Μετά τον επιτυχημένο ‘’Γλάρο’’ που χάρις στην αριστοτεχνική του σκηνοθεσία κατόρθωσε να τον κάνει να πετάξει πολύ ψηλά γνωρίζοντας μεγάλη καλλιτεχνική και εισπρακτική επιτυχία και την αποχώρησή του από την καλλιτεχνική διεύθυνση του Κ.Θ.Β.Ε., ο άξιος και αέναα δημιουργικός Γιάννης Βούρος επανακάμπτει στο ιδιωτικό θέατρο –συγκεκριμένα στο θέατρο Βεάκη- παρουσιάζοντας μία παλαιότερη επιτυχία του, το έργο του Μαρκ Μέντοφ, ‘’Τα παιδιά ενός κατώτερου θεού’’. Ένα έργο τρυφερό, γλυκόπικρο, συγκινητικό, χωρίς μοντερνιές και ‘’πειραματισμούς’’, το οποίο θίγει έντονα το θέμα της διαφορετικότητας. Πρέπει να ομολογήσω ότι στο δεύτερο ανέβασμα της η παράσταση είναι πιο ‘’δεμένη’’, πιο καλοκουρδισμένη, τόσο σκηνοθετικά όσο και υποκριτικά, ιδίως στις ερωτικές σκηνές. Κι αυτό, γιατί ο Γιάννης Βούρος βρίσκεται στο απόγειο της καλλιτεχνικής του ωριμότητας, είναι έμπειρος, ικανότατος και έχει εξελίξει στο μέγιστο το ταλέντο που πάντα τον ‘’ακολουθούσε’’ από το ξεκίνημα της καριέρας του. Χωρίς να θέλω να αδικήσω τους υπόλοιπους ηθοποιούς οι οποίοι είναι εύστοχα επιλεγμένοι και παίζουν υποδειγματικά τους ρόλους τους, θα ήθελα να σταθώ στην εξαιρετική Χρύσα Παππά. Αποδεικνύει υποδυόμενη την κωφάλαλη Σάρα πόσο λαμπρό μέλλον έχει και τι υποκριτικά μέσα διαθέτει για να ερμηνεύσει μεγάλους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Ο Γιάννης Βούρος δεν θα μπορούσε να βρει πιο ιδανική ερμηνεύτρια για συμπρωταγωνίστριά του. Είναι ένας ρόλος που λόγω της ιδιαιτερότητάς του και των λεπτών ισορροπιών του, στηρίζεται επί ξηρού ακμής και αν χάσεις το μέτρο ή δεν έχεις την τεχνική να τις αντιμετωπίσεις, πέφτεις από το τεντωμένο σχοινί στο οποίο ακροβατείς. Και η πολλά υποσχόμενη και ταλαντούχα Χρύσα Παππά, κατόρθωσε να τα ξεπεράσει όλα αυτά χαρίζοντάς μας μία ζηλευτή Σάρα. Μην χάσετε αυτήν την παράσταση. Σπεύσατε, χωρίς κανέναν ενδοιασμό
Το έργο του Μαρκ Μέντοφ ‘’Τα παιδιά ενός κατώτερου Θεού’’ εστιάζει στη διαφορετικότητα. Την αποδέχονται εύκολα οι Έλληνες και πώς την αντιμετωπίζουν;
Είναι σαφές ότι ή κοινωνία έχει ευαισθητοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό πολύ περισσότερο από το 2000. Μιλώ για την κοινωνία και όχι για την Πολιτεία η οποία εξακολουθεί να κλείνει μάτια και αυτιά σε οτιδήποτε κινείται στο περιθώριο. Δεν μπορώ να μην εξάρω τις πρωτοβουλίες ομάδων πολιτών, γειτονιάς αυτοσχέδιων κύκλων που συστήνονται εν μια νυκτί προκειμένου να αναλάβουν πρωτοβουλίες ανακούφισης των “διαφορετικών”. Θεωρώ πως η γκετοποίηση, η απομόνωση, ο σκοταδισμός, η οπισθοδρόμηση, η εσωστρέφεια νικούν στο παρελθόν και υπηρετούνται ακόμα από κάποιους απαίδευτους, αμόρφωτους δήθεν πολίτες αυτού του κόσμου όπως και από κάποιους ξεγάνωτους τενεκέδες της επίσημης κεντρικής πολιτικής σκηνής. Αυτή ή αλλαγή στον αναλογικό συσχετισμό της ευαισθησίας που δείχνει ή κοινωνία με οδήγησε στο να ξανασκύψω επάνω στο έργο και να το διαβάσω ενδελεχώς και εμπεριστατωμένα.
Στο δεύτερο ανέβασμά του, ποια στοιχεία έχεις προσθέσει ή αφαιρέσει σκηνοθετικά;
Δεν ήταν δυνατόν να αφαιρέσω ή να προσθέσω σκηνοθετικά στοιχεία, αφού η ματιά μου εξακολουθεί να είναι ή ίδια απέναντι σε άτομα που θεωρούνται περιθωριακά και ανενεργά σε κοινωνικό επίπεδο. Το μόνο που άλλαξε είναι ή ένταση με την οποία έχουν ντυθεί σκηνές που αποτυπώνουν το πάθος των εραστών αλλά και τη δύναμη του “εγώ” τους. Αυτές οι συγκρούσεις που διαχέουν κόκκινο πάθος στη σκηνή είναι οδηγός και για τις υπόλοιπες σκηνές της συναίνεσης και της αποδοχής. Εικαστικά θα έλεγα πως ,ναι άλλαξαν πράγματα. Προτίμησα να απλώσω σε όλη τη σκηνή τα στοιχεία που μου χρειάζονταν από 42 σκηνές και 16 σκηνικούς χώρους προκειμένου να κάνω οικονομία και στο χώρο αλλά και στο χρόνο. Έτσι εξυπηρετείται κάτι που αποτελεί και δικό μου σκηνοθετικό ζητούμενο πάντα. Το dissolve των σκηνών.
