Από παιδί τον αγαπούσαν οι… μπελάδες. Σαν αυτούς όπου «έμπλεκε» αργότερα, ως ηθοποιός. Ο 74χρονος «γόης του σινεμά και του θεάτρου » μίλησε στο People και στη Ζέτα Καραγιάννη, για τις γυναίκες της ζωής του, για χαρές , λύπες και το κορίτσι που κατάφερε να του «ξυρίσει το μουστάκι».
Γίνεται μπασκετμπολίστας στον Πανιώνιο, με ανταμοιβή το σορτσάκι, τη φανέλα και τα πάνινα παπούτσια. Και το 1956, έπειτα από επιθυμία του πατέρα του, μπαίνει στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων. «Μόλις πέρασαν έξι μήνες δραπέτευσα. Ο πατέρας μου απειλούσε ότι θα αυτοκτονήσει. Γύρισα, αλλά το έσκασα ξανά μέσα απ’ το κελί όπου με είχαν τιμωρημένο. Δεν ξαναγύρισα και έπιασα δουλειά στα διυλιστήρια».
Είναι πια 18 χρόνων. Και τότε… έρχεται ο έρωτας. Για τη Μαρία, 23 χρόνων, γιατρό, από πλούσια οικογένεια. Με αυτό το κορίτσι είχε και την πρώτη ερωτική επαφή της ζωής του. «Η σχέση μας έγινε το σκάνδαλο της περιοχής. Και γιατί ήταν μεγαλύτερη και γιατί ανήκε σε άλλη τάξη. Οι γονείς της, για να διακόψουν το δεσμό μας, την ξαπόστειλαν στην Αγγλία» λέει. Ένα χρόνο μετά, η φλόγα του πάθους δεν είχε κοπάσει και με το πρόσχημα ότι θα σπούδαζε πιλότος πήγε να τη βρει στο Λονδίνο. Στο μεταξύ, η εταιρεία που θα χρηματοδοτούσε τις σπουδές του είχε φαλιρίσει, τα χρήματα που του είχε δώσει ο πατέρας του είχαν τελειώσει, η φλόγα για τη Μαρία είχε σβήσει και βρέθηκε να κοιμάται νηστικός στους δρόμους. «Μια μέρα που αρρώστησα ξανά, ένας φίλος του πατέρα μου μου έβγαλε το εισιτήριο της επιστροφής στην πατρίδα. Γύρισα κι άρχισα να δουλεύω σε παγωτατζίδικο και μετά σ’ ένα σιδεράδικο στην Αθηνάς». Ο Φαίδων Γεωργίτσης, από το 1961 που γνώρισε ένα γιόγκι, κάνει καθημερινά γιόγκα. Το χαρτί για να καταταγεί στο στρατό φτάνει στο σπίτι. Τυχαία, στη γειτονιά του, γνωρίζει τον Χρήστο Μπίστη, που δούλευε ως βοηθός σκηνοθέτη και συνεργαζόταν με τον Κουν. Μιλούν για το στρατό, για το πώς μπορεί να πάρει αναβολή, τι θα μπορούσε να κάνει στη ζωή του. Εκείνος του δίνει μια πρόσκληση για το θέατρο, για μια παράσταση βασισμένη σε κείμενα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. «Ήταν η πρώτη φορά που πήγαινα στο θέατρο. Μαγεύτηκα! Κι αποφάσισα να δώσω εξετάσεις στη δραματική σχολή. Ετοίμασα το κομμάτι που θα παρουσίαζα στην επιτροπή, έχοντας όμως στο πίσω μέρος του μυαλού μου ότι το έκανα κυρίως για να αποφύγω το στρατό. Ούτε κι όταν, βλέποντάς με να παίζω, ο Κουν μου είπε “εσάς θα σας πάρουμε!” είχα επίγνωση του τι σημαντικό μού είχε συμβεί». Έξω απ’ την αίθουσα περίμεναν αγχωμένοι τη σειρά τους οι μετέπειτα συμφοιτητές του: ο Θύμιος Καρακατσάνης, η Κική Ελευθερίου, η Μπέτυ Αρβανίτη. Λίγο αργότερα τα βέλη του έρωτα θα σημάδευαν ξανά την καρδιά του. «Με την Μπέτυ γίναμε ζευγάρι στη σχολή κι αργότερα παντρευτήκαμε. Δεν ταιριάζαμε όμως ως χαρακτήρες. Οι καβγάδες μας θα μπορούσαν να γίνουν θέμα σε έργο του Στρίνμπεργκ. Το βαθύτερο ρήγμα στη σχέση μας όμως ήταν όταν αποφάσισε, χωρίς να με ρωτήσει, να ρίξει το παιδί μας. Εκείνη είχε ήδη ένα γιο και δεν ήθελε άλλο παιδί. Εγώ όμως ήθελα οικογένεια, παιδιά. Μετά από αυτό η σχέση είχε ξεφτίσει. Χωρίσαμε τρία χρόνια αργότερα» παραδέχεται. Στο μεταξύ, έχει διαγράψει μια λαμπρή πορεία. Στο θέατρο, όπου πιστεύει ότι βρίσκει τη λύτρωσή του ο ηθοποιός, έχει κάνει σπουδαίες συνεργασίες.
