Την πρώτη φορά που αντίκρυσα τη Μύκονο ήταν ένα βράδυ, Πάσχα του 1983.Φτάναμε με το πλοίο- πλοίο δεν θα το αποκαλούσες εύκολα, μάλλον θαλασσοπνίχτη -ονόματι “Χρυσή Αμμος”. Είχαμε αράξει στο κατάστρωμα για αέρα και οικονομία. Κουνούσε φριχτά .. Η παρέα ήταν ντυμένη με ρούχα Taverniti.Το μπλε ελεκτρίκ είχε την τιμητική του μαζί με τις βάτες, τα ξασμένα μαλλιά και το “Last night a dj saved my life”. Αυτό το κομμάτι έπαιζε και στο Remezzo ,το ωραιότερο club όλων των εποχών , την στιγμή που μπαίναμε στο λιμάνι. Εκπληκτικό κλαμπ. Με τις δύο εισόδους, ουρές απέξω, τη θέα, τις ξένες καλλονές, το σικ κόσμο και το Μάκη Ζουγανέλη με την παρέα του στο καλύτερο τραπέζι. Καθόμασταν ντυμένες με έθνικ φουφούλες και χαζεύαμε τους “μεγάλους”.Ο Μανώλης Κονιωτάκης φορούσε μαύρα αεροδυναμικά γυαλιά -την επομένη χρονιά βγήκαν τα Raybans- και ένα κιμονό μισάνοιχτο να φαίνεται το καλογυμνασμένο του στέρνο. Δεν ήταν πολλοί οι στρέιτ που γυμνάζονταν τότε..
Το νησί αυτό το ερωτεύτηκα κανονικά από την πρώτη στιγμή που το αντίκρυσα. Το χα μέχρι και πόστερ στο δωμάτιό μου, δίπλα στο David Bowie. Από τότε εκεί περνάω όλα τα καλοκαίρια της ζωής μου. Αν και έχω φτάσει πολλές φορές στο σημείο να το εγκαταλείψω , η δαιμονιστική του ενέργεια, το φως και γενικά η αύρα του καταφέρνουν να με κρατούν ακόμα φυλακισμένη.
Θυμάμαι το Ζάχο Χατζηφωτίου που αναπολούσε τα ωραία παλαιότερα χρόνια. Είχε δίκιο. Κάθε πέρισι και καλύτερα. Το ίδιο κάνω κι εγώ. (Γράφω στο πρώτο πρόσωπο γιατί μιλάμε για μία μακροχρόνια σχέση όπου υπάρχει ένας έρωτας μεγάλος).Η Μύκονος ήταν επιλογή μου. Από τότε που πάτησα το πόδι μου ήξερα πως εκεί θα ήταν πάντα ο αγαπημένος μου προορισμός. Την έχω υπερασπιστεί σε όλους τους κομπλεξικούς που την έβριζαν και μετά έρχονταν και δεν ξεκολλούσαν. Στη Μύκονο έχω κάνει τα πρώτα μου πάρτι, έχω πιεί τον πρώτο χυμό ροδάκινο- τότε τόσο της μόδας-, έχω γιορτάσει την ανεξαρτησία μου, έχω κάνει ατελείωτα ξενύχτια, έχω δει τα χειρότερα παραδείγματα ανθρώπινης ματαιοδοξίας- μαθήματα προς αποφυγή, έχω περάσει καρδιοχτύπια, ώρες βαρεμάρας,έχω παίξει μέχρι και μπουνιές, με έχει φάει η άμμος,έχω σιχαθεί τον αέρα, έχω πεθυμήσει τα τζιτζίκια, έχω μεγαλώσει ένα παιδί και συνεχίζω με ένα δεύτερο, έχω ξεφύγει, έχω αμαρτήσει και συγχρόνως έχω αγιάσει. Ακόμα παρατηρώ τους άπαντες να έρχονται και να παρέρχονται, να κατακτούν το μέρος, να το κάνουν δικό τους , να φωτογραφίζονται ως μυκονιάτες, να καταστρέφονται κι εγώ ακόμα να κλείνω τα μάτια όποτε κατεβαίνω στην πόλη και να προσπαθώ να θυμηθώ το μέρος όπως ήταν τότε, ένα πεντακάθαρο πάζλ λευκών σπιτιών πάνω στον άγριο βράχο.
