H Eλένη Ζαφειρίου σφράγισε τον ελληνικό κινηματογράφο με το ρόλο της μάνας αν και η ίδια δεν γνώρισε ποτέ τη βιολογική της μητέρα. Έπαιξε σε πάνω από 100 ταινίες και στις περισσότερες υποδύθηκε την μάνα. Ποιος δεν θυμάται την Ελένη Ζαφειρίου στον Κατήφορο, στην Κυρά μας την μαμή, στη Θεία από το Σικάγο, στο Κορίτσι με τα μαύρα, στο Τελευταίο ψέμα, στο Νόμο 4000, στο Ξύπνα Βασίλη, στην Υπολοχαγό Νατάσα, στα Ανήσυχα νιάτα και πόσες άλλες ακόμα… Ποια όμως ήταν η ταινία που την καθιέρωσε στο ρόλο της μάνας που έπαιξε με τόση μεγάλη επιτυχία στο σινεμά;
Θα γυρίσουμε πίσω το χρόνο και θα ταξιδέψουμε στο 1951, στη χρονιά που η Ελένη Ζαφειρίου κάνει την πρώτη εμφάνισή της στη μεγάλη οθόνη και θα δούμε το παρασκήνιο της «Πικρό Ψωμί» που έμελλε να γίνει σταθμός στον ελληνικό κινηματογράφο -καθώς θεωρείται η πρώτη νεορεαλιστική ταινία- και σταθμός στην καριέρα της Ελένη Ζαφειρίου.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Το “Πικρό Ψωμί” σκηνοθετεί ο Γρηγόρης Γρηγορίου. Περιγράφει τα μεταπολεμικά αδιέξοδα στις φτωχογειτονιές της Αθήνας και καταγράφει με τρόπο ρεαλιστικό τα συντρίμμια της κατοχής στην Ελλάδα. Πρόκειται για την τρίτη κινηματογραφική ταινία του Γρηγορίου. Προηγήθηκαν οι ταινίες «Κόκκινος Βράχος» και «Θύελλα στο Φάρο» τις δυο προηγούμενες χρονιές αντίστοιχα. Το σενάριο βασίστηκε σε μια ιδέα που είχε ο σκηνοθέτης με θέμα τις προσπάθειες μιας φτωχής οικογένειας να σπουδάσει τα παιδιά της. Εκείνα τα χρόνια η εκπαίδευση ήταν με πληρωμή ακόμα και στα δημόσια σχολεία.
Αφορμή ήταν μια εικόνα που είδε, σε ένα στενό της οδού Μαυρομιχάλη, σε ένα γιαπί. Χτίστες ήταν σκαρφαλωμένοι στη σκαλωσιά και κάτω στο δρόμο ένας λόφος από λάσπη που την ανακάτευε ένας πιτσιρίκος, περίπου στην ηλικία των δέκα χρόνων. Αντί το παιδάκι αυτό να κάθεται σε ένα θρανίο και να μαθαίνει γράμματα, εργαζόταν στο γιαπί. Μοιράστηκε την εικόνα αυτή και την ιδέα που είχε με την σύντροφο του και ηθοποιό Ίντα Χριστινάκη και μαζί έγραψαν την ιστορία.
Το στόρι
Η οικογένεια Λυμπέρη ζει σε μια αυλή. Ο πατέρας είναι οικοδόμος ενώ η μητέρα πλένει ρούχα. Έχουν τρεις γιους. Ο μεγαλύτερος, ο Αντώνης, είναι ανάπηρος, έχει χάσει και τα δύο του χέρια από γερμανική χειροβομβίδα. Τον φροντίζει η μάνα του.
Ο δεύτερος είναι ο Γιάγκος που παράτησε το σχολείο για να βρει δουλειά. Είναι δύστροπος, ασυμβίβαστος και δεν στεριώνει πουθενά. Όλες οι ελπίδες της μάνας, που καλλιεργούσε το άπιαστο όνειρο να σπουδάσει έστω ένα από τα παιδιά της, ακουμπάνε στο μικρότερο τον Φωτάκη.
