Ο ΤΑΖ πνίγεται ανάμεσα σε ψησταριές και ποτάδικα του να μην πω τι, που έχουν μπλέξει την «Πολίτικη Κουζίνα» με την τσίκνα και το φτηνό ρακόμελο και σε φούρνους που υπάρχουν από το 1947.
Κάτι έχει αυτή η πέτρα με το ξύλο, δεν εξηγείται. Μολονότι η μόδα της έχει περάσει, θυμάμαι ότι πριν από λίγα χρόνια, ένα από τα βασικά επιχειρήματα του μαγαζάτορα για να τον επισκεφτείς, ήταν πως το μαγαζί του ήταν φτιαγμένο από πέτρα και ξύλο. Να το χαίρεται γιατί εγώ και με τα απλά τούβλα και το τσιμέντο, αν το σέρβις και η ατμόσφαιρα μου φτιάχνουν τη διάθεση, μια χαρά πάω να τους επισκεφτώ. Είναι ένα ανάλογο σύνδρομο, ιδιοκτητών βίλας στη Μύκονο, που τη χτίζανε με αρχιτεκτονική Πηλίου. Τι Πήλιο, τι Αιγαίο, ένα πράγμα αρκεί να είναι της μόδας του βλαχομπαρόκ. Χωρίς καμία αρχιτεκτονική συναίσθηση του τόπου μας, κοπανάμε δύο λέξεις, «πέτρα και ξύλο» που ξέρουμε ότι μας δίνουν μια χωριάτικη ζεστασιά, και χτίζουμε ένα μαγαζί τίγκα στον τσίγκο. Ανάγκη ζεστασιάς και επιστροφής στις ρίζες μας; Να πάτε να βρείτε τις ρίζες σας εκεί που ανήκουν και όχι σε έναν ψευτοχώρο που θα σας κάνει να νιώσετε παραδοσιακά και ωραία, φορώντας γούνα. Ο παράγοντας νοσταλγία πάντα πουλάει, το θέμα είναι γιατί εσύ την αγοράζεις σε τέτοια φτήνια.
Δεύτερο «θύμα» της κατάστασης, τα πιο κομψά γλυκαντζίδικα, τεϊοποτεία κλπ, που μετά την επιτυχία της «Πολίτικης Κουζίνας», έχτισαν μαγαζιά που παραπλανητικά σε παραπέμπουν στην αύρα μιας χαμένης εποχής, με ονομασίες όπως «Μέλι και Κανέλα», «Θυμάρι και Δυόσμος», «Κουκουνάρα και Πεύκο». Άλλη μια φουρνιά από επιχειρήσεις που ποντάρουν και αυτές στο ίδιο, την αναπαραγωγή μιας κινηματογραφικής πλαστής ανάμνησης με μοντέρνα ρετρό ντεκόρ κι εσένα σαν βλάκα, να αισθάνεσαι ότι βιώνεις τη γνησιότητα των παππούδων σου οι οποίοι ως γνωστόν, κάθε πρωί, αντί για τραχανά, έπιναν τσάι με υβίσκο. Το πιο αστείο από όλα τα παραπάνω, μου κάνουν οι φούρνοι στις γειτονιές, που λένε «από το 1947». Μήπως επειδή χρησιμοποιείς υλικά από τα 1947; Γιατί εγώ στα 40 χρόνια της ζωής μου, προχτές σε είδα να ανεβάζεις την πινακίδα και κανείς δεν μου είχε μιλήσει για σένα.
