«Οτιδήποτε μπορεί να με κάνει Σουσού στη ζωή μου, το πετάω», δηλώνει η Δήμητρα Παπαδοπούλου σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις της. Στο περιοδικό Γυναίκα, αποκαλύπτεται στην Χριστίνα Πολίτη, σε μια συνέντευξη που μιλά για όλα!
Η Δήμητρα Παπαδοπούλου είναι μια ελεύθερη γυναίκα. Ορίζει τη ζωή και τη δουλειά της παραμένοντας αιώνια έφηβη. Έχει παντρευτεί τη δημιουργία και ελίσσεται με βιρτουοζιτέ ανάμεσα σε πρωταγωνιστικούς ρόλους και έργα γραμμένα με ειλικρίνεια, αμεσότητα και βέβαια το πηγαίο χιούμορ της. Η Δήμητρα είναι real, όχι reality. Μέσα στην κρίση, κάνει επιτυχία γιατί έχει πάντα κάτι να πει. Είναι scanner της επικαιρότητας, των καταστάσεων, των σχέσεων, της καθημερινότητας.
Έχει πανσέληνο στους Ιχθύς και καθόμαστε στη βεράντα της. Ψιθυρίζουμε για να μην ενοχλούμε τους γείτονες και τρώμε σταφύλια και φουντούκια πίνοντας λίγο τσίπουρο για να αποφύγουμε τα αναψυκτικά. Ξεκινάμε από τη Μαντάμ Σουσού, τη δημοφιλή κωμωδία του Δημήτρη Ψαθά, σε παραγωγή των Θεατρικών Σκηνών που σαρώνει στο Παλλάς σε απόδοση δική της και σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα, και καταλήγουμε σε εξομολογήσεις για την προσωπική ζωή και την κοσμοθεωρία της. Είναι φίλη μου κι ας μην κάνουμε παρέα. Νομίζω το ίδιο νιώθετε κι εσείς για τη Δήμητρα. Είναι «δικιά μας». Η κολλητή που μπαίνει στα σπίτια μας χρόνια τώρα ως insider.
Πουκάμισο Zadig & Voltaire, και παντελόνι Kenzo, όλα Attica. Σακάκι United Colors of Benetton.
–Τι σου έκανε «κλικ» στη Μαντάμ Σουσού;
Γενικά, όποτε έβλεπα αυτή την γκόμενα –και την είχα δει να παίζεται από την Άννα Παναγιωτοπούλου– την γούσταρα ως πολύ τρελή και αφασιακή! Χωρίς όμως να ’χω καμιά εμμονή με τον συγκεκριμένο ρόλο, χωρίς να είναι όνειρο ζωής.
–Πόσα χρόνια απέχεις από την υποκριτική;
Έχω να παίξω 9 χρόνια.
–Γιατί;
Γιατί είναι τεράστιο το πακέτο τού να γράφεις. Σου απορροφά υπερβολική ενέργεια, κι επειδή είμαι τελειομανής και θεωρώ πολύ σημαντικό να πω αυτά που μου αρέσουν στην εντέλεια, να φιλτραριστούν σωστά, να μην κακοποιηθούν, εξαντλούμαι εκεί και δεν μου μένει δύναμη μετά να παίξω. Θέλω πάρα πολύ να είμαι σίγουρη ότι υλοποιούνται σωστά, έτσι όπως τα σκέφτηκα. Κατάλαβα λοιπόν ότι δεν πρέπει, δεν γίνεται να παίζω και να γράφω, γιατί ζω σε μια χώρα που δεν μπορεί να σου δώσει στηρίγματα σε μια παραγωγή. Αν ήμουν έξω, ας πούμε, θα μπορούσα να παίζω και να γράφω έχοντας βοηθούς, ένα επιτελείο ανθρώπων που να μπορεί να με στηρίζει σε ό,τι χρειαστεί. Στην Ελλάδα, κατάλαβα ότι είναι μάλλον μονόδρομος. Έπρεπε να διαλέξω και ήτανε μια στενάχωρη επιλογή, στενάχωρη. Αυτός ήταν ο πρώτος λόγος. Ο δεύτερος ήταν ότι δεν μπορούσα τις διπλές παραστάσεις.
–Υπέκυψες όμως στην υπερπαραγωγή του Παλλάς.
