Ο Μηνάς Γκούμας γράφει το δικό του αντίο στον Αλέξανδρο Σταματιάδη..
Σήμερα το πρωί, τα πλοία απ’ την Ραφήνα προς την Άνδρο γέμισαν από πληθος μαυροφορέμενων ανθρώπων, που επιβιβάστηκαν με τα, επίσης μαύρα, αυτοκίνητά τους. Στο Γαύριο, τους περίμεναν με μαύρες κορδέλες τα αυτοκίνητα αντίκες, που είχαν έρθει για το ράλλυ, πενθώντας το μέλος του Σωματείου τους, τον αγαπημένο Αλέξανδρο Σταματιάδη.
Απ’ το Γαύριο έως την Χώρα, ένα μακρύ κομβόι αυτοκινήτων προχωρούσε στον δρόμο. Πρώτη η νεκροφόρα με τον Αλέξανδρο και πίσω της ακολουθούσαν οι υπόλοιποι.
Η Αγορά ήταν ήδη γεμάτη από κόσμο λόγω του ράλλυ αντίκας και του ημιμαραθωνίου. Μόλις έφτασε το κομβόι, άρχισαν σιγά-σιγά όλα να μαυρίζουν κι η Αγορά γέμισε θλίψη. Η ατμόσφαιρα έγινε εξαιρετικά βαρειά. Στην δε εκκλησία της Θεοσκεπάστου η κατάσταση ήταν αφόρητα φορτισμένη.
Έξι ιερείς τον έψαλαν μαζί με τον αγαπητό παπα-Γιάννη, που μπαινόβγαινε απ’ την αριστερή πόρτα της Ωραίας Πύλης κι αναστέναζε, κρατώντας την μέση του, «Ωχ, Θεέ μου».
Ο τέως υπουργός Ι. Παλαιοκρασσάς έψαλε με τον ψάλτη υπέροχα, ο πρίγκιπας Νικόλαος έφερε ένα ωραίο, μικρό, δάφνινο στεφάνι και το τοποθέτησε δίπλα στο φέρετρο, η δε Μητέρα του νεκρού έβγαλε τον πρώτο επικήδειο λόγο:
«Καλά έκανες, αγόρι μου», είπε δυνατά, προσπαθώντας να σταθεί στα πόδια της, αναφερόμενη στην πάλη του με τους δολοφόνους, για ν’ αναφωνήσουν όλοι στην εκκλησία «Ήρωας!»
Και ήταν ήρωας, κύριε Τόσκα, που θέλετε να κάνουμε πως κοιμόμαστε. Γιατί δεν ήρθατε να το πείτε σήμερα στην κηδεία του Αλέξανδρου, να ακούσουν οι γονείς του, η γυναίκα του, τα παιδιά και οι φίλοι του απ’ το στόμα σας αυτήν την βλακεία που ξεστομίσατε; και σεις κύριε Παρασκευόπουλε με τον τραγικό νόμο σας τι έχετε να πείτε;
Μίλησε ο φίλος του, o Γιάννης, ελαφρύνοντας με το χιούμορ του την κατάσταση, μία συνεργάτιδά του και, τέλος, ο γυιός του, ο Αχιλλέας, που καταχειροκροτήθηκε για τον υπέροχο λόγο του.
Την ώρα της κηδείας, τα ιστιοπλοϊκά είχαν έρθει στον όρμο κάτω απ’ την εκκλησία για να τιμήσουν τον άνθρωπο που τόσα τους είχε προσφέρει.
Στο νεκροταφείο ήταν σπαρακτικό να βλέπεις ν’ αποχαιρετά η μάνα το παιδί της την ώρα που μπαίνει στον τάφο. Δεν αντέχεται…
Η βαρειά ατμόσφαιρα ελάφρυνε κάπως στον Ναυτικό Όμιλο, όπου προσφέρθηκαν φαγητό, ποτό και καφές υπό τον ήχο κλασσικής πένθιμης μουσικής που έπαιζαν δύο μουσικοί, βιολί και πιάνο. Ο καυτός ήλιος, η θάλασσα κι όλος αυτός ο γνωστός κόσμος, που σπάνια βλέπεις μαζεμένο, εκτός από γάμους και κηδείες, μου άφησε ένα συναίσθημα χαρμολύπης.
Λίγο μετά τις τρεις το μεσημέρι, και αφού ο εξάδελφός του, και ανηψιος μου, Λεωνίδας είπε δυο λόγια και ήπιαμε στην μνήμη του εκλιπόντος, άρχισαν ν’ αποχωρούν σιγά-σιγά οι λιμουζίνες και τα μεγάλα μαύρα τζιπ, τα ελικόπτερα απογειωθήκαν, τα κανάλια και οι κάμερες έφυγαν και μερικοί έβγαλαν τα ρούχα τους και βούτηξαν στην θάλασσα.
Τον Αλέξανδρο δεν τον ήξερα καλά. Τον θυμάμαι παιδάκι, περίπου οκτώ ετών, να κάνει παρέα με τα ανήψια μου, με τα οποία ήταν συνομήλικος. Αργότερα, συγκατοίκησε μ’ έναν ανηψιό μου και, φυσικά, είχαμε άπειρους κοινούς φίλους. Η γυναίκα του είναι παλιά αγαπημένη φίλη μου και πάντα χαίρομαι να την βλέπω και να τα λέμε. Τα τελευταία πέντε χρόνια που ζω στο νησί, τον γνώρισα λίγο παραπάνω, αλλά παρέα δεν κάναμε ποτέ. Ήταν ένας αγαπητός άνθρωπος, λεβέντης και πολύ κοινωνικός. Καλό παιδί για τους γονείς του, καλός σύζυγος, εξαιρετικός πατέρας και πολύ καλός φίλος. Χιουμορίστας και πάντα αισιόδοξος για όλα, οργανωτικός και πολύ ταπεινός. Είχε προσφέρει πολλά στο νησί κι ο κόσμος τον αγαπούσε απ’ τον πιο φτωχό μέχρι τον πιο πλούσιο. Με όλους ήταν ευγενής και πρόσχαρος. Πάντα πολύ δραστήριος διαρκώς ξεσήκωνε την γυναίκα του, η οποία τον αποκαλούσε αστειευόμενη, αντί Σταματιάδη, Ταλαιπωριάδη.
Στην Αθήνα προ τριών ημερων, έκανα την επίσκεψή μου στο νοσοκομείο σε ώρα όπου έλειπαν όλοι, αισθανόμενος υποχρέωση προς αυτόν και την οικογένειά του. Ήταν μία ημέρα προτού πεθάνει.
Καθώς δεν ήμουν πολύ φιλικά συνδεδεμένος μαζί του, δεν περίμενα να λυπηθώ τόσο πολύ για τον χαμό αυτού του ανθρώπου. Ήταν τόσο, μα τόσο άδικο να χάσει την ζωή του τόσο νέος και μ’ αυτόν τον τρόπο. Ένας άνθρωπος που λάτρευε την ζωή και την ζούσε στο φουλ λεπτό προς λεπτό κι είχε μπροστά του πολλά χρόνια για να την ευχαριστηθεί ακόμη.
Η Άνδρος στην κυριολεξία δεν θα είναι ποτέ η ίδια χωρίς αυτόν και ιδιαιτέρως ο Ναυτικός Όμιλος, που αγαπούσε και πάσχιζε για την καλή λειτουργεία του.
Αιωνία σου η μνήμη, αγαπητέ Αλέξανδρε.
Σχόλια για αυτό το άρθρο