Η μάνα θα αγωνιστεί με λύσσα για να καταφέρει να τελειώσει το γυμνάσιο ο μικρότερος γιος της. Όμως, ο ήδη άρρωστος πατέρας, ζαλίζεται μια ημέρα στη σκαλωσιά, πέφτει στο γιαπί και σκοτώνεται. Ο Γιάγκος έχει πάρει τη θέση του νεκρού πατέρα του στην οικοδομή, αλλά τα λεφτά δεν αρκούν για να χορτάσουν τα τέσσερα στόματα.
Στη γειτονιά ζει με τον πατέρα της και η Λουίζα, μια όμορφη κοπέλα, την οποία και τα δύο μεγάλα αδέρφια την αγαπούν. Ενώ τα χέρια της μάνας παραλύουν από αρθριτικά, ο μεγαλύτερος αδερφός σε μια στιγμή απελπισίας διαπιστώνει πως είναι βάρος στους δικούς του και αυτοκτονεί. Όταν πεθαίνει και ο πατέρας της Λουίζας, εκείνη φεύγει για την Παλαιστίνη βυθίζοντας στη θλίψη τον Αντώνη. Ο μικρός Φωτάκης δεν θα μπορέσει να συνεχίσει το σχολείο, υποκύπτει στις πιέσεις του αδερφού του και η σκληρή ανάγκη τον οδηγεί στο μεροκάματο και στο γιαπί.
Έτσι το όνειρο της μάνας θα μείνει ανεκπλήρωτο.
Η αναζήτηση για παραγωγό και το καστ
Σε αναζήτηση για παραγωγό διαβάζουν το σενάριο, ένα βράδυ στη βεράντα του ρετιρέ του Παναγιώτη Δαδήρα, ενός από τους παλαιότερους παραγωγούς και ιδρυτή της «Ολύμπια Φιλμ». Ο ίδιος δεν φάνηκε να ενθουσιάζεται λέγοντας «Πολλοί θάνατοι βρε παιδάκι μου». Δυο μέρες αργότερα ο γιος του Ντίμης Δαδήρας, και μετέπειτα σκηνοθέτης, τον βρίσκει και του λέει πως θέλει ο πατέρας του να ξανακούσει το σενάριο. Στο γραφείο του αυτή τη φορά, στην πλατεία Κάνιγγος που έγινε η ανάγνωση, παρών ήταν και ο ηθοποιός Μιχάλης Νικολόπουλος, στενός φίλος του παραγωγού, ο οποίος συγκινήθηκε και επηρέασε τον Δαδήρα θετικά. Στην πορεία υπέγραψαν τα συμβόλαια, με τον Νικολόπουλο να καπαρώνει το ρόλο του πατέρα.
Το ρόλο της Λουίζας θα κρατούσε η Ίντα Χριστινάκη, το ρόλο του Αντώνη ο Άλκης Παππάς ενώ τον Γιάγκο θα ενσάρκωνε ο Στράτος Φλώρος μαθητής του Κουν στη σχολή. Το ρόλο του πατέρα της Λουίζας, τον επονομαζόμενο ως Άρχοντα, που ήταν μικρός και βουβός, όμως σημαντικός και δύσκολος, δεν δεχόταν κανένας καρατερίστας να τον ενσαρκώσει. Και τότε δέχτηκε ο Κύπριος ηθοποιός και πολύ δημοφιλής εκεί, Νίκος Παντελίδης, που βρισκόταν στην Ελλάδα για προσωπικές του δουλειές.
Για το ρόλο του μικρού δοκίμασαν τουλάχιστον είκοσι παιδιά αλλά κανένα δεν ικανοποιούσε τις απαιτήσεις του σκηνοθέτη. Ώσπου βρέθηκε ο Αλέκος Κουρής που διέθετε «ένα έξυπνο μουτράκι και δυο μάτια που βγάζανε σπίθες και υποκριτική φυσικότητα» κατά τον σκηνοθέτη. Συμπτωματικά ο μικρός πήγαινε στο ίδιο σχολείο που είχε διαλέξει ο Γρηγορίου για τα εξωτερικά γυρίσματα κάτι που θεωρήθηκε σημάδι.