Για πολλούς η δεκαετία του 80 ήταν η καλύτερη που έχει ζήσει το νησί. Προφανώς ταίριαζε και με την ιδιοσυγκρασία του. Ηταν η δεκαετία που άνθισαν τα κλαμπς, που ύστερα έγιναν καθεστώς, που ανακαλύψαμε νέες παραλίες, που οι σταρς, οι ντόπιοι και οι τουρίστες ήταν όλοι στο ίδιο καζάνι. Μεσουρανούσαν τα full moon parties, οι χίπις βασίλευαν στον Πάνορμο και στον άγιο Σώστη, στην Παράγκα ήταν όλοι γυμνοί, η Ελιά ήταν η ωραιότερη παρθένα παραλία στον κόσμο .
Το aids ήταν το πρώτο χαστούκι που έφαγε το νησί. Κόπηκε η φόρα στους πολύχρωμους gays που κατέβαιναν στα Ματογιάννια με τα φτερά και που διασκέδαζαν με τα drag shows στο City με πρωταγωνιστή το Λεν. Αυτή η εστέτ πλειοψηφία των εκκεντρικών ανθρώπων που ανακάλυψαν και έκαναν υπέρκομψο στέκι το νησί άρχισε να αποχωρεί. Και στην συνέχεια, όσο και να αγαπώ τον Καίσαρη πρέπει να το πω, το 1995 ήταν η συμβολική αρχή του τέλους για τη μυκόνια χιπ πιάτσα όταν η θρυλική Βεγγέρα μετετράπηκε σε κοσμηματοπωλείο. Ο Κώστας , απόλυτος μετρ του καλού γούστου, το διατήρησε σα στέκι, όμως ο κόσμος και η αύρα άλλαξαν. Ισως τότε στις αρχές της δεκαετίας του 90, με την ίδρυση του Cavo Paradiso το νησί έζησε τις τελευταίες του original στιγμές ως μέκα της διασκέδασης και του χιπ ξεσαλώματος. Δε με ενοχλούν πιά τόσο οι βιλάρες με τις πισίνες , όσο η βρώμα και η πολυκοσμία. Δε βλέπω πια να ασπρίζουν τα σοκάκια στην πόλη. Με ενοχλούν τα έντονα φώτα, η έλειψη ατμόσφαιρας. Στη Μύκονο , τη δική μας, απαγορεύονταν οι “Γονείς”. Οχι οι μεγαλύτεροι σε ηλικία άνθρωποι, αλλά οι γονείς με την κανονική έννοια (Το νησί για διασκέδαση με γονείς τότε ήταν οι Σπέτσες με τη Φιγκαρό της). Δεν ήταν όμως και νησί όπου διασκέδαζαν «παιδάκια». Ηταν για εναλλακτικούς ενήλικους,σικάτους και με ένα twist στην προσωπική τους ζωή.Στη Μύκονο κυριαρχούσε το στιλ, το γούστο, η διακριτική χλιδή της απλότητας σαν ένα φουλάρι του Emilio Pucci. Δε με ενοχλεί τό ότι αφανίστηκαν οι γραφικοί χωμάτινοι δρόμοι μαζί με τα τζιπάκια και τα beach buggies. Με ενοχλούν αυτές οι ελεεινές άσφαλτοι με τις τρύπες και προπάντων το άγαλμα του Καραμανλή με τις δάφνες στο roundabout. Από τη Μύκονο χάθηκε το γούστο με εξαίρεση κάτι αναλαμπές εδώ κι εκεί. Δεν αλλοιώθηκε από την εξέλιξη αλλά από τη νεοπλουτιά σε συνδιασμό με το φτηνό τουρισμό που φτάνει με τσάρτερ,καβαλάει γουρούνες και τρέφεται με σουβλάκια. Ενας Μπάμπης δε φέρνει την άνοιξη. Γιατί ο Μπάμπης της Ιμπιζας και των Αστρων ήταν ο τελευταίος των μοικανών που ότι έκανε το έκανε στην ατμόσφαιρα του νησιού.Τον θυμάμαι πόσο είχε τσαντιστεί με την καφετέρια που άνοιγε απέναντι. Τέτοια λαικά μαγαζιά δεν είχε το νησί.Ο Μπάμπης με το Μηνά έπρεπε να αναλάμβαναν δήμαρχοι. Μόνο αυτοί έχουν μαχηθεί για την αισθητική του. Στη Μύκονο μέχρι να χτιστούν οι βλαχομπαρόκ βίλλες στα Κανάλια, επικρατούσε dress code. Σανδάλια απαραιτήτως,παρεό, έθνικ κοσμήματα και καουμπόκες μπότες. Ο Παύλος Εμμανουήλ , με κορμάρα , τατού-ο μοναδικός τότε-, μακριά ξανθά μαλλιά και Harley Davidson μας είχε καλέσει στα εγκαίνεια του Costa Ilios. Η περιοχή τότε ήταν σα να σε καλούσαν για εκδρομή στον Αρη. Ουδείς απομακρυνόταν από την πόλη. Φίλος μυκονιάτης με είχε πάρει βόλτα στη Λιά και είχα πάθει κατάθλιψη.Τότε κλαιγόταν για τα οικόπεδα που είχε σε αυτές τις άγονες γραμμές και τώρα έχει θησαυρίσει. Το μόνο γκλαμ σπίτι ήταν των Τάμμερ στον Τούρλο. Ο κήπος του Φιλιππή, πριν τα μπαρ και τα μπουζούκια ήταν μία σικίσιμη όαση.Το ίδιο και ο κήπος του εστιατορίου Εδεμ.
