Ο ΤΑΖ παρακολουθεί την απέλπιδα προσπάθεια ενός μεγάλου στούντιο και ενός μεγάλου σκηνοθέτη να δώσουν ζωή στο θρυλικό κινούμενο σχέδιο.
Μα τι συμβαίνει με τον Τιμ Μπάρτον; Μα τι συμβαίνει με τη Disney; Δύο τα ερωτήματα. Ο κάποτε εμβληματικός σκηνοθέτης με τον ιδιαίτερο, συναισθηματικό και γοτθικό ονειρόκοσμο έχει πολλά χρόνια (με εξαίρεση τον Frakenweenie) να σκηνοθετήσει μια ταινία που να δικαιολογεί το όνομα του. Κι αν στη θεωρία η απόφαση του να σκηνοθετήσει το live action remake ενός από τα πιο κλασσικά κινούμενα σχέδια της Disney, φαινόταν πολλά υποσχόμενη το αποτέλεσμα δεν τον δικαιώνει. Η αδηφάγα Disney από την άλλη έχει ξεαπαυτωθεί να μετατρέψει σε live action όλη της την ταινιοθήκη αδιαφορώντας παντελώς για το όποιο συναίσθημα και κοιτάζοντας μόνο το χρήμα. Ο Ντάμπο είναι το εμβληματικό ελεφαντάκι με τα τεράστια αυτιά που μπορεί να πετάξει αλλά ζει μέσα στη μελαγχολία από τη στιγμή που αποχωρίζεται τη μητέρα του.
Βρισκόμαστε στην Αμερική του 1919 και ο ιδιοκτήτης του παρακμιακού πλέον τσίρκο Μέντιτσι (Ντάνι Ντε Βίτο) ποντάρει όλα τα λεφτά του στην αγορά μιας ελεφαντίνας περιμένοντας την να γεννήσει ένα ελεφαντάκι για να το χρησιμοποιήσει ως ατραξιόν. Όμως το ελεφαντάκι που γεννιέται έχει τεράστια αυτιά και τον Μέντιτσι τον πιάνει απελπισία μέχρι τη στιγμή που καταλαβαίνει ότι ο Ντάμπο μπορεί να πετάξει και τον κάνει κύρια ατραξιόν. Ο αδίστακτος μεγαλοεπιχειρηματίας Βεντεβέρε (Μάικλ Κίτον) με ερωμένη του την πάντα εντυπωσιακή Εύα Γκριν, θα αγοράσει το τσίρκο του Ντε Βίτο και μαζί και τον Ντάμπο, μεταφέροντας τους σε ένα υπερλουσάτο πάρκο ψυχαγωγίας ενώ ο Χόλντ Φάριελ (Κόλιν Φάρελ) παλιό αστέρι του τσίρκου ως αναβάτης αλόγων που έχασε όμως το ένα του χέρι στον πόλεμο, με τα δύο πιτσιρίκια του θα κάνουν ότι μπορεί για να καλυτερέψει τις ημέρες του Ντάμπο.
Το αποτέλεσμα κινηματογραφικά δεν έχει το παραμικρό συναισθηματικό αντίκτυπο πέρα από το θέαμα και μοιάζει κατά λάθος σκηνοθετημένο από τον Μπάρτον. Όλα μοιάζουν με μια μηχανική κατασκευή στην ταινία προορισμένη για μια νέα γενιά παιδιών, χωρίς ίχνος από τη φαντασία τον παλμό και την ευαισθησία του σκηνοθέτη, σε μια ταινία από την οποία βγαίνεις εντελώς απαθής. Σε μια ιστορία από τις πιο συγκινητικές της Disney που το τελευταίο που περιμένεις να πάθεις είναι να βγεις απαθής. Είναι πραγματικά σαν το στούντιο, να έχει ευνουχίσει το ιδιαίτερο βλέμμα του σκηνοθέτη κι εκείνος από την πλευρά του να βαριέται μολονότι πετάει σπόντες στην παντοκρατορία της Disney στο χώρο του θεάματος.
Κρίμα που το πανέμορφο υγρό βλέμμα του εξαιρετικά σχεδιασμένου Nτάμπο δεν μπορεί να κάνει υγρά και τα δικά σου μάτια. Πάνω από όλα όμως κρίμα η τεμπελιά του Τιμ Μπάρτον που δεν καταφέρνει να αφήσει το στίγμα του σε ένα σενάριο με παραλλαγές από την αυθεντική ταινία. Σε ένα χώρο, αυτό του τσίρκου που από μόνος του είναι ότι πρέπει για να ξεσαλώσει η δημιουργικότητα του συγκεκριμένου σκηνοθέτη, Με τον ίδιο εγκλωβισμένο σαν ζώο του τσίρκου και την απαράμιλλη κάποτε φαντασία του πολυεπίπεδου μυαλού του, αυτήν την τρέλα που κάποτε σε παρέσυρε στις ονειροφαντασίες του, στατικό πλέον να κουβαλάει σαν όνομα ένα θρύλο που δεν μπορεί να τον επιβεβαιώσει. Η μαγεία δεν εξασφαλίζεται με χρήματα και σίγουρα δεν κατοικεί σε αυτήν την ταινία που αποτελεί ένα βαρετό μονοδιάστατο θέαμα.
Βαθμολογία: Γ
Σχόλια για αυτό το άρθρο