Όταν μου προτάθηκε το έργο από τις Θεατρικές Σκηνές, μαζί με το «πακέτο» του Παλλάς, σκέφτηκα ότι μια ψωνάρα Σουσού μέσα στο Παλλάς για τρεις μήνες είναι ό,τι καλύτερο! Ήταν μια ευνοϊκή συγκυρία που με παρακίνησε να παίξω.
–Έχεις επέμβει στο κείμενο και έχεις βάλει ένα συγκλονιστικό φινάλε-έκπληξη.
Ναι, η Σουσού έχει κάνει ένα update. Την έχω προσανατολίσει να βλέπει το 2017 από τα ’60s ή και νωρίτερα. Είναι σαν να διατρέχει το χρόνο.
–Έχεις κρατήσει ως πλαίσιο την παλιά εποχή;
Έχει κρατηθεί όλη η εποχή με απόλυτο σεβασμό. Το ήθελε και ο Κακλέας και εγώ. Έχω χρησιμοποιήσει μόνο μια λέξη που δεν λεγόταν τότε, αλλά δεν θα σου πω ποια.
–Πώς πιστεύεις ότι θα έβλεπε η Σουσού τη «σούπα» της κοινωνίας των σουσούδων του σήμερα, που έχουνε φύγει οι διαχωριστικές;
Αυτό που έχω δει ήταν ότι πριν από τη μεγάλη κρίση, που ξεκίνησε από την Αμερική και έφτασε εδώ, ο Έλληνας ήταν Σουσού. Πήρε λεφτά, πήρε αυτοκίνητα, πήρε πισίνες, «σουσούδιασε» πολύ. Επίσης πολλά «σουσουδιάσματα» βλέπω σε επίπεδο κουλτούρας. Αν υπάρχει ένας χώρος όπου ακόμα βλέπεις τη Σουσού ολοζώντανη, είναι η τέχνη. Ένα «να ξεχωρίσω» με το παράξενο.
–Τι ζώδιο είσαι;
Καρκίνος.
–Πιστεύεις σε αστρολογίες, ενέργειες και τα συναφή;
Αστρολογικά, ενεργειακά, με πήγες απότομα τώρα!
–Σκέφτεσαι ποτέ ότι σε επηρέασε μια έκλειψη ή ότι έχουμε ένα θέμα με τον ανάδρομο;
Κοίτα, εγώ περνάω εκλείψεις κάθε μέρα στην πρόβα, είναι η πίστα όπου ψάχνομαι και βογκάω. Όμως είμαι σίγουρη χίλια τα εκατό ότι αυτό που βιώνουμε έχει κι άλλα επίπεδα. Τελευταία μου παράκρουση ήταν όταν αποφάσισα να ασχοληθώ –εγώ που δεν ξέρω την προπαίδεια– με τα μαθηματικά, από μαύρες τρύπες μέχρι αστροφυσική. Έφτασα στο σημείο να προσπαθώ να καταλάβω τη θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν και να την ψάχνω μέσα από τα μαθηματικά. Πήγα να καώ, αλλά θα το ξαναψάξω, γιατί πρέπει να ανακαλύψω όλες τις διαστάσεις.
–Τι σου προσφέρει αυτό; Ελπίδα;
Όχι, μου προσφέρει ευρύτητα, μου ανοίγει το μυαλό, με κάνει να μη νιώθω μόνη μου, με κάνει και νιώθω ότι αυτοί που φύγανε δεν φύγανε.
–Νιώθεις μόνη;
Πολλές φορές
–Δεν μου φαίνεσαι καθόλου τέτοιος άνθρωπος…
Τώρα δεν νιώθω καθόλου μόνη, αλλά γενικά πέρασα πάρα πολύ μοναχικά παιδικά χρόνια, γιατί ήμουνα μοναχοπαίδι και μετανάστης.
–Μετανάστης από πού;
Από την Αλεξάνδρεια, από την Αίγυπτο, όταν ήμουν 7 χρονών.
–Εντωμεταξύ, ο κόσμος σε λατρεύει. Αυτό που συμβαίνει με τους Απαράδεκτους είναι φαινόμενο, έτσι;
Ναι, μωρέ, τα γλυκούλια μου.
