Ο Γιάννης Φιλιππίδης είναι συγγραφέας και υπεύθυνος εκδόσεων της «Άνεμος Εκδοτική». Σπούδασε υποκριτική στη Δραματική Σχολή του Βασίλη Ρίτσου. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά κι επώνυμες ιστοσελίδες. Εργογραφία Aπό την «Άνεμος εκδοτική» κυκλοφορούν τα βιβλία του: «Η μυρωδιά σου στα σεντόνια μου» (μυθιστόρημα, 2006). «Ο εραστής, η μέλισσα κι ένα μικρούλι “αχ”» (μυθιστόρημα, 2008). «Μα, το ψάρι είναι φρούτο» (οχτώ απρόβλεπτες ιστορίες για ενήλικους αναγνώστες, 2011). «Κρατάς μυστικό;» (μυθιστόρημα, 2011). «Ζωή με λες» (παιχνίδια πεζογραφίας, 2011). «Λούσιfair, η βασίλισσα της Κυψέλης» (μυθιστόρημα, 2012). Πολυσυμμετοχικά «Το προσωπικό μου θέατρο σκιών» (ιδιωτική έκδοση Black Duck multiplarte, 2011). «Προσωπογραφίες» (ιδιωτική έκδοση Black Duck multiplarte, 2011).
-Τι ήταν εκείνο που σ’ έκανε να θέλεις να ασχοληθείς με τη συγγραφή βιβλίων;
Στην πόλη της κεντρικής Μακεδονίας όπου μεγάλωσα, είχα σα παιδικό μου παιχνίδι μια γραφομηχανή. Σε πρωτότυπα νεαρή ηλικία, διάβαζα εκτός από ενήλικο Τύπο και περιοδικά, βιβλία που απευθύνονταν σε ενήλικες. Αλλά επιχείρησα παρατηρητικός κι υπέρ του μέτρου ευαίσθητος για την ηλικία μου, να προσεγγίσω τις βασάνους της ανθρώπινης ψυχής μέσα από θεατρικές σπουδές που έκανα, κατεβαίνοντας στην πρωτεύουσα, δουλεύοντας από τον πρώτο κιόλας χρόνο σαν επαγγελματίας. Ωστόσο, είχα ονειρευθεί το θέατρο με αρώματα από Τένεσι Ουίλιαμς κι αποδέχτηκα για χρόνια το ρόλο του επαγγελματία, που έπρεπε να τρέχει για την επιβίωσή του και το θεατρικό ένσημο, εκεί έχασα τη μαγεία, που αισθανόμουν για τον κόσμο της υποκριτικής. Απέρριπτα κακές δουλειές κάνοντας ταυτόχρονα άλλα επαγγέλματα. Το δυνατότερο απ’ όλα ήταν ότι η ανάγκη να εκφράσω πράγματα συσσωρευόταν. Κι όταν βρέθηκα ξανά μπροστά σ’ ένα σύγχρονο πληκτρολόγιο ένα απόγευμα απ’ αυτά που περνάμε απαρατήρητοι, στάθηκα. Έτσι ξεκίνησε το πρώτο μου βιβλίο, «Η μυρωδιά σου στα σεντόνια μου», που συνεχίζει μαγικά να εξαφανίζεται από τα ράφια των βιβλιοπωλείων, λες κι είναι βιβλίο φετινό.
– Από πού εμπνέεσαι και από πού αντλείς ιδέες για τη συγγραφή των έργων σου;
Όταν ζεις πια με τρόπο υποδόριο την διαφορετικότητα μέσα από τα μάτια και την οπτική ενός τακτικά εμφανιζόμενου πεζογράφου, τα θέματα κι οι ιδέες είναι ανεξάντλητες, ίσως και τόσες, που καμιά φορά θα πρέπει να φέρεις μπροστά σου, ό,τι πιο σημαντικό κι ερωτεύσιμο σα θέμα, τρέχει στο μυαλό σου. Γιατί, όταν μπορείς να επιλέξεις το θέμα του τι θα αναδείξεις σε μορφή πεζού λόγου, τότε για σένα είναι ο σωστός χρόνος, να μεταφέρεις σε σελίδες, αυτό που πρωταγωνιστεί μέσα σου. Κι αντλεί εικόνες και στιγμές από την πραγματική ζωή, κλέβει ενσταντανέ από συναισθήματα και καταστάσεις καθημερινών ή αλλιώτικων ανθρώπων. Αυτά αποτελούν μαγιά για ένα νόστιμο ψωμί. Ο συγγραφέας είναι τότε στην ειδική θέση, να φέρει όλα τα άλλα υλικά. Υλικά ονείρων και εσωτερικών μας σκέψεων, πάνω απ’ όλα.