Εχω τόσες αναμνήσεις που δεν ξέρω τι να πρωτογράψω: Για το Billy Bo που ήταν θεός του νησιού με την πρώτη βίλλα εκτός πόλεως? Τα ντόπια τσόλια του πετούσαν δυναμιτάκια στη βεράντα του Pierros στην Ανάσταση, εν είδη ξεφωνίσματος, και αυτός τους έβριζε. Για τη Βαγγελιώ και τους θρυλικούς τσακωμούς της με τις φίλες της. Για την “ανακάλυψη” του Caprice , τότε ως ειδυλιακό καλόγουστο μπαράκι που απολαμβανες το ηλιοβασίλεμα. Πιο πέρα με πήγαινε ο Νίκος Μπιτζάνης στο Κάστρο και ακούγαμε κλασσική μουσική απολαμβάνοντας irish coffee. Μέναμε σε ασφυκτικά δωμάτια στην πόλη με μπλε πατζούρια.Τα κλεινες και έσκαγες από τη ζέστη. Οταν αρχίσαμε να μεγαλώνουμε αφήσαμε το Καρμπονάκι και το Ελενα για το Ρόχαρη και μετά για την Ανδρομέδα. Εχω μείνει με τη φίλη μου τη Βένια Δημητρακοπούλου και το Χρήστο Παπαζή σε guest house του Ηλία Παπαγεωργίου πριν καν ξεκινήσει το ξενοδοχείο του,το Santa Marina. Είχαμε πάει με 6000 δρχ για το καλοκαίρι και τρώγαμε μόνο κουβέρ για να ζήσουμε. Πηγαίναμε με το καραβάκι του Πλατύ Γυαλού στις παραλίες. Μαύρη πέτρα είχαμε ρίξει στην Αθήνα. Τα βράδυα κάναμε το σταυρό μας όταν βρήσκαμε άνθρωπο να μας πάει στον Ορνό, που ταν τότε η άλλη άκρη του κόσμου. Οταν είμασταν τυχεροί στο κλείσιμο του Remezzo και αφού τρώγαμε την καθιερωμένη after μακαρονάδα στο Yaht Club,μας φόρτωνε ο Ηλίας στο βανάκι του και μας μετέφερε σπίτι με ιλλιγιώδη ταχύτητα. Ο γύρος του θανάτου ήταν προς Ορνό πριν τον περιφερειακό. Τότε ο Ηλίας φιλοξενούσε τη Ζωή Λάσκαρη που τουχε φράξει τα φιλτρα της πισίνας με αντιλιακό. Tότε είχε σκάσει και ελικόπτερο στα βράχια δίπλα στην πισίνα του, που μετέφερε καλεσμένους του- σώους και αβλαβείς – και το είχε αφήσει εκεί για ντεκόρ. Το βράδυ μετά το κλάμπινγκ μάζευε τον Κώστα Ζουγανέλη και άλλους φίλους και συνέχιζαν το γλέντι μέχρι το μεσημέρι. Στη Βεγγέρα, όπου βασίλευε ο Γιάννης Κλεισούρας, η μουσική μπερδευόταν με αυτή του γειτονικού Νέκταρ όπου χόρευε ο Ερίκος Πετειλόν- τότε σικ πλούσιος με σχολεία στην Ελβετία αλλά και ροκιά- με την αμερικάνα αγαπημένη του και εξώφυλλο του Penthouse, Kim.
