Η ίδια η λέξη “αχάριστος” έχει μέσα της κάτι άκαμπτο: Kάτι που “δεν χαρίζεται”. “Τίποτα δεν χαρίζεται. Όλα είναι δανεικά.” Σε ένα κόσμο όπου όλα καταλήγουν στο μηδέν ο καθένας παλεύει για τον εαυτό του, γίνεται όλο και πιο εσωστρεφής και καχύποπτος απέναντι στο συνάνθρωπο.
Είσαι στο τρένο και πηγαίνει. Στην επόμενη στάση μπαίνει ένας άνθρωπος μέσα στο βαγόνι που ζητά μια μικρή βοήθεια για να πάρει κάτι να φάει ή πουλάει στυλό και χαρτομάντηλα. Στα μικροδευτερόλεπτα που ακολουθούν κάτι μέσα σου τον έχει αξιολογήσει σύμφωνα με το πως είσαι εσύ σε σχέση μ’αυτόν, αν τον λυπάσαι ή όχι, αν έχεις αρκετά ψιλά, τί διάθεση έχεις όταν μπήκε μέσα και διάφορα άλλα που ο καθένας μας θεωρεί κριτήρια για το αν “θα δώσει ένα χέρι βοήθειας στον αναξιοπαθούντα”.
Σκέψου τώρα ένα παιδί με ειδικές ανάγκες που το μέγιστο επίπεδο λειτουργικότητας που μπορεί να φτάσει θα είναι αυτό κατά το οποίο αιτείται την ελάχιστη δυνατή βοήθεια. Σχολείο ειδικής αγωγής, αμαξίδιο, συνοδός. Ένας αιώνιος γονιός πάνω από ένα αιώνιο παιδί. Μια μονιμότητα που βασανίζει με θυμό και φόβο, δηλαδή ενοχές.
Η θρησκευτική ηθική λέει “η φιλανθρωπία πρέπει να δίδεται σε όσους την αιτούνται” και “μακάριος αυτός που την πράττει χωρίς να τον δουν”. Σε ένα καθημερινό και συνάμα υπαρξιακό επίπεδο είναι τόσος ο πόνος του κόσμου μας που εν τέλει όλη η οικονομική βοήθεια που μπορεί να δωθεί δεν αποτελεί παρά ένα πρόσκαιρο αναλγητικό για τα χρόνια βάσανα που ο καθένας κουβαλάει, κρύβει καλά από ντροπή ή τα εκθέτει προκειμένου να πείσει για τη βοήθεια που χρειάζεται. Όλα αυτά δηλαδή που ο καθένας κατωχυρώνει ως ‘εαυτό’.
Όλα αυτά δεν αποτελούν πραγματικότητα καθεαυτή μα ίσως περισσότερο μια θέασή της από την εκάστοτε οπτική γωνία από την οποία καθένας μας βλέπει τον κόσμο, και τον βλέπει ο κόσμος. Συγκρίνει και συγκρίνεται μ’αυτόν. Γνωστές είναι αμφότερες οι φράσεις “δε με νοιάζει τί λένε οι άλλοι” και “τί θα πει ο κόσμος”. Κι είναι ίσως ειρωνικό ότι η λέξη “κόσμος” αρχικά σήμαινε “ομορφιά, στολίδι”. Καθένας άλλωστε από μας που υπαγόμαστε σε μια υπερ-ομάδα όπως η ελληνική κοινωνία είναι μια παραλλαγή της νόρμας της που όλοι μαζί συνθέτουμε.
Είναι ο κόσμος τελικά στολίδι; Είναι τέλειος; Ο ευεργετημένος ή ευεργετούμενος θέλει απλά να σταματήσει να πονά, να πεινά, να νιώθει λιγότερος. Κι ο ευεργέτης θέλει να ξέρει πως αυτό που δίνει κάνει τη διαφορά. Αλλάζει κάπως τα πράγματα. “Πιάνει τόπο”. Μέχρι εδώ και οι δύο μεριές συμφωνούν: Μια αλλαγή προς το καλύτερο.
Τί είναι όμως ‘το καλύτερο’; Είναι η απάλυνση του πόνου; Είναι η ανεύρεση εργασίας; Είναι η θεραπεία από κάτι χρόνιο και ψυχοφθόρο; Είναι η αισιοδοξία; Το επίπεδο καθημερινής διαβίωσης; Να βρίσκεις πάρκινγκ στο κέντρο; Η απαλοιφή των ενοχών; Όλα αυτά; Κανένα από αυτά; Κι άλλα; Λιγότερα;
Ο καθένας έχει ένα δικό του ορισμό γι’αυτό ‘το καλύτερο’ που ωστόσο φαίνεται να έχει μια κοινή λέξη. Και λέμε όλοι μαζί ‘για το καλύτερο’ και ο καθένας είναι σίγουρος γι’αυτό. Έτσι λοιπόν η “καλή πράξη” καθεαυτή δεν έχει μόνο ένα σκοπό, αυτόν που φαίνεται. Είναι ένα παιχνίδι με τους καθρέφτες μέσα μας. Την ταύτιση, την αντιταύτιση, την πραγματικότητα, την επιθυμία και πως η μία έρχεται προς συμπλήρωση ή ακύρωση της άλλης.