–Μπήκες στα σπίτια του κόσμου και σε νιώθουν σαν ένα δικό τους αγαπημένο πρόσωπο.
Ναι, που το αισθάνονται οικείο. Ενώ δεν είμαι τόσο οικεία.
–Αυτό μου κάνει εντύπωση.
Μη βλέπεις τώρα μ’ εσένα, που έχω κάνει άλμα!
–Φαίνεται πως είσαι άνθρωπος που κρατάς αποστάσεις και φοράς «ασπίδες» και θωρακίζεσαι.
Πολλές. Όμως, όταν παίζω πετάω όλες τις άμυνες και είμαι εγώ, όπως είμαι. Δεν το στολίζω.
–Όταν ήσουν μικρή είπες «θα γίνω ηθοποιός»;
Ήταν το πρώτο πράγμα που είπα όταν ρωτήθηκα. Και ο πατέρας μου μου είπε: «Κοίταξε, ηθοποιός θα γίνεις αφού σπουδάσεις και πάρεις πτυχίο. Μετά κάνε ό,τι θέλεις». Και μ’ έβαλε να περάσω στο πανεπιστήμιο. Στο σπίτι μου δεν είχα περιθώριο να κάνω κάτι άλλο. Μάλιστα, έτσι όπως μου απομυθοποίησε την ηθοποιία ο πατέρας μου, πέρασαν πολλά χρόνια που αυτή η επιθυμία κοιμήθηκε μέσα μου. Αφού ήμουν πια στο πτυχίο στη Φιλοσοφική και έφτασα να διδάσκω, κατάλαβα ότι δεν πάω καλά. Τότε θυμήθηκα ότι εγώ άλλο ήθελα να γίνω κι ότι αυτή η μεγάλη παρένθεση ήταν επιθυμία ενός άλλου ανθρώπου.
–Μήπως σου ψαλίδισε λίγο τα φτερά σ’ εκείνο το σημείο;
Ναι, ναι, μου τα ψαλίδισε. Αλλά τελικά ήταν θετικό που πήγα στο πανεπιστήμιο, γιατί γνώρισα ανθρώπους, διανοούμενους εκείνης της εποχής, της αριστεράς, αναρχικούς, ποιητές, τρελούς, που στο θέατρο δεν τους συνάντησα ποτέ. Έτσι μπήκα στο θέατρο με μια απαξία, δεν αισθάνθηκα ότι μπήκα στο «ιερό», αλλά σε έναν χώρο όπου οι άνθρωποι μου φάνηκαν κατώτεροι διανοητικά και μορφωτικά από αυτούς που είχα συναντήσει. Τότε ευγνωμονούσα τον πατέρα μου γι’ αυτήν του την κίνηση, αν και δεν ήταν μαζί μου.
–Σε είδε όμως;
Οριακά. Μετά αρρώστησε. Τους Απαράδεκτους τους είδε, παρότι ήταν πολύ αυστηρός. Σε ένα επεισόδιο είπε: «Αρχίζει εδώ να φαίνεται ότι μπορεί και να γράψεις».
–Φοβερός!
Ζόρικος, ζόρικος.
–Η μητέρα σου;
Η μητέρα μου, αλλού γι’ αλλού: πολύ έξω καρδιά, ήθελε να περνάει τη ζωή της όμορφα πολύ, να τραγουδάμε, να γελάμε, να χορεύουμε. «Κάνε ό,τι θες, μόνο μη φωνάζεις» – κλασική της ατάκα.
–Στα αισθηματικά έδινες προτεραιότητα; Στους Απαράδεκτους είχες έμπνευση από πραγματικές σχέσεις;
Εντάξει, ο έρωτας είναι το μεγαλύτερο σχολείο στη ζωή μας. Όλα τα «μεταπτυχιακά» που έχουν κάνει οι άνθρωποι στη ζωή τους τα έκαναν στους μεγάλους έρωτες.
–Γιατί δεν παντρεύτηκες ποτέ;
Δεν ξέρω, μ’ αρέσει που δεν έχω παντρευτεί, νιώθω μεγάλη ελευθερία.
