Ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο, από τον Παραμυθά –Νίκο Πιλάβιο– δημοσιευμένο στο σάιτ του. Σας το αναμεταδίδουμε γιατί έχει απαντήσεις σε πολλά ερωτήματα σχετικά με το μεγάλωμα των παιδιών. Αφορμή ήταν οι παρακάτω ερωτήσεις:
«Πες ότι αλλάζουμε μερικοί γονείς τον τρόπο που μεγαλώνουμε τα παιδιά μας. Και τι θα βγει μ’ αυτό, όταν εκατομμύρια άλλοι στον κόσμο θα εξακολουθήσουν να εφαρμόζουν την ίδια παλιά συνταγή; Και μήπως, αν τα παιδιά μας μεγαλώσουν διαφορετικά, όταν αργότερα γίνουν ενήλικες, μήπως δεν τα καταφέρουν να επιβιώσουν, καθώς δεν θα μπορούν να αντιμετωπίσουν τη ζούγκλα της κοινωνίας; Αν –για παράδειγμα- μεγαλώσουμε τα παιδιά μας σαν μη βίαια άτομα, θα μπορέσουν αργότερα να επιβιώσουν μ’ αυτή τη βιαιότητα της καθημερινής ζωής που υπάρχει γύρω μας;»
Έχετε παρατηρήσει ότι όταν αναφερόμαστε στους άλλους σαν δικαιολογία για κάτι που δεν κάνουμε είναι για να βρούμε ένα άλλοθι για να συνεχίσουμε να μην το κάνουμε; Αλλιώς τι μας ενδιαφέρει τι κάνουν άλλοι στη θέση μας; Κι όσο για το ερώτημα που μου κάνουν, εγώ θα ήθελα να αναρωτηθώ με τη σειρά μου, αν ένα παιδί που μεγαλώνει υπερπροστατευμένα αλλά με το ίδιο μοντέλο βιαιότητας και γίνεται αυτό που λέμε «μαμμόθρεφτο», θα επιβιώσει ευκολότερα στην κοινωνία από ένα άλλο που θα έχει μεγαλώσει χωρίς βιαιότητα και με σωστή αντιμετώπιση της ελευθερίας του από τους γονείς του.
Και έπειτα ποιος είπε ότι ένα μη βίαιο άτομο είναι αδύναμο, ανίκανο και ανόητο; Ένα συνειδητά μη βίαιο άτομο δεν θα ανταπέδιδε ποτέ ένα χαστούκι, αλλά και δεν θα… έστρεφε ποτέ το άλλο μάγουλο. Για να μην πω ότι δεν θα βρισκόταν ποτέ, σαν ενήλικας, στη θέση να φάει ένα χαστούκι.
Μια άλλη αντίδραση, ακόμα πιο συχνή, όχι μόνο για το θέμα ανατροφής των παιδιών αλλά και γενικότερα, είναι και τούτη: «Δεν βαριέσαι… Με το ν’ αλλάξω εγώ, θ’ αλλάξει τίποτα;» Ή: «Άντε και άλλαξα εγώ, ο άλλος θα αλλάξει;»
Έχετε αναρωτηθεί ποτέ, μήπως κάθε φορά που κάνει κάποιος από μας κάτι, αρνητικό ή θετικό, έχει έμμεση ή άμεση σχέση με το σύνολο της ανθρωπότητας και προσθέτει ένα, έστω ελάχιστο, κομμάτι στο γενικότερο οικοδόμημα; Μήπως υπάρχει κοινή συνείδηση της ανθρωπότητας, όπου καθένας από μας την επηρεάζει; Μήπως μια βίαιη κουβέντα ή μια κουβέντα καλοσύνης, προσθέτουν κάτι στον «κορβανά» βίας ή καλοσύνης της ανθρωπότητας; Κι αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, μήπως είμαστε όλοι υπεύθυνοι για όλα; Πράγμα που δεν σημαίνει, βέβαια, ενοχή αλλά κάτι δυσκολότερο: επίγνωση και φροντίδα.
Αν, λοιπόν, βλέπουμε τι είναι σωστό, ποιος ο λόγος να ασχολούμαστε με το αν θα το ακολουθήσουν και οι άλλοι; Εκείνο που έχει σημασία δεν είναι το να ασχοληθούμε τώρα με τα παιδιά μας; Και η λύση στα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε με τα παιδιά μας (ή και με τις άλλες σχέσεις μας) δεν βρίσκεται πάντα μέσα στη σχέση και όχι έξω απ’ αυτήν, όπως και η λύση κάθε προβλήματος υπάρχει μέσα στο πρόβλημα κι όχι έξω απ’ αυτό;
Όταν τα παιδιά είναι μικρά, τα κυνηγάμε συνέχεια για να φάνε το φαΐ τους, να διαβάσουν ή να ντυθούν καλά πριν βγουν στο κρύο και τα ταράζουμε στα «μη» και «μη» με αμφίβολης χρησιμότητας απαγορεύσεις, νομίζοντας ότι μ’ αυτά και μαζί με το ότι δουλεύουμε για να τους εξασφαλίσουμε τη διαβίωσή τους έχουμε κάνει ό,τι πρέπει. Κι όταν τα πράγματα δεν πάνε όπως τα θέλαμε από την πλευρά των παιδιών, τότε τρέχουμε σε παιδοψυχολόγους, σε ειδικούς, διαβάζουμε βιβλία, συμβουλευόμαστε τους μεγαλύτερους, κλαίμε, δίνουμε ξύλο, τιμωρούμε, υποφέρουμε οι ίδιοι και κάνουμε και τα παιδιά μας να υποφέρουν πιστεύοντας, προφανώς, σε όλες τις περιπτώσεις ότι εμείς πάντως κάναμε το σωστό.
Μήπως, όμως, το σωστό είναι κάτι διαφορετικό; Μήπως θα ήταν αλλιώτικα τα πράγματα, αν δείχναμε αληθινή και βαθιά φροντίδα στα παιδιά μας, χωρίς να περιμένουμε ανταμοιβή ή αναγνώριση; Αν τ’ ακούγαμε με αληθινή αγάπη, μήπως τότε βλέπαμε ότι πίσω από τις πράξεις και τα λόγια τους, που ίσως κάποτε μας θυμώνουν ή μας πικραίνουν, κρύβονται οι αληθινές τους ανάγκες που προσπαθούν να μας τις πουν και που, αν τις ακούγαμε, θα γλιτώναμε από πολλά κακά; Μήπως έτσι σταματούσε η διαιώνιση του να μεγαλώνουμε στραβά τα παιδιά μας, που μεγαλώνουν κι εκείνα στραβά τα δικά τους, που με τη σειρά τους μεγαλώνουν στραβά τα δικά τους; μήπως έτσι πάψουμε να είμαστε πιασμένοι στη φάκα που φτιάξαμε μόνοι μας και που συνεχίζουμε θεληματικά να ζούμε μέσα σ’ αυτή. Τη φάκα μιας ζωής γεμάτης βία, ανταγωνιστικότητα, κυνήγι της ευχαρίστησης, ατέλειωτη προσπάθεια να είμαστε κάποιοι, λαιμαργία για όλο περισσότερο,έλλειψη επικοινωνίας, μιας ζωής με κρυμμένη σαν σαράκι μέσα μας μοναξιά, θλίψη, φόβο του θανάτου και με διαλείμματα μόνο χαράς ή ευτυχίας, μια στο τόσο; Μήπως για να είναι τα παιδιά ευτυχισμένα, θέλουν γονείς χωρίς «εγώ»;
Σχόλια για αυτό το άρθρο