Ένα παιδικό μου όνειρο εκπληρωνόταν εκείνο το πρωί, καθώς διέσχιζα τη λεωφόρο Αλεξάνδρας για να φθάσω στο σπίτι της Άλκης Ζέη. Θα γνώριζα επιτέλους από κοντά τη συγγραφέα που με τα βιβλία της με είχε ταξιδέψει στη νεότερη ιστορία της Ελλάδας με όλα τα δεινά και τα ευχάριστα που τη σημάδεψαν. Τη γυναίκα που για να συναντήσει τον αγαπημένο της σύζυγο, τον θεατρικό συγγραφέα Πέτρο Σεβαστίκογλου, αυτοεξορίστηκε ύστερα από πολλές περιπέτειες στην Τασκένδη. Τη μάνα που μεγάλωσε δύο παιδιά ανάμεσα σε Μόσχα, Αθήνα, Παρίσι, ενώ παράλληλα έδινε τη δική της μάχη επιβίωσης γράφοντας και μεταφράζοντας. Την αγωνίστρια που υπερασπίστηκε με θυσίες το όραμα των αριστερών συντρόφων της για ελευθερία και δημοκρατία. Όλα αυτά και κάτι ακόμα. Γνώρισα, τελικά, μια αιώνια έφηβη που στα 91 της χρόνια παραμένει το ίδιο δραστήρια, ανήσυχη μα και αισιόδοξη.
Ξεκινήσαμε τη κουβέντα μας από τη θεατρική μεταφορά του πρώτου, πολυβραβευμένου και μεταφρασμένου σε 23 γλώσσες, μυθιστορήματός της «Το Καπλάνι της Βιτρίνας» σε σκηνοθεσία Ανδρομάχης Χρυσομάλη. Μετά την περσινή επιτυχία, η παράσταση επαναλαμβάνεται στο θέατρο Αβάκιο μ’ ένα αξιόλογο καστ να ενσαρκώνει τους εμβληματικούς ήρωες.
«Το ανέβασμα της Ανδρομάχης Χρυσομάλη με δικαίωσε. Παρά τις δυσκολίες, κατάφερε ν’ αναβιώσει επί σκηνής την ατμόσφαιρα του βιβλίου, το καλοκαίρι, τις διακοπές, την ξεγνοιασιά της παρέας, αλλά και τη σκιά που απλώθηκε πάνω μας με την Δικτατορία του Μεταξά. Στην περσινή πρεμιέρα είχαν έρθει η κόρη, η εγγονή μου, συγγενείς. “Πρώτη φορά είδα το μπαμπά μου να κλαίει” είπε μια ανιψιά μου στο τέλος.»
«Με το “Καπλάνι” στάθηκα τυχερή. Πρώτα με την τηλεοπτική μεταφορά του, το 1987, από την κρατική τηλεόραση και τώρα στο θέατρο. Είναι ευτυχής συγκυρία όταν ο συγγραφέας βλέπει το βιβλίο του να ζει και μακριά από τις σελίδες, γεγονός για το οποίο είμαι πάντα ιδιαίτερα επιφυλακτική.»
«Ποτέ στα παιδιά μου δεν έλεγα παραμύθια. Όταν γεννήθηκαν μέναμε στη Μόσχα και ήθελα με κάποιο τρόπο να πλησιάσουν την Ελλάδα. Τους έλεγα λοιπόν κάθε βράδυ πώς περνούσαμε εγώ και η αδελφή μου όταν ήμασταν μικρές. Κάπως έτσι ξεπήδησε αργότερα το “Καπλάνι της Βιτρίνας”. Αλλά ακόμη και τα εγγόνια μου τις ιστορίες αυτές ήθελαν να τους λέω. Έβαζα και το απαραίτητο αλατοπίπερο, καθώς τις είχα εξαντλήσει πλέον, σε σημείο που αν τις έγραφα θα ξεπερνούσαν σε επεισόδια τη… “Λάμψη”.»
«Μάλλον φταίει ότι οι νεότερες γενιές είναι γενικά πιο καλομαθημένες. Όταν επέστρεψα στην Αθήνα, ύστερα από δέκα χρόνια που ζούσα στη Σοβιετική Ένωση, μου έκανε τρομερή εντύπωση πώς μεγάλωναν τα ελληνόπουλα. Δεν τους στερούσαν τίποτα οι γονείς τους, παιχνίδια, δώρα, ρούχα, τα πάντα συνεχώς. Συνήθισαν όλοι στην άνεση ώσπου ξεκίνησε η κρίση.»
Σχόλια για αυτό το άρθρο