–Επιλογή ή φόβος;
Νομίζω φόβος. Αλλά και επιλογή. Τον γάμο τον θεωρώ λίγο μια παρά φύση κατάσταση. Είναι δυνατόν κάποιος να αποφασίζει στα 25 του χρόνια ότι θα γεράσει με κάποιον;
–Καλύπτει μια ανασφάλεια όμως. Σου καλύπτει αυτό το γυναικείο κομμάτι που θέλει μια προστασία.
Εντάξει, ναι, υπάρχει η ανασφάλεια στη γυναίκα.
–Θέλει δύναμη να αντιμετωπίσεις το «γιατί δεν παντρεύεσαι;» και το κερασάκι στην τούρτα είναι το «εσύ πότε θα γίνεις μάνα;» Δεν σε έχουν πρήξει να σε ρωτάνε;
Το πέρασα αυτό, με πρήξανε, πολύ όμως… Είναι λογικό, εμείς οι άνθρωποι έχουμε την ανάγκη αυτό που κάνουμε να το κάνουνε κι όλοι οι άλλοι. Είναι φυσιολογική αντίδραση, αλλά και η δική μου στάση είναι φυσιολογική. Έτσι μου αρέσει. Τώρα, τι να σου πω, να μην πω μεγάλη κουβέντα, δεν νομίζω ότι ένας άνθρωπος το λήγει ποτέ αυτό το θέμα. Είναι κάτι που μένει ανοιχτό.
–Σε έχω να παντρεύεσαι στα 60 και βάλε…
Αχά! Μ’ αρέσεις!
–Γιατί είναι σαν να μην περνάει ο χρόνος από πάνω σου…
Κατάλαβα, ναι. Στα 70 με νυφικό, μ’ αρέσει. Είχα γράψει το 2008 ένα έργο που λεγόταν Δεν μπορώ να μείνω μόνη μου, το οποίο θα ξανανέβει φέτος – έχω κάνει ένα ριμέικ. Διαχειρίζεται το θέμα της γυναίκας που φοβάται να μείνει μόνη της, ζει ένα θρίλερ, απειλείται. Σαν να είσαι σε ταινία τρόμου, που περπατάς μόνη σου, ακούς βήματα και φοβάσαι ότι μπορεί να σου βγει κάποιος με τσεκούρι, ενώ, αν έχεις δίπλα σου έναν άντρα, και ξύλινος να είναι λες «είμαι ασφαλής». Aυτό πραγματεύεται το έργο, την αίσθηση του άντρα που λέμε ότι είναι ασφαλιστική δικλείδα στο κεφάλι μας και στο συναίσθημα.
–Έχεις παρατηρήσει ότι στα 50φεύγα οι περισσότερες γυναίκες είναι μόνες τους, έχουν χωρίσει ή έχουν φύγει τα παιδιά τους;
Εγώ δεν νομίζω ότι ο άνθρωπος είναι μόνος του επειδή δεν παντρεύτηκε. Δεν πιστεύω ότι ο γάμος απαραίτητα κάνει τους ανθρώπους να είναι μαζί.
–Η οικογένεια, λέμε, η συνέχεια, το παιδί…
Κοίταξε, μη λέω μεγάλη κουβέντα, γιατί πιθανόν να γεράσω και να λέω «Θεέ μου, τι έκανα;» Τώρα μιλάω με την αλαζονεία ότι, δόξα τω Θεώ, είμαι καλά, νιώθω νέα, δημιουργώ.
–Έχει μεγάλη σημασία να δημιουργεί ένας άνθρωπος, γιατί η δημιουργία ενός παιδιού πολλές φορές καλύπτει την έλλειψη δημιουργίας σε άλλα πράγματα.
Είναι πάρα πολύ σχετικό πράγμα η ανάγκη του καθενός. Μπορεί εγώ να έχω καλυφθεί αλλιώς. Ας μη γενικεύουμε ότι είναι μαγκιά να μην παντρευτείς.
–Ήσουν πιστή στις σχέσεις σου;
Άλλη ερώτηση.
–Θες να είναι ο άλλος πιστός μαζί σου;
Πολύ.
–Ζηλεύεις;
Άμα μου δώσει αφορμές, ναι.
–Ζηλεύεις και χωρίς;
Μπορεί να ζηλεύω και χωρίς, αλλά κάθε συναίσθημα που νιώθω και δεν μου αρέσει θέλω να το τιθασεύσω.
