Τα Τελευταία Φεγγάρια, του Φούριο Μπορντόν είναι ένα έργο που η πλοκή του αφορμάται από πραγματικές περιστάσεις, εμπλέκοντας ως ένα μικρό βαθμό την ονειρική διάσταση. Ηττημένος από το χρόνο, ο ηλικιωμένος ήρωας φορτωμένος με το χρόνιο βάρος όσων ειπώθηκαν κι όσων δεν ειπώθηκαν, μοιράζεται επί σκηνής μύχιες σκέψεις και συναισθήματα, ανοίγοντας διάλογο με την άυλη μορφή της γυναίκας του που έφυγε στη νιότη της κι αποτελεί τη δεύτερη φωνή στην ομιλούσα σκέψη του. Ο άνθρωπος μεταβαίνοντας ηλικιακά στο γήρας, μεταμορφώνεται σε έναν Οδυσσέα, που μένει να παλεύει με το χρόνο, ζώντας στις αναμνήσεις τόσο των περασμένων γεγονότων της ζωής του, όσο και της μιας και μοναδικής Πηνελόπης που έμεινε ανεξίτηλη στη μνήμη και στην καρδιά του.
Άλλοτε πιο πικρός και ειρωνικός κι άλλοτε πιο στοργικός και πνευματώδης, ο ηλικιωμένος πατέρας αναμετριέται με τη σκληρότητα της νιότης που αντιπροσωπεύει ο αμνήμονας γιος του, καθιστώντας φανερό το ηλικιακό χάσμα που τους χωρίζει. Πατέρας και γιος εκρήγνυνται συναισθηματικά μέσα από τη βραχυπρόθεσμη συνομιλία τους, η οποία εν τέλει δεν είναι αρκετή για να αναβάλλει την αναχώρηση για τον «πολυτελή» και «πλήρως οργανωμένο» οίκο ευγηρίας, που αν και φαίνεται να αποτελεί μια εύκολη κι άμεση λύση για τα νεαρά μέλη της οικογένειας, για το γηραιό μέλος της, δεν παύει να είναι ένας ζοφερός και υγρός χώρος «παρκαρίσματος» των παλαίμαχων της ζωής.
Ο Άγγελος Αντωνόπουλος είναι ένας παλαιάς κοπής θεατράνθρωπος, βετεράνος της υποκριτικής τέχνης, που καταφέρνει να συνδυάζει το ταλέντο και την πολυετή πείρα του στο θεατρικό σανίδι, χαρίζοντάς μας μια ειλικρινής και αβίαστη ερμηνεία που στηρίζεται στην εκφραστική λιτότητα των γλυκόπικρων συναισθημάτων που υποφώσκουν την ύστατη ώρα του αποχωρισμού και του τελικού απολογισμού. Η φλογοβόλος ερμηνεία του ως φύσει και θέσει ηλικιωμένου, ξεπερνά τη σύμβαση της σκηνικής παρουσίας, αναδεικνύοντας την ύπαρξη της σκηνικής και σκηνοθετικής ποιότητας.
Η Βάνα Πεφάνη ερμηνεύει με σταθερότητα, χωρίς υπερβολικές συναισθηματικές εξάρσεις, το ρόλο της εκλιπούσας συζύγου και στέκεται αξιοπρεπώς στο πλευρό του Αντωνόπουλου, κάνοντας αισθητή τη σκηνική της παρουσία. Ενδιαφέρουσες τεχνικά είναι οι σκιάσεις στο κομμάτι του φωτισμού, που έχει επιμεληθεί η Μελίνα Μάσχα και που συνοδεύουν την Πεφάνη, όπως και η ηχώ, που είναι ιδιαίτερα λειτουργική κατά την πρώτη της εμφάνιση στη σκηνή, καθώς τονίζεται η απόκοσμη διάσταση της ύπαρξής της. Ο Στέλιος Ψαρουδάκης ως «άσπλαχνος», βαρύς κι ασήκωτος γιος, ακολουθεί τη σκηνοθετική γραμμή, εναρμονισμένος με το attitude του ρόλου του.
Εν κατακλείδι, γίνεται φανερό ότι πρόκειται για μια παράσταση που δεν στοχεύει στον πρόσκαιρο εντυπωσιασμό αλλά στην ευαισθητοποίηση, αφήνοντας το στίγμα της στις θεατρικές αναμνήσεις του κοινού, ιδιαίτερα λόγω του δυνατού της φινάλε. Επομένως, σίγουρα αποτελεί μια θεατρική επιλογή που ξεχωρίζει, γιατί η παράσταση που σου προκαλεί συναισθηματική φόρτιση, που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον σου και στο φινάλε την καταχειροκροτείς, είναι καθόλα πετυχημένη και αξίζει να ιδωθεί.
Σχόλια για αυτό το άρθρο