Για το ρόλο της μάνας ο σκηνοθέτης ήθελε την ηθοποιό Βάσω Μεταξά για την οποία είχαν γράψει το ρόλο στα μέτρα της. Πρόκειται για μια πολύ σπουδαία θεατρίνα, απόφοιτη του Θεάτρου Τέχνης, με μεγάλη σταδιοδρομία στο θέατρο και στο ραδιόφωνο αλλά σήμερα δεν είναι ευρέως γνωστή. Η Μεταξά δεν έπαιξε τελικά την μάνα γιατί ζήτησε πολλά χρήματα. Τόσα που ο Δαδήρας δεν το συζήτησε καν. Την παρουσία της στον κινηματογράφο την έχουμε σε μόλις τρεις ταινίες: «Ερωτικές ιστορίες» (1959), «Χωρίς ταυτότητα» (1963) και «Εγκατάλειψη» (1965).
Η ευκαιρία της Ελένης Ζαφειρίου
Έτσι ο δρόμος άνοιξε για την σπουδαία Ελένη Ζαφειρίου την οποία τους πήγε ο Νικολόπουλος. Σύμφωνα με τον Γρηγορίου κανένας δεν την ήξερε ως ηθοποιό, η αμοιβή όμως που ζήτησε ήταν κάτω και από τα μισά της Μεταξά και έτσι πήρε το ρόλο. Χωρίς να ενθουσιάζει αυτή η εξέλιξη τον σκηνοθέτη κάτι που τον διέψευσε στην πορεία. Ο ίδιος παραδέχτηκε ότι η Ζαφειρίου αποδείχτηκε μια ιδανική μάνα και η ταινία αυτή στάθηκε αφορμή να δημιουργήσει μια λαμπρή σταδιοδρομία. Ο λόγος που δεν την ήθελαν ήταν ότι την θεωρούσαν πολύ νέα (ήταν μόλις 34 ετών) για να παίξει την μάνα με γιο σε ηλικία στρατιώτη. Η ίδια η Ελένη Ζαφειρίου τους ζήτησε να της κάνουν δοκιμαστικό και τους είπε πως «στο θέατρο παίζω μεγάλες γυναίκες και όχι ενζενί λόγω της ηλικίας μου».
Την επόμενη ημέρα ντυμένη με φόρεμα της μητέρας της και έχοντας βάλει λίγο άσπρο στα μαλλιά της και πιάνοντας τα κότσο, κάνει το δοκιμαστικό εντυπωσιάζοντας τον σκηνοθέτη και την Χριστινάκη. Η πορεία της μεγάλης μας ηθοποιού είναι γνωστή και συνεχίστηκε την ίδια κιόλας χρονιά καθώς την είδε ο Φιλοποίμην Φίνος και συνεργάστηκε μαζί της αμέσως στην ταινία «Νεκρή Πολιτεία».
Η Ελένη Ζαφειρίου θεωρείται η «Εθνική μάνα» του ελληνικού κινηματογράφου ενώ είναι η γυναίκα ηθοποιός με την μεγαλύτερη συμμετοχή σε ελληνικές ταινίες που ξεπερνούν τις 105 εμφανίσεις.
Πρωταγωνιστεί σε 20 ταινίες του Νίκου Ξανθόπουλου και σε 23 ταινίες παραγωγής της Φίνος Φιλμ, που αποτελεί αριθμό ρεκόρ για την εταιρία. Στον απολογισμό της ζωής της η Ελένη Ζαφειρίου δήλωνε πως «χάρη στο πικρό ψωμί, έφαγα γλυκό ψωμί στη ζωή μου».
