Τα καλοκαίρια, οι γραφικοί τύποι της Αθήνας έβγαιναν και περπατούσαν στους δρόμους. Άλλοι αγκαζέ, για να τους δουν όλοι, όπως το ζευγάρι της Αγίας Παρασκευής, άλλος για να αγορεύσει, όπως ο Δελαπατρίδης, άλλος για να πουλήσει κανάτια. όπως ο μπαρμπα-Γιάννης ο κανατάς. Υπήρχαν και άλλοι πολλοί, που ήταν κουρελήδες ή με περίεργα ρούχα, μόνοι τους ή παρέα με ένα σκύλο. Μιλούσαν στον αέρα, έκλαιγαν, γελούσαν, αγόρευαν μπροστά σε ένα φανταστικό κοινό. Μαζί με τόσα άλλα, χάθηκαν κι αυτοί από την παλιά Αθήνα.
Ο πιο γνωστός ήταν ο Αρμόνδος Δελαπατρίδης. Το όνομά του προέρχεται από το armee de la patrie. Ηταν ο αρχηγός του Α΄ Αναμορφωτικού κόμματος των Κυανολεύκων. Περιφερόταν στην πλατεία Συντάγματος, ντυμένος με ρεντιγκότα και όταν το κοινό μαζευόταν γύρω του, άρχιζε να βγάζει λόγο: ” Ω! Αθηναίοι βγάλτε με και θα περάστε φίνα, φρενοκομεία πάμπολα θα χτίσω στην Αθήνα!” Οι Αθηναίοι τον άρχιζαν στην καζούρα και τότε ο Αρμόνδος γούρλωνε τα μάτια, έτριζε τα δόντια και τους καταριόταν να καούν στα καζάνια της Κόλασης! Σιγά-σιγά τρελαινόταν όλο και πιο πολύ μέχρι που τον έκλεισαν στο Δαφνί. Ομως αυτός το έσκαγε από εκεί και αφού έπινε,άρχιζε τις προεκλογικές ομιλίες. Μέχρι και Υπουργείο Ερωτος είχε υποσχεθεί! Οι Αθηναίοι συνέχισαν να τον κοροϊδεύουν και πέθανε αφήνοντας το όνομά του να θυμίζει όλους αυτούς που θέλουν να σώσουν την πατρίδα αλλά δεν μπορούν.
Παρόμοιος ήταν και ο στρατηγός Διπλαράκος.Εμενε κοντά στο Δημοτικό Θέατρο και περιφερόταν εκεί,κρατώντας στα χέρια του μια δήθεν στραταρχική ράβδο και έδινε παραγγέλματα σε έναν φανταστικό στρατό. Στην στολή που φόραγε είχε καρφιτσώσει και δεκάδες ψευτοπαράσημα, αγκράφες από ζώνες, φανταχτερά κουμπιά, παλιά μετάλλια. Πηγαινοερχόταν πάνω-κάτω, έδινε διαταγές, και αλίμονο σε όποιον επιχειρούσε να τον κοροϊδέψει! Του πέταγε την στραταρχική ράβδο στο κεφάλι!
To ζευγάρι της Αγίας Παρασκευής ήταν ο Θάνος και η Παγώνα Παγιαυλή. Στην παλιά Αθήνα, κοντά στο Θησείο, υπήρχε η συνοικία της Αγίας Παρασκευής. Εκεί έμενε το ανδρόγυνο και κάθε μέρα έβγαινε βόλτα, αγκαλιασμένο και αγαπημένο, σαν πιτσουνάκια. Ο κόσμος που τους έβλεπε να είναι τόσο ευτυχισμένοι, τους ζήλευε και προσπαθούσε να τους μιμηθεί. Παντού όλοι έλεγαν για το αγαπημένο ζευγάρι της Αγίας Παρασκευής. Ενα βράδυ, μια παρέα πέρασε έξω από το σπίτι τους και άκουσε γυναικείες φωνές. Δεν άργησαν να καταλάβουν ότι ο άντρας έδερνε τη γυναίκα. Την επόμενη μέρα όμως, τους είδαν να βολτάρουν όλο αγάπες και λουλούδια. Η παρέα για ένα μήνα παρακολούθησε το σπίτι και είδε ότι κάθε βράδυ ο Θάνος έδερνε την Παγώνα και την επομένη, για τα μάτια του κόσμου, εμφανίζονταν σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Από στόμα σε στόμα μαθεύτηκε το γεγονός και έτσι, το ζευγάρι της Αγίας Παρασκευής έγινε σύμβολο της υποκριτικής αγάπης.
