Ο ΤΑΖ παρακολουθεί ένα βραβευμένο με Πούλιτζερ θεατρικό έργο κι αναρωτιέται αν το ότι τον έκανε να αμφιβάλει είναι και η επιτυχία του.
Το υπέροχο τραγουδάκι «Αμφιβολίες», έγινε σουξέ από τον Λευτέρη Μυτηλιναίο. «Αμφιβολίες το μυαλό μου βασανίζουνε πολλές, αμφιβολίες τρελές,». Στ’ αλήθεια, το θεωρώ πολύ πιο μεστό και ουσιαστικό στο πεντάλεπτο του από το βραβευμένο με Πούλιτζερ, ομότιλο θεατρικό έργο του Τζον Πάτρικ Στάνλεϊ που έγινε ταινία με την Μέριλ Στριπ και τον Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν. Να σου πω κάτι φίλε, το έργο είναι μπαμπέσικο με ψιλοβελονιές μέσα του που όμως πραγματικά, πες με και ηλίθιο αν θες, εγώ δεν κατάλαβα το λόγο της ύπαρξης τους. Και στις δύο εκδοχές που το είδα, λίγο βούλωσα.
Το όλο στόρι αφορά μια υστερική καλόγρια σε ένα μοναστηριακό σχολείο που έχει στραβώσει πολύ με τον προδευτικό ιερέα της σχολής και την ιδιαίτερη προσοχή που δίνει σε ένα αγόρι μαθητή, με αποτέλεσμα να παθαίνει υστερίαση προκειμένου να τον καταστρέψει, υπονοώντας παιδεραστική ομοφυλοφιλική σχέση, με αφορμή το ότι έπιασαν τον πιτσιρικά λίγο ντίρλα από το κρασί που μάλλον ήταν το κρασί της Θείας Κοινωνίας. Στα χαρτιά όλο αυτό ακούγεται συναρπαστικό. Στη σκηνή όμως τι γίνεται;
Ο ταλαντούχος Απόλλωνας Παπαθεοχάρης που έχει αναλάβει σκηνοθεσία, σκηνικά και κοστούμια φαίνεται σαν να αμφιβάλλει για το τι θέλει να αναδείξει, ενώ η Ρούλα Πατεράκη ερμηνεύει την Ρούλα Πατεράκη στο ρόλο της Αδελφής Αλούσιους Μποβιέ. Ο επίσης ταλαντουχος Νίκος Κουρής στο ρόλο του Πατέρα Φλιν, περιδιαβαίνει τη σκηνή, όχι σαν να παίζει, αλλά σαν να παρακολουθεί υπνωτισμένος τα δρώμενα. Ο Απόλλωνας είναι ένας αγαπημένος καλλιτέχνης (το γράφω χωρίς να έχω καμία απολύτως σχέση μαζί του, ούτε τη φάτσα του δεν ξέρω) που τουλάχιστον σε σκηνογραφία και κοστούμια σου δίνει πάντα απόλαυση. Ακόμα κι εδώ, η σκηνική απόδοση της μοναστηριακής αυστηρότητας που ταυτόχρονα όμως αποτελεί εξαγνισμένη λιτότητα αγιασμού σε έναν κήπο πρωτοπλάστων μετά την καταστροφή που περιμένουν να φυτρώσει στο δέντρο το απαγορευμένο μήλο ενώ κινούνται γύρω από μια σταυρωμένη εξέδρα, είναι εξαιρετική.
Μόνο που από κει και πέρα μοιάζει λες και ο σκηνοθέτης, επιλέγει ιδιαίτερα χαμηλούς τόνους, που για έναν χοντροκομμένο σαν κι εμένα, δεν είναι αντιληπτοί. Η κόντρα των δύο ηρώων και τα ηθικά ή θεολογικά ζητήματα που πέφτουν στο τραπέζι περνάνε σαν να μη τέθηκαν ποτέ και ουσιαστικά η ιστορία έχει ένα πολύ εύκολο χωρίς εξηγήσεις, μη φινάλε. Αυτό που εισπράττεις είναι δύο κακομαθημένοι της εκκλησίας, η μία οπισθοδρομική ο άλλος πιο προχώ, να συγκρούονται για ένα λόγο που η απόδοση του έργου ποτέ της δε σε αφήνει να παρασυρθείς από την υπαρκτή αλλά ανύπαρκτη θεατρικά, βαρύτητα της.
Υπέροχες, κεντημένες λεκτικές διαμάχες διεξάγονται ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές όμως αμέσως μετά, ουπς, μαγικά εξαφανίζονται σαν να μην έγιναν ποτέ.
Η Ρούλα Πατεράκη πατάει πάνω στο αγαπημένο μας νευρωτικό της ψεύδισμα και το συρρίκνωμα των χαρακτηριστικών της αλλά βρίσκει καταφύγιο σε μια καθιερωμένη πλέον κινησιολογία που ναι μεν την έχει κατακτήσει με πολύ πόνο και πάθος και έχει χριστεί από κοινό και κριτικούς Θεά για αυτό, αλλά τα τελευταία χρόνια μάλλον έχει βρει ζεστή φωλιά για τα πουλιά στη μανιέρα της .
Ο Νίκος Κουρής, από τις λίγες περιπτώσεις ηθοποιού και ταλαντούχου και κούκλου, εδώ μάλλον μένει εγκλωβισμένος στο «κούκλος». Στις εμφανίσεις του με ένα εντυπωσιακό κόκκινο ένδυμα που μονολογεί, εσύ μένεις κολλημένος στο ένδυμα. Στις σκηνές του και τη διαμάχη του με την Πατεράκη, δεν καταλαβαίνεις ακριβώς το λόγο. Εδώ υπάρχει το ενδεχόμενο μιας παιδεραστίας ή μιας στερημένης σεξουαλικά θρησκοληψίας και το όλο μπίρι μπίρι μεταξύ τους μοιάζει σαν ραντεβού για το πότε θα παίξουνε χαρτιά κουμ καν.
Σε μια ατμόσφαιρα αιθαλομίχλης, ο κορμός της σύγκρουση τους μένει σαν ξερό δέντρο όπως αυτό του σκηνικού. Φταίει ο συγγραφέας ή ο σκηνοθέτης;
Το έργο καταπιάνεται με πολύ καυτά και επίκαιρα ζητήματα, όπως τα σκάνδαλα παιδεραστίας στην εκκλησία αν το πάρουμε από την κίτρινη, ειδησεογραφική του πλευρά και από την άλλη, το ίδιο το μεγάλο, το οδυνηρό θέμα της πίστης σε έναν Θεό που ο καθένας μας τον κατασκευάζει όπως τον βολεύει και διαλέγει τις απολαβές και τις τιμωρίες του.
Στις θεατρικές αυτές «Αμφιβολίες» μοιάζει λες και πολλά χάνονται μέσα σε μια προσπάθεια εξομάλυνσης ερωτηματικών. Μια φίλη μου είπε, ότι εφ’ όσον ο ίδιος ο τίτλος του έργου, είναι «Αμφιβολία», το να με κάνει να αμφιβάλω είναι και η επιτυχία του.
Φωτογραφίες Εφη Γούση
Σχόλια για αυτό το άρθρο