Ο Πάνος Ζήνας, πριν τα Cinema κυκλοφορούσε με μία λευκή Cadillac. Ποτέ δε θα ξεχάσω τη συμπεριφορά του όταν είμασταν μάρτυρες σε ένα φριχτό τρακάρισμα όπου μία κοπέλα με μηχανάκι παραλίγο να χάσει το πόδι της. Ο Πάνος ήταν ο μόνος που σταμάτησε, την πήρε, την έστειλε στη Σύρο και την έσωσε.Ο κόσμος της Μυκόνου ήταν party animals, όχι τα σκέτα animals του τωρινού Space.Το Super Paradise, με το Cocos Bar του, ήταν όνομα και πράγμα. Πάντα σέξι στέκι αλλά όχι σκλαβοπάζαρο ( τώρα λειτουργεί σαν Super Hell με χυδαίες γυναίκες με τάγκα και κίτρινα δόντια να χορεύουν παρέα με ιδρωμένους πιθήκους..Εχω γιό μεγάλο που μου τα περιγράφει). Ο κροίσοι που πάρταραν στο νησί ήταν ο Σπύρος Μεταξάς και ο Δημήτρης Καρέλας. Το Βig D σκάφος του ήταν το πιο μοντέρνο στην Ελλάδα. Μέχρι που εμφάνισε το διαστημόπλοιο ο Δημήτρης Μανιός. Οκ, ο Valentino ,o Romeo Gigli και ο Armani πάντα θα έρχονται αλλα έχουμε συνηθίσει τον show off πλούτο με σκάφη και φουσκωτά. Παρόλα αυτά δεν υπάρχει μαρίνα! Ο παλαιότερος νεόπλουτος κράζει το νεότερο νεόπλουτο. Τότε οποιοσδήποτε ψωνισμένος ετιμωρείτο. Η καλλονή φίλη μου Μαρία, είχε κλειδωθεί στο δωμάτιο της από τον τότε έξαλλο συνοδό της γιατί γιός legendary σχεδιαστή μόδας τον είχε δει στη βεράντα του Ρόχαρη να ατενίζει την πόλη με μαύρο γυαλί και μπουρνούζι και του εξφενδόνισε αυγό από τη βεράντα της ρεσεπσιόν του ξενοδοχείου.Την Ψαρρού είχε ο Αγγελετάκης που ανέκαθεν ήταν το “κυριλέ” εστιατόριο και η μοναδική παραλία με ομπρέλες. Τα ωραιότερα σπίτια τα είχαν ο Αρης Τερζόπουλος και ο Βαγγέλης Τσαγγάρης. Στην περιοχή πάνω από το αεροδρόμιο- που τότε ήταν μία παράγκα- τα διακριτικά χτισμένα για να μην προκαλούν σπίτια , είχαν απέραντη θέα σε ένα μεγάλο ρέμα με καλαμιές.Οι χιπ της δεκαετίας του 80 έδωσαν τη θέση τους στους θαμώνες των τότε Σπετσών που δεν πάταγαν στη Μύκονο και τώρα έχουν κατακλύσει τον Αγιο Σώστη. Αργότερα ήρθαν δειλά δειλά οι comme il faut, έμειναν και με το μεγάλο μπαμ ήρθαν και έσκασαν όλοι με κίνδυνο να βουλιάξουμε. Θυμάμαι τη βραδυά του 94 που με τον Παύλο Κανελλόπουλο αναρωτιόμασταν ποιά ήταν αυτή η εκκεντρική φιγούρα στα Αστρα με κούρεμα – περπατάει τίγρης στο κεφάλι μου. Μα ποιός είναι αυτός ο Λάκης Γαβαλάς με ρώτησε ο Παύλος. Η συνέχεια είναι γνωστή. Ο Λάκης αντικατέστησε το Billy Bo ως fashion icon, έκανε πάρτις θεσμούς, πριβέ και μη , όπου τότε μας μετέφεραν μικρά πούλμαν στο χωματόδρομο προς το σπίτι του στη Φτελιά και τασπαγε στον Κουρκούλη με το “Δεν έχεις καρδιά”. Στη Μύκονο γελάσαμε και στα μπουζούκια της.
