μοσχολιού, μου απάντησε με την χαρακτηριστική ελληνοαμερικανική προφορά της: Ό,τι είχα να πω για τη Βίκυ, τα έγραψα όλα στο βιβλίο μου, τί άλλο να πω; Βρεθήκαμε στο Ιβιλάι, ένα καταπληκτικό εστιατόριο στη Νέα Ερυθραία, όπου πήγαινε πολύ συχνά με τη Βίκυ, ήταν ένα από τα στέκια τους. Καθίσαμε στο ίδιο τραπέζι που καθόντουσαν πάντα, κάναμε ένα μοναδικό φαγοπότι και τελικά,η συνάντησή μου μαζί της, απέδειξε ότι η Αρετή είχε πολλά να πει για τη ζωή της με τη Βίκυ.
Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΠΡΙΝ ΤΗ ΒΙΚΥ.
Με τη Βίκυ είχαμε γεννηθεί την ίδια χρονιά, την περνούσα 8 μέρες. Κάποιες φορές της έλεγα: Να μ΄ακούς, είμαι μεγαλύτερή σου και γελούσαμε. Γεννήθηκα το 1943, σε πολιτεία της Νέας Υόρκης, τέσσερις ώρες από το Μανχάταν, βόρεια προς τον Καναδά. Ένα πανέμορφο μέρος με λίμνες, υπέροχο. Όλα τα ονόματα στην περιοχή είχαν ελληνικές ρίζες, είχαμε ένα κέντρο για σκι που το έλεγαν Ελληνική κορφή, ή πόλεις με ελληνικά ονόματα, όπως Ιθάκη, Συρρακούσες και άλλα. Η καταγωγή των γονιών μου ήταν από τη Σπάρτη, οι αδελφές μου κι εγώ γεννηθήκαμε έξω. Από μικρή είχα τρέλα με τη μουσική, από μόνη μου. Άκουγα τους δίσκους του πατέρα μου που είχε φέρει μαζί του από την Ελλάδα, με τις ώρες. Ρεμπέτικα, λαικά, καντάδες, αλλά και Νίκο Μοσχονά, το βαρύτονο της όπερας. Υπήρχε δηλαδή ελληνική μουσική στο σπίτι, από εμένα. Έκανα μαθήματα πιάνο, έφτιαξα και μια δική μου ορχήστρα, είχα τρέλα, μανία. Ελληνικά έμαθα από τη θεία μου, αδελφή του πατέρα μου, που έμενε πολύ κοντά μας και από τον πατέρα μου. Εκείνος όμως δούλευε πολύ, έφευγε στις 8 το πρωί και γύριζε στις 10 το βράδυ. Στο χωριό ήταν μόνο τρεις ελληνικές οικογένειες και δεν είχαμε εκκλησία. Δεν μεγάλωσα με το κανονικό Ελληνοαμερικανικό στυλ. Πηγαίναμε κάθε Κυριακή στην εκκλησία, αλλά ήταν μία ώρα δρόμος και δεν μπορούσαμε να μένουμε για το ελληνικό σχολείο το μεσημέρι, να κάνουμε ελληνικά μαθήματα. Έτσι, με τη θεία μου, τους γονείς μου και τη μουσική, έμαθα ελληνικά.
