Ο ΤΑΖ ανακαλύπτει ξανά, ένα έργο ορόσημο του νεοελληνικού θεάτρου με μια πρωταγωνιστική τετράδα – δυναμίτη, που σε εγκλωβίζει στον κωμικά εξαθλιωμένο και ασφυκτικό, οπορτουνισμό των χαρακτήρων.
Για κάποιον σαν κι εμένα, μανιακό του υπερθεάματος, της εξραβαγκάντσας και γενικώς του “φτερά και πούπουλα”, οι θρυλικές “Δάφνες και Πικροδάφνες” που ανέβηκαν για πρώτη φορά το 1979 στο Θέατρο Τέχνης, γραμμένες από το επίσης θρυλικό συγγραφικό δίδυμο Δημήτρη Κεχαϊδη Ελένης Χαβιαρά, ήταν για χρόνια ένα σίγουρο “no no” όσον αφορά τις επιλογές μου για θεατρική ψυχαγωγία. Όπως και όλο το νεοελληνικό μεταπολιτευτικό θέατρο που καλούμαι σιγά σιγά να μελετήσω και να αξιολογήσω από την αρχή.
Προφανώς επειδή “ξεμπρόστιαζε” μια γενιά και μια νοοτροπία, λιγδιασμένη και βουτηγμένη στην κακομοιριά, που στα νεανικά μου χρόνια, φαινόταν έτη φωτός μακριά από τη δική μου, την πολλά υποσχόμενη, την καινούργια, τη φρέσκια. Μέχρι τη στιγμή που μεγαλώνοντας, ανακάλυψα ότι σχεδόν τίποτα δεν έχει αλλάξει. Ότι και η δική μου γενιά, μεταλλάχθηκε σε φορέα λοιμωδών νοσημάτων. Που απλά κρύβουν την κακομοιριά τους πίσω από ένα υπερντιζαϊνάτο tablet και βαφτίζουν τον καιροσκοπισμό τους, νοσηρό zeitgeist βάζοντας Prada σόλα στα τσαρούχια τους.
Βλέποντας ξανά το έργο, μολονότι η προσέγγιση του είναι κλασσική, αισθάνθηκα με φόβο ότι θα μπορούσε να εξελίσσεται τόσο στο παρόν όσο στο μέλλον. Σαν φουτουριστικό ρετρό. Η γη έχει καταστραφεί και οι άνθρωποι επιστρέφουν σε ζωώδη κατάσταση την οποία καλύπτουν πίσω από τα απομεινάρια ευδαιμονίας του πολιτισμού, ακολουθώντας το βλαχομπαρόκ που είναι σφραγισμένο στο dna τους. Όπως οι 4 αξιολύπητοι στην ουσία πολιτικάντηδες σε ένα μικροαστικό σπίτι της Τρίπολης, που ράβουν και ξηλώνουν, ή έτσι νομίζουν, σαν επαρχιώτες κομματάρχες που είναι, το ποιος υποψήφιος θα μπει στον τελικό συνδυασμό του κόμματος, σύμφωνα με τα συμφέροντα και τις προτιμήσεις τους. Πράγμα που προσπαθούν να το πετύχουν με τσαπατσούλικες μηχανορραφίες τούρκικης σαπουνόπερας, λυκοφιλίες, εκβιασμούς, μυστικά και ψέματα.
Θα μπορούσε να είναι θρίλερ, μάλλον στην ουσία είναι κάτι σαν “πειραγμένο” θρίλερ. Εκεί ακριβώς βρίσκεται η ιδιοφυία του κειμένου των Κεχαϊδη – Χαβιαρά. Στο ότι με τρομερή λιτότητα και ακρίβεια μετρονόμου, στήνουν στην ουσία ένα παραπολιτικό θρίλερ του καφενέ, μεταμορφώνοντας το παραπλανητικά σε κωμωδία. Δεν εξηγείται διαφορετικά το πως έμεινα καρφωμένος για δύο ώρες στην καρέκλα μου σε μια παράσταση που η δράση της προκύπτει ουσιαστικά από λεκτικούς πυροβολισμούς.
Η μεγάλη επιτυχία τόσο του έργου, όσο και της σεβαστικής απέναντι του, σκηνοθετικής προσέγισης του Πέτρου Φιλιππίδη που κρατάει την ένταση αμείωτη με εξαιρετικό ρυθμό και συγχρονισμό της πρωταγωνιστικής τετράδας, είναι πως θα γελάσεις, σίγουρα θα γελάσεις. Όταν όμως βγεις από την παράσταση, αυτό το γέλιο σου θα κουβαλάει κάτι απειλητικά πικρό. Θα αντανακλά μια πραγματικότητα για την ύπαρξη της οποίας έχεις συναινέσει και εσύ. Σφραγίζοντας το παρόν σου, και διαλύοντας κάθε ελπίδα για το μέλλον. Ακόμα και μετά την καταστροφή.