Η εμπλοκή του Φίνου
Και ενώ το καστ είναι πλέον έτοιμο, οι πρόβες έχουν ξεκινήσει, κανένας ηθοποιός δεν έχει πάρει προκαταβολή ούτε υπογράψει συμβόλαιο και τα γυρίσματα αργούν να ξεκινήσουν. Στην πιάτσα είχε διαδοθεί ότι πρόκειται να γυριστεί για πρώτη φορά «αριστερή ταινία» φουντώνοντας το ενδιαφέρον των παραγωγών.
Ο φίλος του Γρηγορίου, Γιάννης Νισσύριος, που υπήρξε βασικός χρηματοδότης του Φίνου εκείνη την εποχή, διαβάζοντας το σενάριο συγκλονίζεται. Επίμονα του ζητά να γυριστεί η ταινία στον Φίνο, που διαθέτει τα τεχνικά μέσα για την αρτιότητα του φιλμ.
Στο δωματιάκι του Φίνου στην οδό Στουρνάρα, ο Φιλοποίμην ακούγοντας το σενάριο ενθουσιάζεται και ζητά να γυριστεί η ταινία με τον όρο όμως το ρόλο της Λουίζας να υποδυθεί η Σμαρούλα Γιούλη. Ο Γρηγορίου αρνείται πεισματικά να συμβεί αυτό καθώς εκτός της ηθικής δέσμευσης που αισθανόταν απέναντι στην Χριστινάκη, που έγραψε το ρόλο για να παιχτεί από την ίδια, θεωρούσε ότι της ταίριαζε περισσότερο από την Γιούλη. «Η Σμαρούλα μέχρι τότε έπαιζε, με αναμφισβήτητη επιτυχία, λαϊκά κορίτσια της γειτονιάς γεμάτα από υγεία, αλλά με μια μικροαστική νοοτροπία και την Λουίζα δεν τη θέλαμε λαϊκό κορίτσι γειτονιάς».
Παρά τις προσπάθειες του Νισσύριου να μεταπειστούν κανένας δεν άλλαξε θέση και έτσι δεν υπήρξε συμφωνία. Η συνάντηση όμως μαθεύτηκε με αποτέλεσμα ο Δαδήρας στο φόβο να γυρίσει ο Φίνος την ταινία όρισε ημερομηνία έναρξης των γυρισμάτων.
Τα γυρίσματα
Τα γυρίσματα ξεκίνησαν στις 22 Νοεμβρίου του 1950 από τα εξωτερικά πλάνα, κρατούν σχεδόν ένα μήνα χωρίς να ολοκληρωθούν λόγω της κακοκαιρίας που ξεκίνησε τότε. Για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε στην Ελλάδα διευθυντής φωτογραφίας δίπλα σε οπερατέρ. Για πρώτη φορά σε ταινία του έχει και βοηθό ο Γρηγορίου. Βοηθός του υπήρξε ο Ντίνος Κατσουρίδης. Η γειτονιά και η αυλή της οικογένειας ήταν στα Αναφιώτικα στην Πλάκα ένα παμπάλαιο ξύλινο διώροφο ετοιμόρροπο σαν την καλύβα του Καραγκιόζη.
μπροστά μια μικρή πλατειούλα και γύρω χαμόσπιτα ξεχασμένα από τον χρόνο. Εκεί γυρίστηκαν όλες οι εξωτερικές σκηνές που αφορούσαν τη γειτονιά και την οικογένεια. Πολλές σκηνές γυρίστηκαν με φυσικό τρόπο.
Σε μια σκηνή η μάνα αποφασίζει να πουλήσει τις βέρες της σε κάποιο σαράφικο της οδού Περικλέους απέναντι από το χρηματιστήριο, η μηχανή κρύφτηκε σε ένα αυτοκίνητο και η Ζαφειρίου πλησίασε τον υπαίθριο σαράφη και πούλησε στα αλήθεια τις βέρες. Μόνο όταν τελείωσε η λήψη ο σαράφης κατάλαβε πως έπαιζε χωρίς να το ξέρει σε ταινία και μουρμούρισε πως του έφαγαν τον χρόνο του άσκοπα.
Το ίδιο συνέβη και με τη σκηνή που ο Γιάγκος πουλάει σκόρδα έξω από τη λαχαναγορά.