–Κάνεις σκηνές;
Όχι, κάνω πολύ χαβαλέ. Μέχρι στιγμής, δεν έχω καταδεχτεί να κάνω χοντράδα. Εσύ έχεις κάνει;
–Άλλη ερώτηση! Προσέχεις τον εαυτό σου ως γυναίκα;
Βάζω μια ειδική κρέμα από τη δερματολόγο για απολέπιση και τελευταία έχω ξεκινήσει γυμναστική και σκοπεύω να συνεχίσω να κάνω, γιατί δεν με παίρνει.
–Φοβάσαι το χρόνο;
Ναι.
–Για τη ζωή ή για την εμφάνιση;
Και για τα δύο. Είμαι και αρρωστοφοβική, άλλοτε πιο έντονα, άλλοτε όχι.
–Ποιους θαυμάζεις;
Τους μεγάλους επιστήμονες, τους πολύ σπουδαίους επιχειρηματίες…
–Από το χώρο σου, όταν ήσουν μικρή;
Δεν είχα ποτέ κόλλημα με τους ηθοποιούς.
–Με τη μουσική;
Όλες μου οι σχέσεις όταν ήμουν πιτσιρίκα ήταν ροκάδες, αλλά εγώ την έβρισκα ακούγοντας Βοσκόπουλο.
–Εγώ θα σε καταχωρούσα ως ροκού, πάντως.
Έχω μεγαλώσει με ροκ φίλους, έχω φτιάξει ροκ μπαρ στην Αθήνα, το Εναλλάξ στα Εξάρχεια, που το θυμούνται ακόμη όσοι ήταν ροκάδες, εγώ όμως μέσα μου δεν ήμουν ποτέ της ροκ μουσικής. Είχα ροκ νοοτροπία, αλλά για να τη «βρω» ήθελα ζεϊμπέκικο και νταλκά…
–Πώς εξηγείς τη σαρωτική πώληση εισιτηρίων για την παράσταση;
Μου δημιουργεί μια αισιοδοξία όταν μου το λένε, αλλά φροντίζω να φεύγει η προσοχή μου από εκεί και να πηγαίνει σ’ αυτό που κάνω, για να γίνεται όσο το δυνατόν καλύτερα. Μετά από 9 χρόνια απουσίας, θέλω να κάνω κάτι παραπάνω από πριν. Οτιδήποτε μπορεί να με κάνει Σουσού στη ζωή μου, το πετάω.
–Μετά τι θα κάνεις; Το αφήνεις στη μοίρα;
Τη μοίρα εμείς τη φτιάχνουμε, συνεργαζόμαστε μαζί της, είμαστε συνέταιροι. Θα δω τι θα κάνω με το συνεταιράκι μου.
–Ο κινηματογράφος σε ενδιαφέρει;
Πολύ. Είναι το μοναδικό μέσο που δείχνει ότι μπορούμε να ξεφύγουμε. Κρίμα που δεν είναι και το θέατρο, να πηγαίνουν οι παραστάσεις έξω. Πιστεύω πάρα πολύ ότι έχουμε σπουδαία πολιτιστικά προϊόντα να εξάγουμε.
–Είναι θέμα γλώσσας;
Η γλώσσα δεν βοηθάει, αλλά είναι και θέμα νοοτροπίας. Έχουμε χαμηλή αυτοεκτίμηση και πάμε να ψωνίσουμε, όχι να πουλήσουμε. Με την καλή και την κακή έννοια. Δεν είμαστε συλλογικός λαός, δεν μπορούμε να συνεργαστούμε και βάζουμε τρικλοποδιές ο ένας στον άλλον, γιατί έχουμε στο κύτταρό μας τον εμφύλιο.
–Πώς βλέπεις τα πράγματα στο μέλλον;
Θέλει πάρα πολλή δουλειά η νοοτροπία μας. Χρειαζόμαστε συλλογική αυτογνωσία. Αν αυτό που περνάμε δεν μας γίνει μάθημα, τελειώσαμε.
Στην κεντρική φωτογραφία η Δήμητρα Παπαδοπούλου φοράει Παλτό Burberry, Attica.
Φωτογραφίες: Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος (D-Tales)
Fashion Editor: Λάζαρος Τζοβάρας
Hair & Make Up: Βίβιαν Κατσάρη (D-Tales)
Σχόλια για αυτό το άρθρο