Μια βαθιά προσωπική απεικόνιση της αμερικάνικης παιδικής ηλικίας κατά τον 20ο αιώνα, η ταινία «The Fabelmans» πρόκειται για την ιστορία ενηλικίωσης ενός νεαρού αγοριού που ανακαλύπτει ένα καταστροφικό οικογενειακό μυστικό και μια εξερεύνηση της δύναμης των ταινιών να αποκαλύπτουν την αλήθεια για τους άλλους και τους ίδιους μας τους εαυτούς.
Σκηνοθεσία: Στίβεν Σπίλμπεργκ
Ηθοποιοί: Μισέλ Γουίλιαμς, Πολ Ντάνο, Σεθ Ρόγκεν, Γκάμπριελ ΛαΜπέλ, Τζίνι Μπερλίν, Τζούλια Μπάτερς, Ρόμπιν Μπάρτλετ, Κίλι Καρστέν, Τζουντ Χιρς
24 Νοεμβρίου στους κινηματογράφους από την ODEON
Σε μια διάρκεια πέντε δεκαετιών, ο σκηνοθέτης Στίβεν Σπίλμπεργκ έχει δημιουργήσει μια από τις πιο αγαπημένες και ποικιλόμορφες φιλμογραφίες στην ιστορία∙ από τα «Σαγόνια του Καρχαρία» και το «Ε.Τ., ο Εξωγήινος» μέχρι το «Κυνηγοί της Χαμένης Κιβωτού», τη «Λίστα του Σίντλερ» και το «Μόναχο». Εντούτοις, σε κάθε μια από τις ταινίες του, ανεξαρτήτως της θεματικής τους, ο Σπίλμπεργκ μοιραζόταν κάτι σχετικά με τον ίδιον και το παρελθόν του.
«Οι περισσότερες ταινίες μου αποτελούν μια αντανάκλαση όσων συνέβησαν στα πρώτα χρόνια της ζωής μου», αναφέρει ο Σπίλμπεργκ. «Με ό, τι κι αν καταπιάνεται ένας σκηνοθέτης, ακόμα κι αν είναι το σενάριο κάποιου άλλου, η ζωή του καταλήγει να ξεχύνεται επί της οθόνης, είτε του αρέσει, είτε όχι. Απλώς συμβαίνει».
Το «The Fabelmans» είναι μια ταινία, λέει, που την σκεφτόταν πολύ καιρό. Ποτέ δεν επιδίωξε να την υλοποιήσει όμως, μέχρι τη στιγμή που ανέπτυξε έναν ισχυρό δεσμό με τον Τόνι Κούσνερ, θεατρικό συγγραφέα και σεναριογράφο του οποίου οι μοναδικές δουλειές έχουν κερδίσει υποψηφιότητες για όλα τα μεγάλα βραβεία. «Δεν θα μπορούσα να είχα γράψει την ταινία με κάποιον άνθρωπο που δεν εκτιμώ και λατρεύω πραγματικά, κάποιον που δεν με γνωρίζει τόσο καλά και εκείνος έτυχε να είναι ο Τόνι Κούσνερ», παραδέχεται ο Σπίλμπεργκ. «Το μόνο που μέτραγε ήταν να μπορώ να εκφραστώ ελεύθερα σε κάποιον, να αποκαλύψω τα πάντα δίχως να νιώθω αμήχανος και ντροπιασμένος», προσθέτει.
Η συνεργασία τους ξεκίνησε εκρηκτικά – ή καλύτερα εν αναμονή μιας έκρηξης. Την τελευταία νύχτα στη Μάλτα, το φθινόπωρο του 2005, όσο το συνεργείο της ταινίας «Μόναχο» έφτιαχνε προσεκτικά ένα σκηνικό με εκρηκτικά, ο Κούσνερ αποφάσισε να περάσει την ώρα του κάνοντας μια ερώτηση στον Σπίλμπεργκ. «Πότε αποφάσισες ότι θέλεις να γίνεις σκηνοθέτης;» με τον Σπίλμπεργκ να αποκρίνεται, «Θα σου πω ένα μυστικό», καταλήγοντας τελικά να αφηγείται την ιστορία που αποτελεί και τον κορμό της ταινίας «The Fabelmans».