Ο καραγκιοζοπαίχτης Ευγένιος Σπαθάρης έπαιξε αληθινά ένα βράδυ για τα παιδιά της γειτονιάς και η σκηνή γυρίστηκε ρεαλιστικά με δυο κάμερες. Μια πίσω από το πανί και μία μπροστά.
Τα εσωτερικά γυρίσματα, που ήταν λίγα, πραγματοποιήθηκαν σε μια παλιά αποθήκη στις Τρεις Γέφυρες που είχε μετατραπεί σε πλατό και μάλιστα με στούντιο επεξεργασίας φωνοληψίας. Ξεκίνησαν να γίνονται από τα μέσα Ιανουαρίου του 1951. Όταν κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων συνέβη ένα απρόοπτο και τραγικό γεγονός.
Το γεγονός που άλλαξε τα γυρίσματα
Ο Στράτος Φλώρος, γεννημένος το 1931, ήταν σπουδαστής στη Σχολή του Θεάτρου Τέχνης. Είχε ένα ιερό πάθος για το θέατρο. Και τον θεωρούσαν ανερχόμενο ζεν πρεμιέ. Είχε πάρει μέρος, ως σπουδαστής, σε μια ιστορική παράσταση για το ελληνικό θέατρο. Ο Κάρολος Κουν την θεατρική περίοδο 1949 – 1950 ανεβάζει στο θέατρο Κοτοπούλη, το κλασικό πλέον αριστούργημα του Άρθουρ Μίλερ «Ο θάνατος του εμποράκου».
Η παράσταση ανεβαίνει, με μουσική γραμμένη από τον Μάνο Χατζιδάκι, πολύ γρήγορα μετά την αμερικάνικη παγκόσμια πρεμιέρα και πριν την κινηματογραφική του μεταφορά. Στην παράσταση συμμετέχει ο Φλώρος δίπλα στους Βασίλη Διαμαντόπουλο, Μελίνα Μερκούρη, Βάσω Μεταξά, Αντιγόνη Βαλάκου, Λυκούργο Καλλέργη, Δημήτρη Νικολαϊδη κ.α. Εκεί τον είδαν ο Γρηγορίου με την Χριστινάκη και του ανέθεσαν το ρόλο του Γιάγκου στην ταινία τους.
Ένα βράδυ στα μέσα Ιανουαρίου γυρίζουν μια σκηνή όπου σύμφωνα με την εξέλιξη της ταινίας ο μικρός Φωτάκης υποτίθεται πως αρρωσταίνει. Αισθάνεται δυνατούς πόνους στο κεφάλι που όλο και δυναμώνουν. Ο γιατρός διαπιστώνει πως το παιδί έχει μηνιγγίτιδα. Κατά τη διάρκεια που ο σκηνοθέτης προσπαθεί να δείξει στον μικρό πως θα παίξει τη σκηνή, το μάτι του πιάνει τον Φλώρο να βρίσκεται ξαπλωμένος σε έναν καναπέ του ντεκόρ και με μισόκλειστα μάτια να μουρμουρίζει «Το κεφάλι μου, το κεφάλι μου».
«Νόμιζα πως το έκανε για να δείξει στο μικρό πως να παίξει και θύμωσα γιατί το θεώρησα επέμβαση στη δουλειά μου. Εκείνος όμως ισχυριζόταν πως στα αλήθεια αισθανότανε δυνατό πονοκέφαλο». Και ενώ η σκηνή γυρίζεται τελικά ο Φλώρος στο μεταξύ είχε πέσει σε κώμα. Τον πήγαν σηκωτό στο σπίτι του.
Την επόμενη ημέρα στο νοσοκομείο διαπιστώθηκε ότι έχει φυματιώδη μηνιγγίτιδα που εκείνη την εποχή σήμαινε αναπόφευκτο θάνατο. Σε δύο ημέρες πέθανε.