Και στο σινεμά επιτυχίες με συμπρωταγωνίστριες τις πιο όμορφες Ελληνίδες ηθοποιούς. Υπήρξε ζευγάρι με κάποια από εκείνες; «Με την Αλίκη είχαμε ένα σύντομο φλερτ το καλοκαίρι του ’63, όταν είχα χωρίσει για λίγο από την Μπέτυ. Τη Μάρθα Καραγιάννη την έβλεπα πάντα ως φίλη. Η Ζωή Λάσκαρη μου άρεσε, αλλά δεν μπορούσαμε να κάνουμε ούτε μια απλή συζήτηση οι δυο μας». Στο δρόμο τον φλέρταραν οι γυναίκες. Έλεγαν «Α, ο Γεωργίτσης!» και ζητούσαν να τον αγγίξουν, να του μιλήσουν, να…«Από παιδί πολλοί άνθρωποι με πλησίαζαν γυρεύοντας κάτι από μένα, αλλά ήξερα να θέτω τα όριά μου. Κάποιες φορές αυτό με έμπλεκε σε μπελάδες χωρίς να φταίω, όμως ήξερα τι ζητούσα. Και δεν παρέκκλινα από αυτό» δηλώνει. Και αυτό που ζητούσε ήρθε στις αρχές του ’70, στα γυρίσματα μιας ταινίας στη Ρώμη. Εκεί γνωρίζει την καλλονή, Γαλλοφλαμανδή, Μπέτσι. Η φιγούρα της κοσμούσε τότε τα περιοδικά με δημιουργίες του οίκου Chanel. Εγκαταλείπει τη δουλειά της για χάρη του και την Πρωτοχρονιά του ’71 έρχεται να μείνει για πάντα στην Ελλάδα. «Με την Μπέτσι ποτέ δεν είχαμε συγκρούσεις. Δεν είχε την πονηριά που έχουν κάποιες Ελληνίδες, που ό,τι κι αν κάνεις σου λένε “γιατί ξυρίστηκες, πού θα πας;”. Μου άρεσε το ότι ήταν πολύ σίγουρη για τον εαυτό της». Το ’72 αποκτούν το γιο τους, Ραφαέλο, και το ’74 την κόρη τους, Μαρίζα. Η κρίση στον ελληνικό κινηματογράφο έχει ήδη φτάσει. Αναγκάζεται, για να πάρει μεροκάματο 120 δραχμές, να κουβαλάει τούβλα σε οικοδομές. «Δεν ένιωθα μειονεκτικά ή περίεργα. Αρκούσε που είχαν γάλα τα παιδιά μου και μια σόμπα για να ζεσταίνονται…». Λίγο αργότερα, ξεκινάει συνεργασία με το ΚΘΒΕ με λίγα χρήματα, που για μια έξοδό του έφταναν ίσα για μια μερίδα πατσά στην Εγνατίας. Και το 1980, σε ένα ακόμα οικονομικό σκαμπανέβασμα, διασκευάζει και παίζει στο θέατρο το Συλλέκτη παίρνοντας εξαιρετικές κριτικές. Στις αρχές του 1990 μπαίνουν στη ζωή του, όπως και στη ζωή των τηλεθεατών, τα σίριαλ του Νίκου Φώσκολου στον ΑΝΤ1. «Μιλάμε καμιά φορά στο τηλέφωνο με τον Νίκο. Είναι ένας βασανισμένος άνθρωπος. Τον εκτιμώ πολύ». Φώτα, ρόλοι, αναγνώριση, έρωτες, χρήματα… Τι έχει περισσότερη αξία στη ζωή τελικά; «Αυτό είναι ένα ερώτημα που νομίζω πως μόνο οι γιόγκι το έχουν απαντήσει. Το 1961 γνώρισα ένα γιόγκι και πέρασα μαζί του ένα καλοκαίρι σε μια καλύβα που είχε ο παππούς μου στη Βάρκιζα. Πέντε φορές την ημέρα τρώγαμε άσπρο ρυζάκι σκέτο κι άλλες πέντε φορές κάναμε γιόγκα. Ήμουν έτοιμος να φύγω για τα Ιμαλάια, αλλά τραυματίστηκα στον πέμπτο θωρακικό σπόνδυλο και δεν μπορούσα να κάνω ούτε τις βασικές ασκήσεις της γιόγκα. Εκείνη η εποχή ήταν από τις πιο ευτυχισμένες της ζωής μου. Είχα αδυνατίσει πολύ, αλλά ένιωθα ότι η δύναμη του μυαλού μου τρύπαγε τοίχους. Η γιόγκα, που σου δίνει τεράστια εσωτερική δύναμη, γιατί ενώνεσαι με το σύμπαν, έχει αξία. Ή, σε πολύ μικρότερο βαθμό, έχει αξία το να δημιουργείς. Το να μελετάω για ένα ρόλο, όπως τώρα, είναι δημιουργία» λέει. Εξακολουθεί και σήμερα να κάνει ασκήσεις γιόγκα κάθε πρωί. Να κάνει, όπως λέει, «ένα εσωτερικό ρεπεράζ, μια αυτοαναγνώριση». Ως κλασικός Υδροχόος, παραμένει πάντοτε ανήσυχος και αναζητητής. «Πάντα πίστευα ότι αξίζει να είσαι ανήσυχος κι ας ταλαιπωρείσαι, γιατί με αυτό τον τρόπο αποκτάς γνώσεις και μπορείς να δημιουργήσεις» λέει με σιγουριά και σχεδιάζει το επόμενο βήμα του.
Σχόλια για αυτό το άρθρο