Με μια ψευδαίσθηση αγνότητας μέσα στη μηχανή του χρόνου, ταξιδεύουμε σε ένα παρελθόν που δεν το θυμόμαστε αλλά μας πείθουν ότι κάπως έτσι ήταν, για να καταναλώσουμε βιομηχανικές αναμνήσεις που ποντάρουν στην ανάγκη μας για επανεφεύρεση ενός πιο απλού τρόπου ζωής. Το αποτέλεσμα είναι συνήθως τσίρκο. Ανακατεμένες κουζίνες με ό,τι να ‘ναι υλικά, σμυρνέικα πεϊνιρλί με μπέικον από το σούπερ μάρκετ, κάποια έρμη μπάντα που γρατζουνίζει μπουζούκια και κιθάρες για να μας φέρει στην ατμόσφαιρα της εποχής, γλυκά «της γιαγιάς» που τα έχει φτιάξει στο εργαστήριο μια αλλοδαπή δούλα που της έμαθαν τη λέξη «κανταϊφι», και μια ψεύτικη γλυκύτητα από όλους, όπως «τον παλιό καλό καιρό». Ο λόγος που αποφεύγω τέτοια μαγαζιά είναι πάνω κάτω κι ο λόγος που αποφεύγω να δω πλέον συναυλίες των Depeche Mode. Toυς λατρεύω, αλλά τέλειωσαν εκτός κι αν θέλουν να πάνε να τραγουδήσουν σε κουτούκι.
Δεν μπορείς να αναπαράγεις την αυθεντικότητα με φο μπιζού. Υπάρχουν μαγαζιά που κρατάνε την ιστορία τους με πολύ αξιοπρεπή τρόπο, δεν τους βάζω όλους σε ένα σακούλι. Αλλά το να πάω σε μια παραδοσιακή ταβέρνα και να έχει στο μενού αστακομακαρονάδα, με βγάζει έξω από τα ρούχα μου. Όπως και το να πάω σε ένα φούρνο του 1947 και να έχει μάφιν. Σε αυτό που κάνεις, σημασία έχει η ταμπέλα που του βάζεις να έχει μια συνέπεια με το προϊόν σου. Αν θες να με ταξιδέψεις μέσα στο χρόνο, δείξ’ το μου με το προϊόν σου. Κι όχι με φτηνή ρετσίνα επειδή έτσι έπιναν και τότε. Το κυριότερο, όταν θες να ανοίξεις ένα πραγματικά ρετρό μαγαζί που να μοιάζει με σινεμά, είναι ο σεβασμός. Απέναντι στον εαυτό σου και τους πελάτες σου. Το κυριότερο, όταν είσαι πελάτης σε ένα τέτοιο μαγαζί, είναι η γνώση και η πραγματική σου επιθυμία να κάνεις αυτό το ταξίδι. Δεν είναι τυχαίο του ότι αυτοί που τυλίγουν τα κεμπάπ στον Θανάση στο Μοναστηράκι, ξινίζουν όταν τους ζητάς μέσα στο τυλιχτό πατάτες και σος. Τιμούν μια παράδοση, πουλάνε αυτήν την παράδοση.
Το αντίθετο ισχύει για τα μαγαζιά με ethnic food. Προσαρμοσμένα όλα στην εγχώρια αντίληψη και γεύση, αυτό που σου προσφέρουν κάθε άλλο παρά παραδοσιακό πιάτο της πατρίδας τους είναι. Προσαρμοσμένο στη βλαχιά σου είναι. Όπως κάτι Ελληναράδες που γυρνάνε από την Ιταλία και λένε με έμφαση «τι φριχτές πίτσες φτιάχνουν εκεί πέρα» επειδή τους χαλάει το κρίσπι της ζύμης και η λιτότητα των υλικών, συνηθισμένοι στην αμερικάνικη εκδοχή της πίτσας με την ψωμάρα από κάτω και δέκα αλλαντικά και τυριά από πάνω. Ψημένη φυσικά σε παραδοσιακό φούρνο από πέτρα, κι αυτή.
*Για μηνύσεις και απλήρωτα δάνεια, στείλτε μήνυμα στο terra_gelida@hotmail.com. Για μαύρες ορχιδέες, δέχομαι παραγγελίες στο www.facebook.com/tazthebuzz
Σχόλια για αυτό το άρθρο