O Σπίλμπεργκ δεν στάθηκε μονάχα στις κινηματογραφικές εμπειρίες που τον στιγμάτισαν, όπως η προβολή της ταινίας «Το Όγδοο Θαύμα» του Σέσιλ Μπι ΝτεΜιλ, η οποία γέννησε στον τότε εξάχρονο Σπίλμπεργκ τον θαυμασμό για την τέχνη του κινηματογράφου∙ έναν θαυμασμό που απαιτούσε εκτόνωση. Ο σκηνοθέτης μοιράστηκε στον συνεργάτη του πράγματα για τους γονείς του∙ τον Άρνολντ Σπίλμπεργκ, έναν πρωτοποριακό μηχανικό υπολογιστών, και την Λι Άντλερ, μια ταλαντούχα μουσικό. Του εξιστόρησε τον τρόπο με τον οποίον οι αξίες και οι προσωπικότητές τους –ο Πατέρας σπουδαίος επιστήμονας, η Μητέρα, παθιασμένη καλλιτέχνιδα – διαμόρφωσαν την προσωπική και καλλιτεχνική ταυτότητά του. Μοιράστηκε την ιστορία της οικογένειάς του και το πώς η κατάληξη της σχέσης των γονιών του επηρέασε τη οπτική του για τους ανθρώπους και την αφήγησή των ιστοριών του.
Στο άκουσμα όλων αυτών, ο Κούσνερ αναφώνησε, «Είναι τρελό», προσθέτοντας γρήγορα πως αυτή η ιστορία πρέπει να γίνει ταινία και τον Σπίλμπεργκ να απαντάει, «Βασικά, το σκέφτομαι πού και πού…».
Τα χρόνια πέρασαν, οι δυο τους συνεργάστηκαν και σε άλλες ταινίες και ανάμεσα σε άλλα πρότζεκτ συνέχισαν τις συζητήσεις για τη ζωή του Σπίλμπεργκ. Ωστόσο, μετά την ολοκλήρωση της ταινίας «West Side Story», o Σπίλμπεργκ ένιωσε μια βαθύτερη, αμεσότερη ανάγκη να επιταχύνει την παραγωγή, ύστερα από τον θάνατο του πατέρα του, τον Αύγουστο του 2021.
Αλλά μετά, ήρθε η πανδημία.
«Δε νομίζω πως γνώριζε κανείς το 2020 πώς θα είναι η ζωή μετά από έναν χρόνο», λέει ο Σπίλμπεργκ. «Όσο τα πράγματα χειροτέρευαν, ένιωθα πως αν επρόκειτο να αφήσω κάτι πίσω μου, τι είναι εκείνο που θα ήθελα να έχω λύσει;» Σε συναντήσεις μέσω Zoom, ο Σπίλμπεργκ συνέχιζε να μοιράζεται αναμνήσεις με τον Κούσνερ, ο οποίος κρατούσε διαρκώς σημειώσεις. «Ήταν τρομερό προνόμιο που με εμπιστευόταν», θυμάται ο Κούσνερ. «Ο Στίβεν πενθούσε πραγματικά, και νομίζω πως αυτή η διαδικασία ήταν ένας τρόπος να επεξεργαστεί τον θρήνο και την απώλεια».
Αδιαμφησβήτητα, η ταινία «The Fabelmans» αποτελεί το πορτραίτο του Σπίλμπεργκ, του καλλιτέχνη, του νεαρού αγοριού, σε μια προσπάθεια να τιμήσει τους γονείς του, με ευγνωμοσύνη για τις αρετές τους και συγχώρεση για τις παραλείψεις τους, πάντα με την ίδια ουμανιστική χάρη που διαπερνά όλες του τις ταινίες.
Ωστόσο, η ταινία αποτυπώνει παράλληλα και μια συγκεκριμένη στιγμή της κινηματογραφικής ιστορίας. Η πορεία του Σάμι, ο οποίος περνάει μια κρίση ταυτότητας όταν παρακολουθεί στο σπίτι του μια ταινία που τον βοηθάει να επαναπροσδιορίσει την αντίληψή του για τους γονείς του, παραλληλίζεται με το Χόλυγουντ του μέσου του αιώνα, όταν η βιομηχανία ξέφευγε από τα μέχρι τότε πρότυπα ταινιών και κατευθυνόταν προς το Νέο Χόλυγουντ των 70’s με ταινίες πρωτοποριακές, πιο ωμές και νατουραλιστικές.