-Έχεις αγαπημένους συγγραφείς Έλληνες ή ξένους; Έχεις επηρεαστεί από αυτούς;
Και βέβαια δηλώνω συγκεκριμένα σεβασμό ειδικότερα για Έλληνες, μιας κι η προσωπική μου κουλτούρα, κάπου πριν αγγίξω τα είκοσι μου χρόνια μ’ έστρεψε στην Ελληνική πεζογραφία κι ακόμα πιο μανιασμένα τη σύγχρονη. Ήθελα να γνωρίσω το τι γράφεται τη συγκεκριμένη εποχή στη χώρα μου και για την χώρα μου. Παράταιρα ονόματα σημαντικών πρόσωπων, άξιων κάθε θαυμασμού έχω μέσα μου. Αλλά θα διαφύγουν από το στόμα μου ονόματα σαν αυτά του Παύλου Μάτεση ή του Γιάννη Ξανθούλη, της Λιλής Ζωγράφου, του Αντώνη Σαμαράκη αλλά και τόσων άλλων, παλιότερων αλλά και πιο σύγχρονων. Και το σημαντικότερο που μου χάρισαν κι ενέπνευσαν αυτοί οι άνθρωποι, είναι ότι ο λόγος έχει δύναμη, τέτοια που να συμπεριλαμβάνει όλες τις αισθήσεις. Και πως δεν υπάρχει τίποτα σημαντικότερο, από το να καταγράφεις όσα δυναμικά προσλαμβάνεις και να τα αποδίδεις πίσω στον αναγνώστη με ειλικρίνεια, αληθινή ελευθερία στην έκφραση και σ’ όσα πιστεύεις.
-Παράλληλα με τη συγγραφική σου ιδιότητα έχεις ενεργό ρόλο του υπεύθυνου των εκδόσεων και την άμεση εμπλοκή σου σ’ ένα εναλλακτικό εκδοτικό λογότυπο, αυτό του Ανέμου. Ποιος ήταν ο λόγος της δημιουργίας του;
Ας το πούμε έτσι απλά: ο Άνεμος ξεκίνησε μ’ έναν παραπανίσιο θυμό δικό μου. Σαν συγγραφέας δυο τίτλων που κινήθηκαν σημαντικά και βρήκαν το κοινό τους γρήγορα, αναγκαζόμουν να αντιμετωπίζω διαφορά φάσης με τους ως τότε συνεργάτες μου στις εκδόσεις. Η γνώση κι η εμπειρία μας δίδαξε ότι κάνεις δε μπορεί να προωθήσει τη δουλειά μας σ’ επίπεδο εκδοτικό καλύτερα από μας τους ίδιους, αυτοπροσώπως. Έτσι μαζί μ’ έναν από τους γνωστότερους γραφίστες εκδόσεων, κρατήσαμε το πρώτο λογότυπο του Ανέμου στα χέρια τους. Επιθυμία μας ήταν να γνωρίσουμε τον κόσμο που μας διακινούσε και να βρούμε το κοινό μας, να δημιουργήσουμε γιορτές βιβλίου και τρία χρόνια μετά, λέω ότι μπλέξαμε με έμπνευση. Γιατί έτσι, μπερδεύεσαι με όλη τη διαδικασία του βιβλίου, του κάθε καινούργιου βιβλίου. Πειραματιστήκαμε κι αξιοποιήσαμε φρέσκες ιδέες για αξιόμαχους τίτλους πεζογραφίας, σμίξαμε τη ποίησή μας με τα εικαστικά. Κάναμε τέτοια, συνωμοτικά χαμογελώντας και σχεδιάζοντας αδιάκοπα. Χρειάστηκε να κουραστούμε πολύ, τρέχοντας για τα κόστη των εκδόσεών μας. Αλλά αυτές, φέρουν πια την δική μας υπογραφή πολιτισμού.