Στην Ελλάδα ήρθα πρώτη φορά το 1949, με τη μητέρα μου και τις αδελφές μου, με πλοίο. Όταν έφευγε το καράβι από τη Νέα Υόρκη, τότε έπιασε πανικός τη μητέρα μου που σκεφτόταν πού πάει με μικρά παιδιά, μετά τον πόλεμο, στην πατρίδα, με τις νάρκες μέσα στη θάλασσα. Ευτυχώς δεν έγινε τίποτα. Ήρθαμε να δούμε τη γιαγιά μου, που δεν μας είχε δει ποτέ από τη γέννησή μας. Καθίσαμε 4 μήνες να μας δούνε όλοι οι συγγενείς της μαμάς μου και γυρίσαμε πίσω. Δεύτερη φορά, ήρθα το 1954, για τέσσερις μήνες πάλι, με τους γονείς μου μαζί. Ο πατέρας μου ήταν άρρωστος και ήρθαμε να δει την Ελλάδα, που είχε να έρθει 22 χρόνια. Ήθελε να αγοράσει ένα σπίτι στη Φιλοθέη ή στο Ψυχικό. Είχε όνειρα να γυρίσει εδώ, αλλά ο Θεός είχε άλλα όνειρα. Τον έχασα όταν ήμουν 15 χρονών. Μετά τις σπουδές μου, η μητέρα μου με πίεζε να έρθω ξανά στην Ελλάδα, να δω τους συγγενείς μας. Η γιαγιά μου, της μητέρας μου η μαμά, ήταν η αδελφή του Πέτρου Μπακάκου, που ίδρυσε το φαρμακείο.Οι συγγενείς μας λοιπόν, ερχόντουσαν στην Αμερική όλη την ώρα, έμεναν στο σπίτι μας και τους γνωρίζαμε πολύ καλά. Οι αδελφές μου ερχόντουσαν στην Ελλάδα, η μητέρα μου έλεγε συνέχεια: Σειρά σου να πας. Με είχε πρήξει! Εμένα δεν με τράβαγε να έρθω, να κάνω τόσα εξοδα, ήθελα να τακτοποιηθώ με τη ζωή μου. Για να της κάνω το χατήρι, καλοκαίρι του 1969 ήρθα για τρίτη φορά. Και ερωτεύτηκα τα πάντα! Τότε αποφάσισα να έρθω στην Ελλάδα και ό,τι δουλειά βρω να την κάνω. Ήρθα ξανά το 1970 για ένα χρόνο, αλλά έμεινα ως τώρα.
Το περιοδικό Τhe Athenian, με τη συνέντευξη που έδωσε η Βίκυ στην Αρετή. Κυκλοφόρησε Δεκέμβριο του 1977 και όλη η συνέντευξη είναι στα αγγλικά, αφού το περιοδικό ήταν αγγλόφωνο και κυκλοφορούσε και στο εξωτερικό. Το εξώφυλλο του συγκεκριμένου τεύχους, είχε σχεδιάσει ο Αλέκος Φασιανός.
Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΗ ΒΙΚΥ.
Είναι καλοκαίρι του 1977. Γράφω στο περιοδικό Athenian, και την ημέρα της γιορτής μου, 17 Ιουλίου της Αγίας Μαρίνας (Αρετή-Μαρίνα με βαφτίσανε) βρέθηκα με την παρέα μου στο αναψυκτήριο της Μαρίνα Ζέας που έκανε λίγες εμφανίσεις εκεί, η Βίκυ Μοσχολιού. Τρελάθηκα με την υπέροχη φωνή της! Της μίλησα στο τέλος και της ζήτησα να μου δώσει συνέντευξη για το περιοδικό. Δέχτηκε και με κάλεσε να πάω να την ακούσω στη Νεράιδα το επόμενο Σάββατο. Αυτό ήταν. Δεθήκαμε τόσο πολύ εκείνο το καλοκαίρι, που αυτό άλλαξε τη ζωή μου για πάντα. Της έκανα και τη συνέντευξη για το περιοδικό, που βγήκε Δεκέμβριο. Τότε υπήρχαν οι φήμες για το χωρισμό της και όλοι στο γραφείο με ρωτούσαν αν θα χωρίσει. Άρχισα να λέω ψέμματα, ότι δεν ξέρω, γιατί δεν ήθελα να πω τίποτα. Σεβάστηκα τη Βίκυ και η Βίκυ εμένα. Ποτέ δεν ένιωσα κατώτερη από τη Βίκυ. Η κάθε μία είχε τη θέση της.
Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΜΕ ΤΗ ΒΙΚΥ.
Η Βίκυ είχε κοπέλες που καθάριζαν το σπίτι, νταντάδες, αλλά μέχρι εκεί. Δεν ήταν φίλες της. Με μένα, βρήκε τα πάντα, έγινα το δεξί της χέρι και η καλύτερή της φίλη. Της οργάνωσα όλο το αρχείο, με τις φωτογραφίες και τα αποκόμματα. Δεν είχε χρόνο να τα φτιάξει όλα αυτά. Καθόμουν κάθε βράδυ και σιγά σιγά, προσπαθούσα να τα βάλω σε σειρά. Επειδή μεγάλωσα στην Αμερική, πολλά πρόσωπα στις φωτογραφίες δεν τα ήξερα. Έπρεπε να πετύχω τη Βίκυ σε καλή διάθεση για να τη ρωτήσω τα ονόματά τους, γιατί η Βίκυ δεν με βοηθούσε μ΄αυτά. Κατόρθωσα όμως να το φτιάξω.Ήταν χρήσιμο και για την ίδια και για τη δουλειά της. Όταν συγκέντρωσα όλα της τα τραγούδια και της τα έδειξα, κατάλαβε πόσο σημαντικά ήταν τα τραγούδια που είχε πει. Και θυμόταν όλους τους στίχους, ακόμα και των πρώτων της τραγουδιών. Τη ρωτούσαν συχνά ποιό τραγούδι ήταν το αγαπημένο της και έλεγε: Αν έχεις πέντε παιδιά, μπορείς να ξεχωρίσεις κάποιο; Είναι όμως ένα τραγούδι που ξεχωρίζω, γιατί μου άλλαξε τη ζωή, το Χάθηκε το φεγγάρι.
Αυτόγραφα της Βίκυς Μοσχολιού από τρεις δεκαετίες. Η επαφή που είχε με τον κόσμο, και ειδικά με τη νεολαία, ήταν μοναδική
ΣΧΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΕΣ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ
Η Βίκυ δεν είχε σχέση φιλική, εκτός από τη δουλειά, με κανένα καλλιτέχνη και αυτό την έσωσε από πολλά πράγματα. Δεν πήγαινε στα καζίνο μετά τη δουλειά, ούτε στα μπαράκια, ούτε έπινε. Μόνο ένα φραπέ πριν βγει στην πίστα. Ωστόσο, λάτρευε και εκτιμούσε πολλούς καλλιτέχνες και συναδέλφους. Τον Δημήτρη Παπαδημητρίου, το Μανώλη Μητσιά, το Μίκη Θεοδωράκη, το Ζαμπέτα, το Γρηγόρη Μπιθικώτση, το Γιώργο Μακράκη τον παραγωγό της, το Γιάννη Σπανό. Αγαπούσε πολλούς και όταν τους συναντούσε σε συναυλίες και εκδηλώσεις, έβλεπες την αμοιβαία αγάπη. Είχε και κάποιους καλλιτέχνες που ήταν λιγότερο αγαπητοί. Φυσικό δεν είναι; Είχε πολύ ωραίες συνεργασίες. Δεν σου λέω για παλιά, γιατί δεν τα έζησα. Αυτές που έζησα εγώ μαζί της, κάποιες από τις αγαπημένες της ήταν με το Γιώργο Κατσαρό, με το Γιάννη Σπανό, που ήταν και η τελευταία της δουλειά μαζί του, τα Δειλινά με Διονυσίου, Σακελλαρίου, Μητσιά και το Ζούμ με τον Κώστα Χατζή. Δεν είχαν φιλικές σχέσεις πριν, τον πήρε τηλέφωνο μια μέρα να συνεργαστούν και τον κάλεσε στο σπίτι. Έρχεται λοιπόν, ο Κώστας με ένα κουτί γλυκά και το χαμόγελό του. Αμέσως αγαπηθήκαμε οι τρεις μας. Η Βίκυ και ο Κώστας ήταν στην ίδια συχνότητα. Είχαν το ίδιο χιούμορ και έκαναν κάθε βράδυ πλάκες στα καμαρίνια. Πολλές φορές σκέφτομαι ότι αν ζούσε η Βίκυ θα ήταν ωραίο να δούλευαν ξανά μαζί…
Η φωνή της Μοσχολιού είχε πολύ δύναμη και εκείνη είχε τον τρόπο να τη χρωματίζει σε κάθε τραγούδι. Η Μαρινέλλα έλεγε: Αν η Βίκυ τραγουδήσει τον τηλεφωνικό κατάλογο, θα σε κάνει να κλαις. Στη φωτογραφία ντυμένες ως αδελφές Τατά, παρωδία του τραγουδιού του Μάνου Χατζιδάκι, για τις εμφανίσεις τους το καλοκαίρι του 1985.