Ταυτόχρονα, η σχέση του Σάμι με τις κάμερες λειτουργεί ως παράδειγμα προς αποφυγήν για μια κοινωνία της αυτο-καταγραφής και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Ο ζήλος του για περιπέτεια και κάθαρση τον οδηγεί σε μια πιο περίπλοκη κατανόηση του τρόπου με τον οποίων οι ταινίες μπορούν να διασκεδάσουν και να διαφωτίσουν, να προβάλλουν και να χειραγωγήσουν, να εξιδανικεύσουν και να δαιμονοποιήσουν.
Κι όλα αυτά, την στιγμή που μετατρέπεται σε ένα καθολικό παραμύθι για την ανταμοιβή και το κόστος του κυνηγιού του Αμερικάνικου Ονείρου, αλλά κυρίως για τους ίδιους τους ανθρώπους. «Ήθελα η ιστορία να είναι ένας συλλογικός καθρέφτης, ώστε οι άνθρωποι να μπορούν να δουν σε αυτήν τις οικογένειές τους. Γιατί η ταινία είναι για την οικογένεια, για τους γονείς, τα αδέρφια, τον εκφοβισμό, για τα ωραία και τα άσχημα που συμβαίνουν όταν μεγαλώνεις σε μια οικογένεια που παραμένει ενωμένη έως ότου δεν είναι. Είναι μια ιστορία για την πράξη της συγχώρεσης και τη σημασία της».
Τα γυρίσματα συνοδεύτηκαν με αναπάντεχα συναισθήματα για τον Σπίλμπεργκ και τους γύρω του. «Υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι θα παρέμενα επαγγελματίας. Θα υπήρχε μια απόσταση ανάμεσα στον εαυτό μου και το υποκείμενο. Αλλά ήταν δύσκολο. Η ιστορία ζωντάνευε πραγματικές αναμνήσεις. Η αναπαράσταση γεγονότων που μου συνέβησαν πραγματικά, το να τα βλέπω να ξετυλίγονται εμπρός μου, ήταν πολύ περίεργο. Δεν έμοιαζε με τίποτα άλλο που μου είχε συμβεί μέχρι τότε», θυμάται ο Σπίλμπεργκ.
Εντούτοις, το αφοσιωμένο συνεργείο προσαρμόστηκε γρήγορα, αφού όπως περιγράφει η παραγωγός Κρίστι Μακόσκο Κρίγκερ, «Ο Στίβεν ξεχνούσε να φωνάξει “cut” γιατί βυθιζόταν στη σκηνή, όσο γύριζε, οπότε έπρεπε να τον αφήνουμε μόνο για λίγο».
Η ολοκλήρωση των γυρισμάτων αποδείχθηκε ακόμα δυσκολότερη. «Αυτός είναι ο δυσκολότερος αποχαιρετισμός μου σε ταινία», παραδέχεται ο Σπίλμπεργκ. «Ήταν σκληρό, αλλά δεν μπορώ να φανταστώ την καριέρα μου δίχως να έχω πει αυτή την ιστορία… Ήταν σαν μια μηχανή του χρόνου για εμένα… Αλλά όπως είπε ο Τόμας Γουλφ, “Δεν μπορείς να πας σπίτι”. Και στο τέλος των γυρισμάτων συνειδητοποίησα πως δεν θα μπορούσα να ξαναπάω σπίτι. Αλλά τουλάχιστον έχω να μοιραστώ αυτό».
Σκηνοθεσία | Στίβεν Σπίλμπεργκ |
Σενάριο | Στίβεν Σπίλμπεργκ, Τόνι Κούσνερ |
Παραγωγή | Στίβεν Σπίλμπεργκ, Τόνι Κούσνερ, Κρίστι Μακόσκο Κρίγκερ |
Ηθοποιοί | Μισέλ Γουίλιαμς, Πολ Ντάνο, Σεθ Ρόγκεν, Γκάμπριελ ΛαΜπέλ, Τζίνι Μπερλίν, Τζούλια Μπάτερς, Ρόμπιν Μπάρτλετ, Κίλι Καρστέν, Τζουντ Χιρς |
Φωτογραφία | Γιάνους Καμίνσκι |
Μοντάζ | Μάικλ Καν, Σάρα Βρόσαρ |
Μουσική | Τζον Γουίλιαμς |
Διάρκεια | 151’ |
Διανομή | ΟDEON |
Είδος | Δράμα |
Σχόλια για αυτό το άρθρο