– Με ποια κριτήρια επιλέγεις τους συγγραφείς και τα έργα τους;
Με δίκαια θα ‘θελα Βασίλη μου να πιστεύω. Ο κόσμος του βιβλίου βλέπεις περιλαμβάνει πανέμορφες τριανταφυλλιές και αυτοφυή κι επιμένοντα ζιζάνια. Στον Άνεμο πρώτ’ απ’ όλα περνάει το άξιο για το μόχθο της ενδεχόμενης έκδοσής του, χειρόγραφο. Έπειτα ζητώ να δω τον δημιουργό ή τη δημιουργό σαν άνθρωπο από κοντά. Κι από κοινού κουβεντιάζοντας με τρόπο πια ενδοοικογενειακό, το όνειρό μας γι’ άλλο ένα βιβλίο που θα φέρει το λογότυπο του Ανέμου, που μέσα από τα πρώτα του βιβλία μέχρι σήμερα, ύψωσε πολύ τον πήχυ της επιλογής. Αρνηθήκαμε το δευτεροκλασάτο βιβλίο. Κι όσο κι αν αυτό ακούγεται ακατάληπτο, τέτοια βιβλία κάποιες φορές πηγαίνουν καλούτσικα εμπορικά. Πληρώνουμε το τίμημα του να μην έχουμε βιπεροειδείς εκδόσεις, αλλά άξιζε η διάκριση. Γιατί και μεις από τη μεριά μας σεβαστήκαμε τον αναγνώστη, σα να ‘τανε συγγενής μας.
– Πιστεύεις ότι οι Έλληνες αγαπούν το διάβασμα; Τι είδους βιβλία προτιμούν;
Οι στατιστικές είναι καταλυτικές εναντίον μας, αλίμονο. Φάγαμε δεκαετίες τηλεοπτικής υποκουλτούρας, βγάλαμε το βιβλίο από την κάθε μέρα μας, θαμπωμένοι από έναν λαιφστάιλ κόσμο. Μιλώ κάθετα: Αξίζει να επιστρέψουμε στον προσωπικό χρόνο που μας προσφέρει η ανάγνωση ενός βιβλίου. Οι άνθρωποι που συναντώ στις εκδηλώσεις μας που ‘ναι πάντα γιορτές βιβλίου γεμάτες από θέατρο και μουσική, προτιμούν το ποιοτικό βιβλίο. Οι ενοχλητικές διαφημιστικές καμπάνιες, τους προκαλούν δυσφορία. Και ‘χουν μάθει να ψάχνουν πλάι από τις 25άδες, που στα ράφια των βιβλίων τοποθετούνται με διαφημιστική δαπάνη, προσποιούμενα τα ευπώλητα. Αργά ή γρήγορα, βρίσκει το βιβλίο που του αξίζει, μ’ έναν τρόπο εσωτερικό, όπως όταν διαλέγει τη μουσική που θ’ αγαπήσει.
-Ένα βιβλίο είναι πιο πολύ μέσο ψυχαγωγίας ή «πνευματική τροφή»;
Πάντα και πάνω απ’ όλα οφείλει να ‘ναι μέσο ποιοτικής ψυχαγωγίας. Λειτουργώντας ωστόσο ταυτόχρονα σαν οποιοδήποτε διακεκριμένο προϊόν τέχνης, παρέχει τροφή για το νου και την ψυχή του αναγνώστη, την ίδια στιγμή που αυτός στην πραγματικότητα ζει τη συναρπαστική εξέλιξη ενός μύθου. Γιατί όταν χαθούμε σε μια μυθιστορία, αγγίζουμε κι ανακτούμε συναισθήματα, που χάνουμε τρέχοντας για τα καθημερινά. Η πεζογραφία υπερβαίνει τη ζωή, την κάνει τέχνη για να μας διδάξει ξανά, όσες αξίες και στόχους αξίζει να διατηρούμε ακέραιους, ακόμα και στη δύσκολη εποχή. -Η οικονομική δυσπραγία επηρέασε τις πωλήσεις; Όποιος επαίρεται ότι απολαμβάνει πωλήσεις χιλιάδων αντιτύπων, είναι φρόνιμο να ξανακοιτάξει το λογιστήριό του, γιατί αυτά εντάσσονται σε καμπάνιες που αφορούν αφίσες. Η αλήθεια είναι πως βιβλιοπωλεία κλείνουν, εκδοτικοί οίκοι, αλλά ακόμα και Έλληνες τυπογράφοι, μιας κι ένα πλήθος κακών κατά την άποψή μου εκδοτών, επιλέγει σα χώρες παραγωγής την Τουρκία, τη Βουλγαρία, ακόμα και τη Μαλαισία. Η αγορά του βιβλίου είναι παγωμένη, η κοινωνία μας γύρω υποφέρει κατά το χειρότερο εφικτό, απαξιώνει την αγορά -και τη στήριξη- ενός βιβλίου, χωρίς ν’ αντιλαμβάνεται ότι κινδυνεύει μια χώρα να ξεμείνει από ποιοτική πεζογραφία και ποίηση, όπως ξέμεινε από δισκογραφία. Στον Άνεμο παλεύουμε ψύχραιμα τη δυσπραγία με γεγονότα και εκδηλώσεις πολιτισμού, διατηρώντας παράλληλα πολιτική χαμηλών τιμών, ο στόχος μας έτσι κι αλλιώς είναι η ανάδειξη άξιων τίτλων κι ανθρώπων, όχι το λογιστικό κέρδος. Για μας ο κόσμος που έρχεται σε επαφή με τη δουλειάς μας, γνωρίζει πως να μας βοηθήσει να συνεχίσουμε να ‘μαστε βιώσιμοι κι αν αυτό μας αξίζει.