Πίστευε πολύ στο σχήμα και ήθελε να δουλεύει με τα πρώτα ονόματα,γιατί έτσι γίνοταν καλύτερη κι εκείνη. Την ένοιαζε η καλή συνεργασία και οι ομαλές συνθήκες δουλειάς. Ποτέ δεν δέχτηκε να χαμηλώσουν τα μικρόφωνα στα νέα παιδιά και όταν κάποιος δημιουργούσε προβλήματα, έμπαινε μπροστά και το ξεκαθάριζε αμέσως. Γι΄αυτό οι συνεργασίες που την πίκραναν, ήταν με καλλιτέχνες που φέρθηκαν άσχημα μέσα στη δουλειά.
Αγαπημένες της δουλειές ήταν όλες οι σεζόν στο Ζυγό. Ο Ζυγός ήταν ο πιο αγαπημένος της χώρος, μαζί με το Hyatt Regency Theater της Θεσσαλονίκης, που της πήγαινε πολύ. Σαν να ήταν στο εξωτερικό. Ήχος και φώτα ήταν τα καλύτερα που είχαμε δουλέψει ποτέ. Επίσης, αγαπημένος χώρος ήταν το Αllegro.
Eξώφυλλο από το γάμο της, Πρωτομαγιά του 1967. Το νυφικό ήταν δώρο του περιοδικού Ντομινό. Ο γάμος έγινε στην μητρόπολη και πάνω από τριάντα χιλιάδες άνθρωποι, είχαν μαζευτεί μέσα και έξω από την εκκλησία. Την επόμενη μέρα, η Βίκυ πλήρωσε 15.000 δραχμές για ζημιές που είχαν γίνει στο ναό.
Εξώφυλλο του 1970, λίγους μήνες πριν η Αρετή εγκατασταθεί μόνιμα στην Ελλάδα. Οι ζωές τους δεν είχαν συναντηθεί ακόμα.
Η ΒΙΚΥ ΚΑΙ ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ
Όποτε η Βίκυ ρωτούσε τη γνώμη μου, τη συμβούλευα. Έλεγα τη γνώμη μου χωρίς να την επηρρεάζω. Κρατούσα τις ισορροπίες. Δεν ήμουν ο άνθρωπος που θα την έσπρωχνε να κάνει κάτι που δεν ήθελε. Όταν τη γνώρισα, είχε προβλήματα στο γάμο της. Της είπα να δώσει μια ευκαιρία ακόμη για να τον σώσει. Αλλά είχαν φτάσει στο απροχώρητο. Στενοχωρήθηκε πολύ με το διαζύγιο, της κόστισε. Έκανε κι άλλες σχέσεις μετά. Ποτέ όμως δεν βρήκε αυτό που ήθελε στις σχέσεις της. Δεν είχε ποτέ κανέναν να ακουμπήσει επάνω του.
Σχόλια για αυτό το άρθρο