Αστακός: ο διεθνής Γιώργος Λάνθιμος διχάζει ξανά και αναρωτιέται με το δικό του τρόπο, «τι είναι αυτό που το λένε αγάπη», δίνοντας αγγλόφωνες εξετάσεις αντοχής και εξέλιξης. Ο ΤΑΖ βαθμολογεί και αναλύει.
Μεγάλο θέμα το κεφάλαιο greek weird wave στον εγχώριο κινηματογράφο. Μια “ταμπέλα” που δημιουργήθηκε από ξένους κριτικούς, με αφορμή τον «Κυνόδοντα» του Γιώργου Λάνθιμου και πολλές ταινίες που ακολούθησαν μετά από αυτόν. Σε αυτή την ταμπέλα που μεταφράζεται ως «παράξενο ή παράδοξο κύμα του ελληνικού κινηματογράφου», χωράνε πολλοί διαφορετικοί δημιουργοί, μερικοί με τη θέλησή τους και άλλη με τη θέληση των κριτικών. Χωράνε πραγματικά διαμάντια αλλά και δήθεν υπαρξιακά σκουπίδια του αλλού για αλλού που υποχρεωθήκαμε σαν βλαχοδήμαρχοι, να τα δοξάσουμε επειδή πήραν βραβεία στα ξένα φεστιβάλ.
Κάτι που ουσιαστικά δεν σημαίνει τίποτα τις περισσότερες φορές. Το λέω γνωρίζοντας τον κόσμο των φεστιβάλ. Νομίζω ότι απλά οι ξένοι εντυπωσιάζονται από την φεστιβαλικά συμβατή αντισυμβατικότητα μιας τριτοκοσμικής κινηματογραφικά (και όχι μόνο) χώρας και το βλέπουν και λίγο εξοτίκ, ψάχνοντας να βρουν μια νέα μόδα, όπως κάποτε ήταν πχ. το ιρανικό σινεμά. Το θέμα είναι ότι μπορεί το greek weird wave να χωράει πολλούς δημιουργούς και βραβεία σαν ταμπέλα, έχει αποδειχτεί όμως απωθητικό όσον αφορά στο κοινό που του γυρίζει επιδεικτικά την πλάτη. Ταυτόχρονα η μετάλλαξη του από περιθωριακό καλλιτεχνικό κίνημα σε κανόνα, παρέσυρε πολλούς ατάλαντους μιμητές στον ίδιο δρόμο. Δημιούργησε μια σχεδόν φασιστική γραμμή προστασίας και υπόκλισης από την ελληνική κριτική με μαύρα πρόβατα όσους εκφράσαμε αντιρρήσεις. Και καπέλωσε οποιαδήποτε φιλόδοξη καλλιτεχνικά ελληνική παραγωγή που δεν ανήκει στο είδος της βιντεοκωμωδίας αλλά ούτε και του weird wave, με τους θεατές να βλέπουν ελληνική ταινία και να τρέχουν μακρυά μην ξαναπάθουν τα ίδια με τον «Κυνόδοντα».
6 χρόνια μετά την εκτόξευση του Λάνθιμου στην αφρόκρεμα των πολλά υποσχόμενων ευρωπαίων σκηνοθετών, ακόμα υπάρχουν φίλοι που μου λένε, «δεν πιστεύω να σου άρεσε ο «Κυνόδοντας». Τους καταλαβαίνω. Το σύμπαν του Λάνθιμου, είναι ασφυκτικά κλειστό, σχεδόν αυτιστικό στην πρώτη ματιά αλλά ανοιχτό και εγκληματικά σαρκαστικό στη δεύτερη. Τόσο χάρη στο ταλέντο του ίδιου όσο και του μόνιμου σχεδόν συνεργάτη του, σεναριογράφου Ευθύμη Φιλίππου. Δυστυχώς για αυτούς όμως, με τις «Άλπεις‘ που ακολούθησαν στη συνέχεια, έδειξαν και τα όρια τους. Ή μάλλον τον εμμονικό εγκλωβισμό τους σε ένα ανθυπομπεκετικό σύμπαν. Ή λανθυμομπεκετικό. Με σκηνές και αντιδράσεις και καθοδήγηση ηθοποιών copy paste από τον «Kυνόδοντα» πάνω σε μια πολύ ενδιαφέρουσα ιδέα που «μεταμορφώθηκε» σε ξεχασμένο, ζαρωμένο, ιπτάμενο μπαλόνι χωρίς «καύσιμα», να αιωρείται μίζερα, σκαλωμένο στη γωνία του ταβανιού ενός δωματίου γεμάτο με κούτες μετακόμισης.
