Η Τραβιάτα, μία από τις πλέον διάσημες όπερες και σταθερή επιλογή του οπερατικού ρεπερτορίου στα λυρικά θέατρα παγκοσμίως, παρουσιάστηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών σε σκηνοθεσία, σκηνικά, κοστούμια και φωτισμούς Νίκου Σ. Πετρόπουλου. Η σκηνοθεσία προέβλεψε αρκετή ευελιξία στην κίνηση των λυρικών τραγουδιστών. Ιδιαίτερα έξυπνη ήταν η διαγώνια προοπτική του σκηνικού χώρου στην πρώτη και την τρίτη πράξη, αν και περιόριζε το χώρο όπου μπορούσε να κινηθεί η πολυπληθής χορωδία, με αποτέλεσμα αυτή να φαίνεται κάποιες στιγμές στριμωγμένη.
Στις σκηνές ωστόσο που απουσίαζε η χορωδία, η συγκεκριμένη προοπτική δημιουργούσε μια ενδιαφέρουσα σχέση σκηνής και θεατή ως προς τη θέαση της δράσης. Ιδιαίτερα επιτυχημένοι ήταν επίσης και οι φωτισμοί στην τρίτη πράξη, με το παιχνίδισμά τους ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι. Συνολικά, όμως, η επιλογή σκηνικών και κοστουμιών που αντικατοπτρίζουν απόλυτα ρεαλιστικά τον γαλλικό 19ο αιώνα είναι τρόπον τινά ξεπερασμένη. Άλλωστε, αν ο ίδιος ο Βέρντι το 1853 διατύπωσε γραπτά την απαίτησή του η Τραβιάτα να παρασταθεί με σύγχρονα ρούχα, είχε σίγουρα τους λόγους του, κάτι που δυστυχώς δεν λαμβάνεται υπόψη στα σύγχρονα ανεβάσματα – από δισταγμό, ίσως, για ρήξη με αυτό που το ευρύ κοινό αντιλαμβάνεται ως οπερατική παράδοση.
Ο Λουκάς Καρυτινός διηύθυνε την καλά συγχρονισμένη ορχήστρα με σιγουριά, επιτυγχάνοντας με άνεση και δεξιοτεχνία να συνοδεύει επί της ουσίας τους λυρικούς τραγουδιστές χωρίς να καλύπτει τις φωνές τους – και αν αυτό ακούγεται αυτονόητο για τη μουσική στην όπερα, ας θυμηθούμε πόσο συχνά δεν τηρείται. Οι μουσικοί καθοδηγήθηκαν με μαεστρία και απέδωσαν με απόλυτη συνέπεια την ελευθεριότητα της πρώτης πράξης, τη γαλήνη της ζωής κοντά στη φύση της δεύτερης, τον πόνο και την απόγνωση της τρίτης.
Η Βασιλική Καραγιάννη ήταν μια ιδανική Βιολέττα Βαλερύ, που πέτυχε να αποδώσει τόσο φωνητικά, όσο και υποκριτικά το ψυχογράφημα της ηρωίδας που ενσάρκωσε. Η έκταση και η ένταση της φωνής της ήταν εντυπωσιακή σε όλη τη διάρκεια του έργου, όπως άλλωστε και το ηχόχρωμά της, που ακολουθούσε με συνέπεια την εξέλιξη του χαρακτήρα. Οποιαδήποτε τυχόν αντίρρηση για την ερμηνεία της θα παραλειφθεί εδώ, καθώς στο ξεκίνημα της άριας Sempre libera, στην κορύφωση δηλαδή της πρώτης πράξης, η Καραγιάννη άρχισε να βήχει, ωστόσο, όχι μόνο δεν τα έχασε, αλλά σχεδόν αμέσως ξαναβρήκε το ρυθμό της χαρίζοντας τις άρτιες κορώνες της άριας χωρίς να διστάσει ούτε για μια στιγμή και αποδεικνύοντας έτσι πως διαθέτει την απαραίτητη σκηνική εμπειρία ως πραγματική ντίβα.
Ο Αντώνης Κορωναίος απέδωσε συνολικά με επάρκεια το ρόλο του Αλφρέντο Ζερμόν, με καλύτερη στιγμή του αυτήν στο ντουέτο Un dì felice, eterea, αλλά οι υποκριτικές του δυνατότητες αποδείχθηκαν αρτιότερες των φωνητικών. Ιδιαίτερα σε κάποια σημεία, δημιουργούσε την αίσθηση πως δεν διέθετε την απαραίτητη ένταση ώστε να σταθεί ισάξια δίπλα στους άλλους πρωταγωνιστές. Πόσο μάλλον όταν συνυπήρχε σκηνικά με τον Δημήτρη Πλατανιά. Ο Πλατανιάς, για τρίτη φορά ως Τζόρτζιο Ζερμόν (ερμήνευσε επίσης τον ίδιο ρόλο στις παραγωγές της Ε.Λ.Σ. τον Ιανουάριο του 2010 και τον Μάιο του 2015), χάρισε στο κοινό ένα ρεσιτάλ ερμηνείας. Διέθετε για μια ακόμη φορά ό,τι ακριβώς χρειάζεται ώστε να χαρακτηριστεί εξαίσιος: βάθος, ένταση και ερμηνευτική δεινότητα. Μάλιστα, το αρκετά μεγάλο σε διάρκεια ντουέτο του με την Καραγιάννη στη δεύτερη πράξη αποτέλεσε ίσως την καλύτερη στιγμή ολόκληρης της όπερας και δικαίως ο Πλατανιάς χειροκροτήθηκε στο τέλος εξίσου με την Καραγιάννη.
Από τους δευτερεύοντες ρόλους ξεχώρισε η Αλεξάνδρα Ματθαιουδάκη ως Αννίνα, αποδεικνύοντας πως μπορεί κάποιος να διακριθεί ακόμη και σε ένα μικρό ρόλο, αρκεί να τον αντιμετωπίσει με υπευθυνότητα και συνέπεια. Στη διεύθυνση της πολυπληθούς χορωδίας, που είναι σταθερά εντυπωσιακή σε όλες τις τελευταίες παραγωγές της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ο Αγαθάγγελος Γεωργακάτος έδωσε στην Τραβιάτα άλλο ένα δείγμα της εμπειρίας του. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι η χορωδία ήταν ένας πραγματικός τέταρτος πρωταγωνιστής. Στον αντίποδα αυτής της παρουσίας, οι χορευτές του μπαλέτου χρειάζονταν προφανώς μεγαλύτερη προετοιμασία, αφού στερούνταν συγχρονισμού.
Ο Κώστας Καρασαββίδης είναι υποψήφιος διδάκτωρ θεατρολογίας με επιστημονικές δημοσιεύσεις και συμμετοχή σε συνέδρια στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ασχολείται με την κριτική παραστάσεων και θεατρολογικών εκδόσεων.
Σχόλια για αυτό το άρθρο