Ο Μασόνος ήταν ένα κοντό,αδύνατο γεροντάκι. Φορούσε πάντα λευκά ρούχα και ένα ρώσικο σκούφο στο κεφάλι, στολισμένο με δύο αστέρες “της Αποκαλύψεως”. Ο Μασόνος ήταν αυτόκλητος ψάλτης στις κηδείες. Μόλις έβλεπε κάποια κηδεία έτρεχε προς τα εκεί και άρχιζε να ψέλνει όλη την εξόδιο ακολουθία, να απαγγέλει αποσπάσματα από την Αποκάλυψη και να κάνει διάφορα, με αποτέλεσμα οι τεθλιμμένοι συγγενείς να γελάνε μέχρι δακρύων. Επειδή εκείνη την εποχή η Ορθόδοξη Εκκλησία είχε ξεκινήσει μια μεγάλη εκστρατεία κατά του Τεκτονισμού, έτσι του έβγαλαν το παρατσούκλι “Μασόνος”. Για αυτό το λόγο και επειδή πήγαινε στις κηδείες, τον θεωρούσαν γρουσούζη και τον απέφευγαν.
O μπάρμπα Γιάννης ο κανατάς έμενε στην Πλάκα. Κάθε πρωί ξεκινούσε με το γαϊδουράκι του και γύριζε την πόλη πουλώντας τις στάμνες του. Μπορεί να ήταν ντυμένος φτωχικά και ξυπόλητος, αλλά τον συμπαθούσαν όλοι για την καλή του καρδιά και για τις ανθεκτικές στάμνες του. Εκείνη την εποχή, η Αθήνα δεν είχε δίκτυο ύδρευσης, έτσι τα σταμνιά ήταν είδος πρώτης ανάγκης. Εκεί μέσα έβαζαν το νερό που προμηθεύονταν από τους νερουλάδες. Οι δουλειές πήγαιναν καλά και σύντομα ο μπάρμπα Γιάννης έγινε αν όχι πλούσιος, πάντως εύπορος. Ετσι οι Αθηναίοι τον έβλεπαν όλη τη βδομάδα με τα φτωχικά ρούχα, την Κυριακή όμως, έβγαζε τα κουρέλια, φορούσε κοστούμι και ημίψηλο και κυκλοφορούσε στο Σύνταγμα, όπου η στρατιωτική μπάντα έπαιζε τον “μπάρμπα Γιάννη τον κανατά”, το γνωστό τραγούδι που είχε γραφτεί προς τιμήν του. Επίσης το 1957 η ζωή του έγινε ταινία με πρωταγωνιστή τον Βασίλη Αυλωνίτη. Το πιο εντυπωσιακό σε αυτή την ιστορία είναι ότι μετά από 20 χρόνια στους δρόμους Αθήνας, ο μπάρμπα Γιάννης ο κανατάς εξαφανίστηκε και κανείς δεν έμαθε ποτέ για εκείνον.
Ο μπάρμπα Χρήστος ήταν εύπορος Αθηναιος. Νοίκιαζε τρία σπίτια, που του επέτρεπαν να ζει άνετα χωρίς να δουλεύει. Η τρέλα του ήταν με την ελληνική γλώσσα. Ο ‘Μελαχρινός” όπως ήταν γνωστός, μάζευε κόσμο και έκανε διαλέξεις για την ετυμολογία των λέξεων. Μιλούσε μόνο αρχαία ελληνικά και έγινε γνωστός σαν εφευρέτης καινούργιων λέξεων που τις έβγαζε από το μυαλό του, όπως πυροζάλη=έρωτας, χειρστήπους=μπαστούνι, καρακαλύπτης=καπέλο και άλλα τέτοια κουλά.