-Πόσα (και ποια) βιβλία έχεις γράψει; Ξεχωρίζεις κάποια από αυτά;
Έχω γράψει έξι προσωπικά βιβλία, τα τέσσερα απ’ αυτά είναι μυθιστορήματα που αγαπήθηκαν σε διάρκεια κι άλλα δυο: ένα με απρόοπτα διηγήματα για ενήλικες κι ένα –το προτελευταίο μου- που αφορά σε ενσταντανέ πεζογραφίας, φλας και στιγμές από πολλά διαφορετικά βιβλία θαρρείς και σμίγει με εικόνα και κείμενα εσωτερικής ανασυγκρότησης σε μια εποχή πρέπει να σβήσουμε λεκέδες από αριθμούς κι αγωνίες που δεν ωφελούν. Είναι το «Ζωή με λες» αυτό το βιβλίο, που πάει σύντομα για την τρίτη του επανέκδοση. Κι αν θα ‘δειχνα μια παραπανίσια εκτίμηση σ’ αυτό το βιβλίο, είναι γιατί εκεί, είμαι ειλικρινά εγώ. Ίσως γι’ αυτό, αναρίθμητοι στάθηκαν οι φίλοι που μου είπαν πως μέσα από το δικό μου λόγο, βρήκαν τον δικό τους εαυτό. Είναι οι στιγμές που αναγνώστης και συγγραφέας συνδέονται άμεσα, όσο και οριστικά.
-Τι καινούριο ετοιμάζεις;
Για πρώτη μου φορά, κάνω αυτό που κορόιδευα παλιότερα σε συναδέλφους, απορούσα για το πως το κάνουν: γράφω δύο βιβλία ταυτόχρονα. Το πέμπτο μου μυθιστόρημα, που ‘ναι η προσέγγιση έξι συγκεκριμένων χαρακτήρων σε πορεία εικοσιτετραώρου, αυτό το βιβλίο είναι ένα απολύτως προσωπικό στοίχημα με τον εαυτό μου για το πόσο ενδιαφέρον και συναρπαστικό μπορεί να ‘ναι ένα βιβλίο που αφορά σε εξέλιξη χρόνου, 24 ώρες μονάχα. Γελάω ασταμάτητα ή συγκινούμαι γράφοντάς το και για πρώτη φορά σα συγγραφέας, διαχωρίζω τη μυθιστορία από την κοινωνία-Ελλάδα. Σ’ αυτήν αφήνω ακέραιες τις στιγμές μου να διακόψω τη ροή μιας μυθιστορίας, για ν’ αφήσω το αποτύπωμα κάθε προσωπικού συναισθήματος, που δεν επιτρέπω να καταγραφεί σ’ ένα τρέχον για μένα μυθιστόρημα. Ως τώρα, φωτογράφιζα πάντα την κοινωνία πίσω κι ανάμεσα στην τρέχουσα μυθιστορία μου. Αυτή τη φορά επέλεξα το μυθιστόρημα να εστιάζει απόλυτα στα πρόσωπα του έργου, ενέχουν άπειρα γκροπλάν οι ιστορίες τους. Το άλλο βιβλίο, θ’ ακολουθεί τα χνάρια του «Ζωή με λες» σ’ ένα σύνολο στιγμών πεζογραφίας σε πάντρεμα με εικόνες, με την εμπιστοσύνη και την ελευθερία που μου ‘δωσε η απόπειρα να προβάλλω ένα βιβλίο τόσο αλλιώτικο σε δομή. Μόνο που αυτή τη φορά, ακόμα και ο φωτογραφικός φακός και το υλικό, θα ‘ναι μέσα από τα δικά μου οπτικά κέντρα και το φακό -όσο και τον ίδιο το λόγο- της δικής μου μηχανής και ματιάς.
Σχόλια για αυτό το άρθρο