Στα 90ς ,ο Κώστας Παρταλίδης στο Caprice έπαιξε πρώτος το “Θα μελαγχολήσω” της Καίτη Γαρμπή ανάμεσα στα ξένα. Τα ελληνικά έγιναν της μόδας. Από το La Notte βγαίναμε μέρα με γαρύφαλα και λάσπες στα πόδια.Το Sea Satin έγινε θεσμός. Ενα παραδεισένιο location που ξεκίνησε ως γραφική ταβέρνα της βενετίας κατέληξε ένα νέου είδους νεοπλουτέ αλλά καλόγουστο κλαμπ με ψαρούκλε , ελληνικό γλέντι και το Μίμη να λύνει και να δένει.Γνωρίσαμε το David Morales, πήγαμε στα εγκαίνια του Cavo τότε που οι Magna έφεραν, πρώτοι, stars dj. Φτάσαμε στις 3 το πρωί με τη Λάουρα ΝτεΝίγκρις,το Θανάση Καλογιάννη, τη Μάρα Δεσύπρη και τον Κώστα Μπογδάνο.Μαύρη ήταν η νύχτα στα βουνά!Δεν ήταν κανείς και έμοιαζε με ταβέρνα. «Περιμένετε!Αυτό θα γίνει το hot spot!”μας καθησύχασε η Λάουρα. Σε λίγο που άρχισε να γεμίζει καταλάβαμε γιατί το πρώτο γενέθλιο πάρτυ του Morales με τη θεία μουσική του ήταν το ωραιότερο πάρτυ που έχει γίνει εκεί. Με το Μπογδάνο πηγαίναμε στο Mad στο λιμάνι, χαζέυαμε το κορίτσι με το ιγκουάνα και φοβόμασταν μη γκρεμιστεί το πάτωμα. Ναί, ήμουν και μάνα raver. Τότε ήρθε στο νησί και ο Τσιλιχρήστος αλλά δεν έμεινε για πάντα.Πολλοί προσπάθησαν να αναβιώσουν το Remezzo μάταια όμως,γιατί αυτό ήταν στέκι fun μεν αλλά ζεν δε..Τα μαγαζιά άλλαζαν χέρια , όχι όνομα και το κέφι παρέμενε το ίδιο. Εκεί που σκάγαμε από την πολυκοσμία ,εκεί ξαναπερνάγαμε θεικά. Εχω μυήσει πολύ κόσμο στο νησί. Από τη μαμά μου ,τον πρώην άντρα μου, τον νυν άντρα μου, από το Νίκο Καρβέλα , την Αννα Βίσση, το παιδί τους και πολλούς άλλους..Από όλη τη Μύκονο επέλεξα να μείνω στη Φτελιά. Οχι από την πλευρά ex Ρένας,Ζάχου Χατζηφωτίου και νυν Γιάννη Πλουμή και Νεκτάριου αλλά από τη δεξιά με θέα τον Πάνορμο και τον Αγιο Σώστη.Διατηρεί την ομορφιά της Μυκόνου που θυμάμαι. Γείτονές μου είναι οι ex σχεδιαστές μόδας και νυν κατασκευαστες σπιτιών με γούστο Χάρης και Αγγελος. Η οργή που έχω νιώσει πολλές φορές για το νησί έχει αρχίσει να καταλαγιάζει.Ελπίζω στην κρίση και στη χρεωκοπία της υπερβολής. Ελπίζω πως θα σταματήσουν να μας τα παίρνουν στεγνά. Εχω κάνει τις επιλογές μου και ζω στη δική μου διάσταση. Αυτό είναι άλλο ένα μοναδικό πράγμα που έχει το νησί. Το ότι έχεις μία τεράστια γκάμα επιλογών.
Η Μύκονος είναι μόδα και δεν θα περάσει. Μπροστά στα υπόλοιπα μέρη παραμένει ένας κατάλευκος επίγειος παράδεισος, έστω και ξεχυλωμένος..
Oι παρακάτω φωτογραφίες είναι από τo θρυλικό Μύκονος Tribe του Facebook και έχει όλα τα κουκλιά της εποχής!
Σχόλια για αυτό το άρθρο