Η μετακόμιση έγινε και ο Γιώργος Λάνθιμος από το Λονδίνο πλέον, άνοιξε τα φτερά του με πολυεθνική, αγγλόφωνη παραγωγή και ένα cast που περιλαμβάνει γνωστούς ξένους ηθοποιούς: Kόλιν Φάρελ, Ρέιτσελ Βάις, Λεά Σεϊντού, Τζον Σι Ράιλι και οι μόνιμες συνεργάτιδες της λανθιμοπαρέας, Αριάν Λαμπέντ και Αγγελική Παπούλια. Μεγάλο το στοίχημα, μεγάλες και οι προσδοκίες, ειδικά με το συγκεκριμένο φιλόδοξο στόρι. Σε ένα απροσδιόριστο κοντινό μέλλον, όσοι δεν έχουν σύντροφο μεταφέρονται σε ένα απομονωμένο, οργουελικό ξενοδοχείο. Εκεί έχουν προθεσμία 45 ημερών για να βρουν ταίρι διαφορετικά μεταμορφώνονται στο ζώο που έχουν επιλέξει. Ταυτόχρονα στο δάσος γύρω από το ξενοδοχείο, κυκλοφορούν ελεύθεροι οι «Moναχικοί». Ένα αντάρτικο τάγμα που όμως έχει κι αυτό σκληρούς κανόνες, όσον αφορά τα μέλη του που κάνουν το λάθος να ερωτευτούν. Οι «φιλοξενούμενοι» του ξενοδοχείου κάθε βράδυ κυνηγούν τους δραπέτες, κερδίζοντας επιπλέον μέρες διαμονής για κάθε έναν που συλλαμβάνουν. Η άφιξη του πρόσφατα διαζευγμένου Ντέιβιντ στο ξενοδοχείο, που δηλώνει ως ζώο προτίμησης του αν αποτύχει να βρει σύντροφο, τον αστακό, θα είναι η αρχή μιας σειράς γεγονότων και ανατροπών στον αποστειρωμένο συναισθηματικό φασισμό και εξαναγκασμό και των δύο ομάδων.
Ο Λάνθιμος και ο Φιλίππου, στήνουν μια αλληγορική, αιχμηρά σαρκαστική δραματική, θρίλερ κωμωδία του παραλόγου, που λειτουργεί αποτελεσματικά αντανακλώντας στον παραμορφωτικό της καθρέφτη, τον νευρωτικό ψυχαναγκασμό της κοινωνίας όσον αφορά το ζευγάρωμα, την δημιουργία οικογένειας και κατ’ επέκταση το καταπιεστικό πρότυπο μιας παράλογα επιβεβλημένης νορμάλ συμπεριφοράς. Τόσο μέσα όσο κι έξω από το σύστημα, που όμως πρέπει να αποδεχθείς σαν κανόνα, διαφορετικά εξοντώνεσαι. Το πρώτο μέρος της ταινίας στο ξενοδοχείο, είναι πραγματικά σκέτη απόλαυση. Μολονότι το δίδυμο των δημιουργών, ανακυκλώνει εμμονικά για ακόμα μια φορά την θεματική της κλειστής κοινωνίας αυστηρών κανόνων, απέναντι στους οποίους κάποιος θα εξεγερθεί, αυτή τη φορά το κάνουν με πιο αεράτο τρόπο. Το ερώτημα που μένει λοιπόν, είναι το αν καταφέρνουν να εξελιχτούν ουσιαστικά σαν καλλιτέχνες.