Έχω πολλές φορές γράψει αρνητικά σχόλια για τον Πέτρο Φιλιππίδη, όσον αφορά κυρίως τις “ευκολίες” του στις γκριμάτσες και τη ναρκισσισιστική επιβολή του εγώ του στη σκηνή όμως εν προκειμένω οφείλω να του βγάλω το καπέλο. Πρώτον γιατί τολμάει, σε δύσκολους καιρούς με τον ζαλισμένο θεατή να αναζητά “ευκολάκια” όσον αφορά την ψυχαγωγία του, να ανεβάσει ένα έργο με αιχμή και κεντημένο, χωρίς υπερβολές και μπαλαφάρες, κοινωνικοπολιτικό σχολιασμό. Ούτε “Θεία από το Σικάγο” ούτε “Mπακαλόγατος” ή κάποια άλλη γνωστή από τον ελληνικό κινηματογράφο, κωμωδία, αλλά ένα κλασσικό πλέον, νεοελληνικό θεατρικό κείμενο. Από αυτά που θα ήταν γόνιμο να “επισκευτούμε” όλοι μας ξανά, πέρα από τα επιβεβλημένα ως must see μοδάτά έργα του εξωτερικού. Πολύ απλά γιατί αυτή είναι η χώρα μας, η γλώσσα μας, η νοοτροπία μας, το θέατρο μας, που συνήθως τα σνομπάρουμε γιατί δεν είναι τόσο cool.
Χρησιμοποιώντας την τηλεοπτική του απήχηση, ο Φιλιππίδης πετάει αγκίστρι σε ένα κοινό που διαφορετικά δε θα έμπαινε στον κόπο να δει το έργο. Και συνθέτει μια ομάδα τούρμπο ηθοποιών, με εξάτμιση και αμορτισέρ, αφήνοντας το “εγώ” του να αναμετρηθεί επί ίσοις όροις με τους υπόλοιπους. Το κατόρθωμα του είναι το πως τέσσερις πολύ καλοί ηθοποιοί διαφορετικών γενεών και με εντελώς διαφορετικές κατευθύνσεις και πορεία, κατορθώνουν στη σκηνή να μοιάζουν συνομήλικοι. Πραγματικά πιστεύεις ότι ο Πυγμαλίωνας Δαδακαρίδης έχει την ίδια ηλικία με τον Θανάση Παπαγεωργίου.
Ταυτόχρονα, χωρίς να χρησιμοποιεί φτηνά κόλπα δήθεν μοντερνισμού, και κρατώντας όπως έγραψα και παραπάνω, μια κλασσική στάση απέναντι στο χειρισμό του κειμένου, του δίνει μια κινηματογραφική ταχύτητα. Σε ένα έργο που πιο θεατρικό δε γίνεται, εφ’ όσον όλο εξελίσσεται σε ένα δωμάτιο. Έπιασα τον εαυτό μου κατά τη διάρκεια της παράστασης να σκέφτεται συχνά πως θα μπορούσα να το κάνω σινεμά, τι εμβόλιμες σκηνές θα έβαζα, αν θα χρειαζόμουν εξωτερικά πλάνα ή αν θα ακολουθούσα την τακτική του Πολάνσκι όταν μεταφέρει θεατρικό στο σινεμά, παίζοντας με την κλειστοφοβία του χώρου.
Ενός χώρου στον οποίο οι τέσσερις πρωταγωνιστές είναι σχεδόν μπουνουελικά (σε νεοελληνική εκδοχή) εγκλωβισμένοι, λες και κάποια αόρατη δύναμη τους απαγορεύει να βγούνε από αυτόν και σε προέκταση, να ξεφύγουν από την λασπωμένη φυλακή του εαυτού τους. Κι όμως, ξαναλέω, είναι κωμωδία. Στην οποία φαινομενικά δεν συμβαίνει τίποτα, όπως θα ήθελαν να πιστεύουν οι ήρωες, αλλά συμβαίνουν τα πάντα και μια ολόκληρη χώρα, με το κομματικό της σύστημα, αντανακλάται με σάπια δόντια και καράφλα, με τα λιγοστά μαλλιά χτενισμένα πάνω στο κεφάλι σαν τοτέμ αισθητικής και ηθικής σήψης, όπως είναι η εμφάνιση του Γιώργου Κιμούλη.