Λόγιος, κομψός, με ευγενικούς τρόπους, ο Παγανέλης, φορούσε κάθε πρωί την ρεντιγκότα του, έβαζε στο πέτο ένα φρέσκο λουλούδι και έβγαινε βόλτα στους δρόμους της Αθήνας. Ενώ είχε διατελέσει πρόξενος και δημοσιογράφος, κάποια στιγμή έπαθε κάτι, παράτησε τις δουλειές του και άρχισε να περιφέρεται στους δρόμους, να σταματάει τους περαστικούς και να τους εξυμνεί την αρχαία Ελλάδα.Ο Σουρής τον απαθανάτισε με τους εξής στίχους:“O Παγανέλης λείψανον της σμίλης του Φειδίου,τον βλέπεις στην Ακρόπολη και στην οδό Σταδίου”.
Ο Κώστας ο ρήτορας ήταν εφημεριδοπώλης. Του άρεσε να εκφωνεί λόγους εναντίον της βασιλείας.Κάποια στιγμή έφυγε από την Αθήνα και άρχισε να ψάχνει την γυναίκα του που την είχε εγκαταλείψει ο ίδιος 10 χρόνια πριν. Οταν την βρήκε, την έσφαξε, δικάστηκε και επειδή είχε το ακαταλόγιστο, μπήκε λίγα χρόνια φυλακή, βγήκε και άρχισε να πουλάει πάλι εφημερίδες και να βρίζει τον βασιλιά. Για αυτόν ο Σουρής έγραψε: “Mε κάθε Κώστα ρήτορα, με κάθε λαοπλάνο, την λευτεριά θα έχουμε και με το παραπάνω. Μα σαν κοιτάς την λευτεριά να τρέχει μες στο δρόμο, χωρίς κανένα χαλινό, χωρίς κανένα νόμο,δεν είναι τίποτα κι αυτή παρά μια δεσποτεία και ξαμολιέται πίσω της όλη η φαυλοκρατία.”
Από την Αθήνα πέρασαν και άλλοι τύποι. Ηταν όλοι τους στα όρια μεταξύ γραφικότητας και τρέλας. Ο Σακουλάς ας πούμε, είχε ανακηρυχτεί ως ο μεγαλύτερος τεμπέλης των Αθηνών. Ο Χρήστος ο Αράπης ήταν ο πιο αγαπητός Αφρικανός της πόλης. Για αυτόν ο Γιώργος Ζαμπέτας είχε γράψει το τραγούδι “Γουστάρει τον Αράπη,τον μαύρο, τον ταμ-ταμ-ταμ.” Η κυρά Μαριγώ που γυρνούσε στους δρόμους με το οργανάκι της κρεμασμένο στον λαιμό και επειδή έπαιζε παράφωνα είχε χαρακτηριστεί “η όγδοη πληγή των αθηναϊκών δρόμων,ο ίλιγγος των αυτιών και το φρένιασμα των νεύρων.” Η Τρελοκατερίνα, μια αδύνατη, ξανθιά γυναίκα που δεν έδειχνε ότι ήταν σαλεμένη. Εκοβε βόλτες στον Εθνικό κήπο, ισχυριζόταν ότι ήταν συγγενής της βασίλισσας Αμαλίας και ότι έμενε στο παλάτι. Θα κλείσουμε με δύο “ποιητές”. Ο Εξαρχόπουλος, διάσημος για τις γαλλοκαθαρευουσιάνικες ασυναρτησίες του: “Λελαλεύ ήτο άνδρας Μιλτιάδων ήρως των μυριάδων, ξιφίλ μαλέρ ο πολύτιμος Αναπολέω, δεν απέθανε σας λέω!”. Και ο Νικολός, “πανελλήνιος πρίγκηψ ποιητής” που έγραψε: “Από τότε που τρελάθηκα βρήκα χουζούρι, να γνωστικέψω δε με συμφέρει, η τρέλα πάει γούρι και η κοιλιά μου δεν υποφέρει. Τζάμπα με ταξιδεύουνε και τζάμπα με ταϊζουνε και ας με κοροϊδεύουνε και τρελό ας με νομίζουνε”.
Σχόλια για αυτό το άρθρο