Cinetroll: O TAZ αναρωτιέται αν υπάρχει ελπίδα χωρίς πατρίδα. Κι ο βραβευμένος Ζακ Οντιάρ, σκηνοθέτης του «Dheepan, Ο Άνθρωπος Χωρίς Πατρίδα» το ίδιο. Ευτυχώς, πολύ μακριά από τη δηθενιά του σινεμά των Νταρντέν.
Δεν είμαι σίγουρος αν κι ο ίδιος έχει βρει την απάντηση στο αν υπάρχει ελπίδα χωρίς πατρίδα κι αν μπορείς να χτίσεις την πατρίδα σου κάπου αλλού. Δεν είμαι σίγουρος αν μετά από δύο, συγκλονιστικές στην απλότητά τους και τις εμβόλιμες εικαστικές αναταράξεις, ώρες, ο Οντιάρ επιλέγει το φινάλε που επιλέγει σαν κάθαρση, ή σαν ειρωνεία. Αφού έχουν προηγηθεί τα μύρια όσα που ουσιαστικά είναι η απεικόνιση της απελπισίας και της φρίκης στους τραυματισμένους ψυχικούς κόσμους των ηρώων, της όχι και τόσο βολικής πραγματικότητας στη νέα τους πατρίδα. Από τη Σρι Λάνκα στα παρισινά προάστεια.
Αυτός κι αυτή, με μέσο ένα παιδί αγνώστου μητρός, θα πάρουν διαβατήριο ως πολιτικοί πρόσφυγες στην γη της επαγγελίας, που υπάρχει μόνο στις αγγελίες. Μια πλασματική οικογένεια σε έναν πλασματικό κόσμο, με διαμεσολαβητές «κοινωνικά ευαισθητοποιημένους» λειτουργούς που κάνουν τα στραβά μάτια. Όχι για να γίνει το καλό. Αλλά για να μεταμορφωθεί και το καλό σε κακό. Ο Ντιπάν θα πιάσει δουλειά σε ένα οικοδομικό τετράγωνο που ελέγχεται από μαφιόζους. Η δουλειά του είναι να καθαρίζει και να κλείνει τα μάτια και το στόμα του. Η δήθεν γυναίκα του το ίδιο. Το μικρό κοριτσάκι που έχουν «υιοθετήσει» θα δείξει τη μεγαλύτερη προσαρμοστικότητα από όλους. Και τις μεγαλύτερες, σωστά αρθρωμένες απορίες.
Βλέπετε, ούτε ο Ντιπάν, ούτε η γυναίκα του δεν έχουν πλέον λέξεις να αρθρώσουν. Όχι μόνο στη γλώσα τους αλλά ακόμα χειρότερακ στα γαλλικά που δεν τα γνωρίζουν. Δραπέτες της βίας για να βρεθούν εγκλωβισμένοι σε μια άλλλη βία, «πολιτισμένη» και «αποδεκτή». Ο Ντιπάν, πιο ονειροπόλος και για αυτό πιο επικίνδυνος, θα αρχίσει σιγά σιγά να πιστεύει πως αυτή ειναι η πραγματική του οικογένεια.Η γυναίκα, εστιασμένη στον τελικό της σκοπό που είναι να φύγει στο Λονδίνο και να τους παρατήσει, θα περάσει πέρα δώθε άπειρες φορές την διώρυγα μετάξύ της επιβίωσης της και του στα στα σπάργανα μητρικού ενστίκτου για την κόρη της και τα συναισθήματά της για τον Ντιπάν.
Ο Οντιάρ έχει μια μοναδική ποιότητα. Στο να σου φέρνει κατάμουτρα τη ρεαλιστική αφτιασίδωτη αλήθεια με έναν ποιητικό κινηματογραφικά τρόπο, σε λεπτομέρεις, όπως το πέταγμα περιστεριών ή το χάδι στα μαλλιά. Οι λυρικές του παρεμβάσεις απογειώνουν ένα σύνολο που θα μπορούσε να έχει κακοποιηθεί στα χέρια των Νταρντέν που ναι,όλοι γνωρίζουν πόσο τους βαριέμαι. Ο κόσμος ψοφάει για δράμα με ρεαλιστικό υπόβαθρο και οι Νταρντέν του το προσφέρουν απλόχερα, ωμό σαν κακοφτιαγμένο σούσι. Όχι όμως ο Οντιάρ γιατί είναι σκηνοθέτης. Ζυγιάζει την αλήθεια, τη σκληρότητα, το ψέμα και το όνειρο και παραδίδει ένα έργο τέχνης. Όταν στο τελευταιο εικοσάλεπτο γίνει η έκρηξη, είναι απλά το αποτέλεσμα αυτού που ο σκηνοθέτης στήνει με μοναδικό τρόπο από την αρχή. Έκρηξη με μια ασήμαντη αφορμή που όμως ο Οντιάρ «σκιτσάροντας» ψυχολογικά πορτρέτα, έχει φροντίσει να μας την καταστήσει σαφή από την αρχή.
Νικάει κανείς; Χάνει κανείς; Και τι συμβαίνει σε όσους μένουν μέσα σε αυτήν την ουδέτερη ζώνη που δεν έχει μονάδες μέτρησης ούτε για το χάσιμο ούτε για το κέρσος; Ίσως αυτό που έγραψα και στην αρχή, αυτό με το οποίο τελειώνει και η ταινία. Ένα χάδι μαλλιών. Νεκρών ή πεθαμένων; Αυτό το γνωρίζουν μόνο οι ήρωες μέσα τους και εσύ καλείσαι να βουτήξεις μέσα σε αυτό το μέσα τους, για να το ανακαλύψεις.
Βαθμολογία 8/10
***Χρυσός Φοίνικας στο Φεστιβάλ Κανών.
***Στις αίθουσες από την Πέμπτη 19 Νοεμβρίου.
Ακολουθήστε τον ΤΑΖ στο www.facebook.com/tazthebuzz
Σχόλια για αυτό το άρθρο