Σε πίκρανε το γεγονός το ότι η θητεία σου ως καλλιτεχνικός διευθυντής στο Κ.Θ.Β.Ε. διεκόπη προτού ολοκληρωθεί;
Πίκρα δεν έχω. Αλλά ακόμη και τώρα, απορία ναι και πολλά ερωτηματικά γεννήθηκαν τότε μέσα μου. Θεωρώ πως είναι παράλογο να προσπαθείς να προφυλάξεις τον Οργανισμό από έναν πολυέξοδο προγραμματισμό και συγχρόνως να επιδιώκεις αυξημένη προσέλευση κοινού κάτι που έχει περίτρανα αποδειχθεί μέχρι στιγμής και αυτός ο προγραμματισμός να μην έχει αλλάξει άμα τη εμφανίσει του νέου καλλιτεχνικού Διευθυντή. Προς τι λοιπόν η αντικατάσταση; Οφείλω να παραδεχτώ και να υπογραμμίσω πως ή νέα Καλλιτεχνική Διεύθυνση υπηρετεί -και είναι προς τιμήν της- άψογα τον δικό μου σχεδιασμό, τις δικές μου επιλογές και συνεργασίες. Αλλά, γιατί ο όποιος επόμενος να είναι “φυλακισμένος” στις αντιλήψεις του τέως; Όλο αυτό συνθέτει το σκηνικό ενός παραλογισμού “σχεδιασμένου” από επιπόλαια, αδαή και εκδικητικά σε κάθε περίπτωση άτομα. Αυτό που θα με πικράνει είναι αν αντιληφθώ ότι ο σχεδιασμός από την κυβέρνηση της συρρίκνωσης του ΚΘΒΕ επιτυγχάνεται.
Ποιοι πιστεύεις ότι ήταν οι λόγοι της «παύσης» σου;
Κανένας απολύτως συγκεκριμένος λόγος δεν αποδεικνύει την παύση μου. Ακόμη και τα συνήθη πυροτεχνήματα που στοχεύουν στη σπίλωση, όσων υπηρετούν σε δημόσιες θέσεις περί διαφθοράς και άλλων κακουργηματικών πράξεων, έχουν ναυαγήσει και έχουν ήδη μπει στο αρχείο. Εισπρακτικά, παρά τις απανωτές στάσεις εργασίας τα νούμερα που αποτυπώθηκαν, η αναβάθμιση του ρεπερτορίου όπως και οι καινοτόμες προτάσεις που καταθέσαμε θεωρώ ότι καταδεικνύουν σε μεγάλο βαθμό το εύρος της δουλειάς που έγινε τους τελευταίους 26 μήνες. Συνεργάτες έφαγαν ψωμί, οι σκηνές στο μέτρο του εφικτού και παρά την οικονομική δυσπραγία της κοινωνίας αλλά και του ανταγωνισμού των μετακλητών παραστάσεων από το Μέγαρο και των ελευθέρων θιάσων που επισκέπτονται την Θεσσαλονίκη, ήταν γεμάτες, τα σωματεία εκτός από μια-δυο τελικά άνευ σημασίας διαφωνίες, ήταν κοντά μου παλεύοντας για το αυτονόητο….Λόγοι, λοιπόν, δεν υπήρχαν. Σχέδιο αντικατάστασης μόνο, όπως αποδείχθηκε. Ίσως, γιατί εγώ ενήργησα με φιλοσοφία μεγαλύτερης αριστερής απόκλισης απ’ ό,τι οι αριστεροί που έχουν σημαία τους τη συρρίκνωση του προσωπικού, άρα και των παραγωγών ως μόνο σχέδιο διάσωσης του ΚΘΒΕ.
Γιατί επέλεξες να ανεβάσεις Τσέχωφ και συγκεκριμένα το «Γλάρο»;Σε περιόδους που όλα ρευστοποιούνται, αντικαθίστανται και συρρικνώνονται η ιστορία έχει αποδείξει ότι ο κόσμος βρίσκει παρηγοριά στην Τέχνη. Ο Τσέχωφ στις μέρες μας είναι βάλσαμο. Μέσα στο Γλάρο αναγνωρίζεις την ανάγκη του ανθρώπου να συνεχίζει να υπάρχει. Ο έρωτας, οι διεκδικήσεις, οι ανθρώπινες σχέσεις, η ακύρωση των ελπίδων αλλά και ή ακλόνητη πίστη σε ένα καλύτερο μέλλον- όλα αυτά μέσα από τη μαγική ατμόσφαιρα που δημιουργεί ο Τσέχωφ- εξηγούν την αυτονόητη επιλογή μου.
Οι τσεχωφικοί ήρωες είναι «εγκλωβισμένοι» στο «εγώ» τους, στα πάθη τους ή στα ανεκπλήρωτα όνειρά τους;
Κάποιοι μπορεί να είναι εγκλωβισμένοι σε όλα και κάποιοι σε κάποιο από όλα αυτά. Η ελευθερία του ανθρώπου είναι ευλογία, όταν είναι σε θέση να την αντιληφθεί. Από την άλλη ο εγκλωβισμός κάποιων σε κάτι, ή προσκόλληση τους σε κάτι, μπορεί να είναι και ή προϋπόθεση τους για να αποφύγουν την πάλη, τη μάχη προς την “έξοδο”. Ο Τσέχωφ σου δίνει τη δυνατότητα να δεις το ” πριν” και το “μετά”.
Σχόλια για αυτό το άρθρο