Όπως ήταν φυσικό συγκλονίστηκαν όλοι από το ξαφνικό θάνατο του νεαρού ηθοποιού όχι μόνο για το γεγονός αλλά και για την εξέλιξη των γυρισμάτων της ταινίας. Εκείνη την εποχή το κόστος δεν επέτρεπε την αντικατάσταση του ηθοποιού και το γύρισμα των σκηνών ξανά από την αρχή. Αν η ταινία δεν ολοκληρωνόταν, θα σήμαινε και οικονομική καταστροφή για τον Δαδήρα. Σε συσκέψεις αναφέρθηκε από τον παραγωγό να εξαφανίσουν το ρόλο στην συνέχεια της ταινίας αλλά αυτό δεν ήταν δυνατόν γιατί είχε ήδη γυριστεί η σκηνή του φινάλε. Η λύση ήρθε από την Χριστινάκη που σκέφτηκε να βρουν έναν ηθοποιό που να μοιάζει στο σουλούπι του Φλώρου και να παίξει με την πλάτη. Πράγματι ο ηθοποιός του Εθνικού θεάτρου και συμμαθητής της Στέλιος Παπαδάκης είναι ο ηθοποιός που αντικατέστησε στα πλάνα αυτά τον Στράτο Φλώρο παίζοντας με την πλάτη, η σε λήψεις μακρινές και σε σκοτεινές γωνίες. Αρκετοί χαρακτήρισαν τις σκηνές αυτές ως τις καλύτερες και πιο ατμοσφαιρικές της ταινίας. Στο ντουμπλάζ που ακολούθησε τον Ιούνιο τη φωνή στο ρόλο έδωσε ο Γιώργος Φούντας.
Η λογοκρισία και το διαφορετικό φινάλε
Βρισκόμαστε δύο χρόνια μετά τον εμφύλιο και η κατάσταση στην Ελλάδα έχει καθημερινά φαινόμενα με υποθέσεις στρατοδικείων, με επιτροπές ασφαλείας, με φακέλους, με έκτακτα μέτρα κτλπ. Και η λογοκρισία ήταν παντοδύναμη. Όποιος τολμούσε να γράψει ή να δείξει κάτι που είχε σχέση με πείνα, δυστυχία, κοινωνική αδικία αμέσως γραφόταν στο μαυροπίνακα των υπόπτων και συχνά λάμβανε κλήσεις για εξηγήσεις στα αστυνομικά τμήματα. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων ο Γρηγορίου είχε στα χέρια του την προσωρινή «Άδεια λήψεως κινηματογραφικών σκηνών», με την οποία μπορούσε να αποφύγει τα προβλήματα διακοπής ή ακόμη και σύλληψης από αστυφύλακες, όχι όμως να προβάλει την ταινία. Η επιτροπή τελικά έδωσε την άδεια για προβολή και έτσι οργανώθηκε ένα πρωινό του Σάββατο μια ανεπίσημη πρεμιέρα με προσκλήσεις στο «Αττικόν».
Το κοινό στο τέλος της προβολής είναι ενθουσιασμένο και συγκινημένο μέχρι τη στιγμή που ένας δημοσιογράφος κυκλοφόρησε την είδηση πως η ταινία παραπέμπεται στη «Δευτεροβάθμια Επιτροπή Ελέγχου Κινηματογράφου» με αποτέλεσμα να επικρατήσει πανικός. Την επομένη ημέρα η εφημερίδα «Προοδευτική Αλλαγή» δημοσιεύει στην τελευταία σελίδα της την είδηση ενώ καταγγέλλει την κυβέρνηση και στέκεται ανοιχτά στο πλάι των δημιουργών της ταινίας. Όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, η είδηση ήταν απλές διαδόσεις ενδεικτικό του κλίματος φόβου και καχυποψίας που επικρατούσε εκείνη την εποχή.