Ενός ηθοποιού που αν κάθεσαι δεύτερη σειρά από τη σκηνή όπως καθόμουν εγώ και έχεις άμεση οπτική επαφή μαζί του, πραγματικά τρομάζεις μήπως σου επιτεθεί. Όχι παίζοντας Οθέλλο ή Μακμπέθ, αλλά έναν κωμικό ρόλο, που έχει και τις πιο αστείες ατάκες του έργου. Τρομάζεις επειδή στο βλέμμα του, είναι αποτυπωμένη η αδίστακτη, χωρίς κανέναν ηθικό φραγμό, αδηφάγα φύση του χαρακτήρα που υποδύεται. Φοβάσαι επειδή ξέρεις ότι ο επιφανειακά αντιμετωπίσιμος, ξεφτιλισμένος μικροαστισμός του, απέχει μια γραμμή από το να χρησιμοποιήσει μαχαίρι όταν και αν χρειαστεί για να εξασφαλιστεί.
Τεράστιος ηθοποιός, με τα εκφραστικά του μέσα σε απόλυτο συγχρονισμό, τα χέρια, τα πόδια, το σώμα, με τα μάτια του και τη φωνή του. Κάποιοι έγραψαν για μανιέρα. Σόρι κοπελιές, αλλά κάθε ηθοποιός όπως και κάθε ζωγράφος έχει δύο τρία τέσσερα μοτίβο σαν πυλώνες. Το θέμα είναι αν μένει σε αυτούς τους πυλώνες ή αν τους εξελίσσει και τους προσαρμόζει στις ανάγκες του έργου. Βλέποντας τον Κιμούλη μετά την ερμηνεία του στον “Επιστάτη” του Πίντερ, σε αυτή την παράσταση, είναι που το κατάλαβα αυτό. Το ότι οι πυλώνες του αποτελούν τη βάση, τον καμβά της ερμηνείας του και όλα τα υπόλοιπα, η ζωγραφιά δηλαδή έρχεται με διαφορετικές πινελιές σαν χαστούκια στον καμβά, σαν τα “τρελά” χρωματικά χτυπήματα του Πόλοκ.
Ο Θανάσης Παπαγεωργίου είναι η ήρεμη δύναμη. Ειλικρινά όμως, πιο ήρεμη και πιο δύναμη, δεν υπάρχει. Ο άνθρωπος παίζει όπως αναπνέει, με μια απίστευτα ελεγχόμενη φυσικότητα, σαν να είναι το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο. Που για να κάνεις την ερμηνεία σου να μοιάζει σαν το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο, είναι ένα από τα δυσκολότερα πράγματα στον κόσμο. Ο Πυγμαλίωνας Δαδακαρίδης, άλλη μεταμόρφωση αυτός. Σωματική και υποκριτική. Μεσόκοπος ταβερνιάρης με το μάτι του γουρλωμένο για κομματικά μεγαλεία, σαν καταθλιπτικός κλόουν σε τάφο, κάνει το μεγάλο άλμα και συντονίζεται παρά την ηλικία του, στο θλιβερό τσίρκο της παρέας.
Όσο για τον Πέτρο Φιλιππίδη, δείχνει μια άλλη πλευρά του ταλέντου του, αφήνοντας να αναπνεύσουν στις σιωπές του και την κινησιολογία του οι σκοτεινές γραμμές που συνθέτουν την προσωπικότητα του ήρωά που υποδύεται, αναδεικνύοντας τις λέξεις πίσω από τις λέξεις. Κάτι που το χάνει μόνο όταν “ανάβει” η σκηνική ένταση, οπότε και επιστρέφει στην τυποποιημένη του υπερκινητικότητα που όμως αυτή τη φορά, για να έναν περίεργο λόγο, θες το έργο, θες οι ταχύτητές του που μοιάζουν με καρδιογράφημα, τον συγχωρείς.
Σε μια παράσταση 4 αξιολύπητων αλλά τρομακτικών αν τους κάνεις ιατροδικαστική εξέταση χαρακτήρων, (αξιοθαύμαστων σαν ηθοποιών όσον αφορά την λειτουργική ανάπτυξη των αόρατων συνδετικών κρίκων μεταξύ τους), τενόρων της νεοελληνικής αποχέτευσης. Μέσα από την οποία, συνεχίζουν να τραγουδάνε σκυλάδικα, να ονειρεύονται μεγαλεία και να καπνίζουν πούρα, έχοντας (κι αυτό είναι το πιο τρομακτικό) πείσει τον εαυτό τους, για το άμεμπτο των πράξεων τους και την καθαρότητα των φρονημάτων τους, τραβώντας που και που το καζανάκι.
***Θέατρο Μουσούρη, πλατεία Καρύτση, 2103310936.
Ακολουθήστε τον ΤΑΖ στο www.facebook.com/tazthebuzz
Σχόλια για αυτό το άρθρο