Yπάρχει ευρηματικότητα, εξυπνάδα, κοινωνιολογική παρατήρηση – σχόλιο, “κεντημένο” χιούμορ και πάθος, ναι πάθος, παρά την επιτηδευμένα αποστειρωμένη ατμόσφαιρα. Υπάρχει άψογος επαγγελματισμός και στιλιζάρισμα, διαταραγμένη ψυχικά, ρετροpop χιπστεροδιάθεση κι ένας Κόλιν Φάρελ έκπληξη, σε έναν από τους καλύτερους ρόλους της καριερας του, αποδεικνύοντας ότι όταν ο Λάνθιμος θέλει, μπορεί να γίνει εξαιρετικός χειριστής των ηθοποιών του. Υπάρχει όμως και η αίσθηση του ντέζα βι. Του “κάπου το έχω ξαναδεί”, όσο κι αν η ιδέα του είναι σούπερ πρωτότυπη. Το καταλαβαίνεις όταν βλέπεις τις Αριάν Λαμπέντ και Aγγελική Παπούλια, να επαναλαμβάνουν ακριβώς τον ίδιο ρόλο με τις προηγούμενες εμφανίσεις τους στο σύμπαν του σκηνοθέτη. Με την ίδια σκηνοθετική καθοδήγηση. Ψύχρα και αυτιστική αποστασιοποίηση. Όταν δε, κάποια στιγμή πέφτουν τα «μηχανικά» χαστούκια, γελάς αλλά όχι για καλό. Σχεδόν σε όλες τις ταινίες του weird wave, σε κάποια σκηνή, κάποιος ήρωας θα σηκωθεί και με ρομποτικές κινήσεις θα χαστουκίσει έναν άλλο. Κατάσταση τόσο cult, που θυμάμαι να βλέπω με μια φίλη το «Miss Violence» του Αβρανά, και να βάζουμε στοίχημα για το πότε θα πέσει η φάπα πεθαίνοντας στα γέλια όταν συνέβη.
Στο δεύτερο μέρος της ταινίας, όταν η δράση επικεντρώνεται στο δάσος, στους «Mοναχικούς» και ξετυλίγεται μια ασυνήθιστη ρομαντική ιστορία, ο Λάνθιμος κερδίζει σε συναίσθημα, κάτι στο οποίο δεν μας έχει συνηθίσει, δείχνοντας μια άλλη, ευπρόσδεκτη για τον θεατή, πλευρά του εαυτού του. Χάνει όμως ταυτόχρονα σε ρυθμό και συγκέντρωση, για να κλείσει με ένα μετέωρο, αινιγματικό μη φινάλε. Kερδίζει το στοίχημα της αντοχής του σε διεθνές τερέν, χωρίς όμως ακόμα να πείθει ότι μπορεί να κάνει κάτι διαφορετικό σε ύφος και πρόθεση, από όσα ήδη γνωρίζουμε γι αυτόν. Σαφέστατα η καλύτερη και πιο προσβάσιμη ταινία της καριέρας του που σίγουρα θα διχάσει πάλι το κοινό, προσφέρει μια ποικιλία ναρκοληπτικών απολαύσεων κι έχει πολλές ενδείξες των ικανοτήτων του σκηνοθέτη για κάτι παραπάνω. Όμως όσον αφορά την καλλιτεχνική εξέλιξη του ίδιου, και παρά τις εμφανείς προσπάθειες του για διεύρυνση των ορίων του, μάλλον τον κρατάει κομφορμιστικά δέσμιο στον κάποτε αντικομφορμιστικό κινηματογραφικό μικρόκοσμο του που τείνει να γίνει καθεστώς. Βραβείο Κριτικής Επιτροπής στο τελευταίο Φεστιβάλ των Καννών.
Βαθμολογία: 7 / 10
Στις αίθουσες από τις 22/10
Ακολουθήστε τον ΤΑΖ στο https://www.facebook.com/tazthebuzz
Σχόλια για αυτό το άρθρο