Αφορμή στάθηκε η φράση που λέει ο Γιάγκος στον Άρχοντα «… Όσο θα γίνονται πόλεμοι, τόσο θα πληθαίνουν οι κουλοί και οι σακάτηδες», προσπαθώντας να τον πείσει να κατασκευάσει ένα μηχάνημα για να μπορεί να διαβάζει ο κουλός αδερφός του. Στην ουσία πρόκειται για ένα φιλειρηνικό μήνυμα του σκηνοθέτη. Η επιτροπή τελικά επέτρεψε την προβολή της ταινίας χωρίς περικοπές.
Στη συνέχεια όταν το φιλμ το καλοκαίρι του 1952 ζητήθηκε από τη Σοβιετική Ένωση, η λογοκρισία απαίτησε να αλλάξει το σενάριο και ο μικρός γιος να εμφανίζεται να συνεχίζει το σχολείο, προκειμένου «να μην εκτεθεί η Ελλάδα στους κομμουνιστές». Αφού προστέθηκε ένας επίλογος από τον Γρηγορίου άσχετος με το όλο έργο και γυρίστηκαν οι συμπληρωματικές σκηνές, η ταινία ήταν έτοιμη προς εξαγωγή, αλλά τελικά οι Σοβιετικοί δεν την ζήτησαν. «Μια μέρα πήρα το αρνητικό της ταινίας και έκοψα αυτόν το γελοίο επίλογο, τον κομμάτιασα και τον έριξα στα σκουπίδια. Δεν ξέρω αν κάποιος θεατής πρόλαβε να δει αυτό το τερατώδες φινάλε» σημείωσε ο σκηνοθέτης.
Πρεμιέρα και απόηχος
Η ταινία προβλήθηκε σε πρώτη προβολή τη Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου σε τρεις κινηματογράφους. «Ρεξ», «Πάνθεον», «Άστορ». Oι κριτικοί της εποχής στον ημερήσιο τύπο, ως προς το συνολικό αποτέλεσμα, εμφανίστηκαν διχασμένοι. Υπήρξαν ενθουσιώδεις κριτικές αλλά και μετριοπαθείς έως και σκληρές.
Συνολικά ολόκληρη την εβδομάδα έκοψε 33.824 εισιτήρια και κατετάγη στην 12η θέση ανάμεσα σε 15 ταινίες της σαιζόν 1951-1952.
Η ταινία θεωρήθηκε εμπορική αποτυχία. Ένας σοβαρός λόγος ήταν πως προβλήθηκε τη χειρότερη εβδομάδα όλης της σαιζόν. Την εβδομάδα πριν από τα Χριστούγεννα.
Με δεδομένο όμως πως στις πρώτες θέσεις εισιτήρια έκοψαν οι παραδοσιακές ταινίες μελό αλλά και οι φαρσοκωμωδίες καθώς και οι ταινίες «Νεκρή πολιτεία» και «Ζαϊρα» απέτυχαν εισπρακτικά, δείχνει ότι το κοινό δεν μπόρεσε να ακολουθήσει τη σαφή πρόθεση των παραγωγών εκείνων που ήθελαν να δείξουν κάτι καινούριο και να ξεφύγουν από τα στερεότυπα.
Ένας λόγος ακόμη είναι πως οι εργαζόμενοι της χώρας δεν πήγαν να δουν την ταινία. Τις έννοιες και τις σκοτούρες τις ζούσαν καθημερινά. Στον κινηματογράφο πήγαιναν για να ξεχάσουν και όχι για να θυμηθούν. Και δικαίως.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι πως λίγες ημέρες μετά ο Γρηγόρης Γρηγορίου, ο Ντίμης Δαδήρας και ο Ανδρέας Ζησιμάτος είναι έξω από τον κινηματογράφο «Ρεξ» όπου και προβάλλεται η ταινία. Τελειώνοντας η προβολή πλησιάζει ο Ζησιμάτος έναν θεατή που είχε την εμφάνιση εργάτη ρωτώντας τη γνώμη του.