Οι καλές πράξεις που γίνονται είτε απ’ τη μεριά του ευεργετούμενου είτε απ’ τη μεριά του ευεργέτη δίνουν χαρά όταν φαίνονται τα αποτελέσματά τους. Όταν κάτι αλλάζει. Άλλωστε η ευεργεσία δεν είναι μια κάθετη πράξη ενός ισχυρού προς ένα αδύναμο. Είναι μια κατά συνθήκη ταύτιση ενός ανθρώπου που έχει ενσυναίσθηση και νιώθει τον πόνο ή τη δυσκολία του συνανθρώπου που βοηθά.
Όμως κάποιες φορές τα αποτελέσματα αργούν, όπως όταν κάνουμε αναδάσωση όπου το δάσος θα φανεί μετά από χρόνια που ίσως θα’χουμε ξεχάσει την καλή μας πράξη. Αυτή η μεταίωρη περιοχή του χρόνου όπου κάποιος καλείται να κάνει υπομονή για να εισπράξει ‘τους καρπούς της καλής πράξης’ είναι το πιο σημαντικό πεδίο της συναλλαγής μας με τη φαντασία (εμάς) και την πραγματικότητα: τον άλλο. Ο διάλογος δεν ολοκληρώνεται με τις λέξεις, τις συμβουλές και τις προτροπές αλλά ούτε και τις πράξεις. Ο χρόνος καθρεφτίζει ή όχι την εκδοχή της πραγματικότητας στην οποία αποσκοπούσαμε. Εκεί γίνονται τις περισσότερες φορές οι παρερμηνείες και εκ μέρους αυτού που βοηθά και εκ μέρους αυτού που βοηθάται. Μέσα σ’αυτή την γκρίζα περιοχή φαίνεται η πρωτοβουλία, η σταθερότητα, η υπομονή και η διάθεση για αλλαγή.
Σίγουρα υπάρχουν άνθρωποι που είναι χειριστικοί με τα ήδη υπάρχοντα προβλήματά τους επειδή είναι θυμωμένοι με τον εαυτό τους ή και τον τρόπο που τους χειρίστηκαν οι εκάστοτε “βοηθοί” τους. Αυτό τους αναγκάζει να βρίσκονται δέσμιοι σε μια κατάσταση όπου χρησιμοποιούν το πρόβλημά τους για να ‘μην κάνουν τίποτα’ και να διαιωνίζουν μια εξαρτητική σχέση με τον κόσμο γύρω τους. Αυτοί είναι οι άνθρωποι που ίσως φανούν ‘αχάριστοι’ ή ότι ‘μας ρουφάν την ενέργεια’ και πως ‘ότι και να κάνεις γι’αυτούς είναι χαμένος κόπος’. Αρκετά συχνό παράδειγμα είναι ο ψυχωσικός άστεγος ή/και ναρκομανής που ζητιανεύει για τη δόση του ή κάτι για να φάει προκειμένου να κρατήσει τα χρήματα που έχει για τη δόση του. Ο “καλύτερος κόσμος” είναι ένας συμβιβασμός γι’αυτόν όπου “την έβγαλε και σήμερα”. ‘Όμως αν κοιτάξει κανείς πιο βαθιά θα δει ότι μεταξύ τους οι άνθρωποι αυτοί κάπου έχουν εσωτερικεύσει την αλληλεγγύη και βοηθούν τους ανθρώπους με τους οποίους ταυτίζονται. Υπάρχουν προφορικές και γραπτές μαρτυρίες από ημερολόγια τοξικομανών που βοηθούν άλλους τοξικομανείς με μια κουβέρτα όταν αυτοί κρύωναν, με το να μοιραστούν το φαγητό τους, τα ψιλά τους και άλλα.
Το να προσπαθήσει κανείς να προσεγγίσει ως “καλός” κάποιον για να τον “αλλάξει” ίσως να μην είναι τόσο εύκολο γιατί δεν θα φανεί σε σύντομο γι’αυτόν χρόνο το αποτέλεσμα της ευεργεσίας του. Όμως αν πράξει χωρίς καχυποψία και χωρίς δισπιστία μπορεί να είναι σίγουρος στατιστικά τουλάχιστον πως η βοήθειά του “πιάνει τόπο”.
Γράφει ο ψυχολόγος, ομαδικός θεραπευτής, Δημήτρης Κατσαρός
boro.gr
Σχόλια για αυτό το άρθρο