Εκείνος του απαντά «Σαχλαμάρες… Δεν είχε καμιά πλάκα. Θα κλάψεις τα λεφτά σου», βάζει τα χέρια στις τσέπες και φεύγει. Με το «Πικρό ψωμί» πάντως αρχίζει η σύγκρουση των Ελλήνων κινηματογραφιστών με το επίσημο κράτος σε θέματα ιδεολογικού περιεχομένου και ο αγώνας για την ελευθερία στην έκφραση που κράτησε (;) για πολλές δεκαετίες.
Η ταινία έχει καταφέρει από το 1951 που γυρίστηκε μέχρι και σήμερα 70 χρόνια μετά, να μπει στη σφαίρα του μύθου και αποτελεί μια τομή για τον ελληνικό κινηματογράφο. Έχει χαρακτηρισθεί ως η πρώτη νεορεαλιστική ταινία του ελληνικού κινηματογράφου, παρόλα αυτά ο ίδιος ο Γρηγορίου δεν υιοθέτησε την άποψη.
«Αν ο χαρακτηρισμός ενός έργου τέχνης γίνεται από ειδικούς μικροβιολόγους που είναι εντεταλμένοι να καταγράφουν στα κιτάπια τους τις ταινίες και να τους κολλάνε ετικέτες, τότε φυσικά το Πικρό ψωμί ανήκει στην κατηγορία του νεορεαλισμού και θα ήμουν ο τελευταίος που θα αρνιόταν έναν τέτοιο χαρακτηρισμό.
Αν, όμως, ένα κινηματογραφικό έργο, καθορίζεται κυρίως από την πρόθεση που έχει εκείνος που το φτιάχνει,
τότε οπωσδήποτε το Πικρό ψωμί δεν είναι ταινία νεορεαλιστική, γιατί όταν το γύριζα μόνο τον ιταλικό νεορεαλισμό δεν είχα πρότυπο. Τόσο η νοοτροπία όσο και η αισθητική μου ταίριαζαν περισσότερο με το γαλλικό κινηματογράφο του μεσοπολέμου και ιδιαίτερα με τις ταινίες του Ρενουάρ και του Καρνέ, και οι δικές τους εικόνες λειτουργούσαν υποσυνείδητα σε όλο το γύρισμα της ταινίας. Αν εξαιρέσει κανείς τις σκηνές που γύρισα στους δρόμους οι άλλες μόνο νεορεαλιστικό ύφος δεν θυμίζουν. Οι τεχνικές ατέλειες της ταινίας δεν ήταν σκόπιμες εμείς προσπαθήσαμε να βγει άρτια η ταινία. Για αυτό ευθύνεται το εργαστήριο και η αφηρημάδα του τεχνικού που ξεχνούσε το κόκκινο φίλτρο της ημέρας στα νυχτερινά γυρίσματα. Αν όλες οι συγκυρίες καταλήξανε στο να δώσουνε στο Πικρό ψωμί μια ιδιαιτερότητα στη μορφή αυτό ήταν ένα εντελώς τυχαίο γεγονός για το οποίο δεν ευθύνομαι καθόλου».
Η ταινία δυστυχώς δεν προβάλλεται συχνά από την τηλεόραση και ειδικά από τα ιδιωτικά κανάλια.
Για την ιστορία η ταινία προβλήθηκε ξανά στο «Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης» στις 19 Σεπτεμβρίου 1966, ξανά στις 5 Νοεμβρίου 1999 και πάλι ξανά στις 23 Νοεμβρίου 2005.
Προβλήθηκε, επίσης, μέσω της «Ταινιοθήκης Της Ελλάδος» στις 2 Δεκεμβρίου 2009.
Έγινε μία ακόμη προβολή στο «Ίδρυμα Μιχάλη Κακογιάννη» στις 4 Δεκεμβρίου 2010.
Επίσης τον Ιούνιο του 2014 προβλήθηκε σε κόπια 35mm από τη συλλογή της Ταινιοθήκης στο 16ο Φεστιβάλ Νιτρικής Κυτταρίνης της Ταινιοθήκης Βελιγραδίου (Jugoslovenska Kinoteka).
https://www.youtube.com/watch?v=DoR_z–CHNk&t=4261s
Σχόλια για αυτό το άρθρο