Αποτελεί πάντοτε υπέροχη εμπειρία η επαφή με λιγότερο γνωστά οπερατικά έργα, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για μια γενικά εξαίρετη παραγωγή. Ο λόγος για τον Λόενγκριν του Ρίχαρντ Βάγκνερ, που είχε να παρουσιαστεί στο αθηναϊκό κοινό από το 1965, και τη νέα παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (σε συνεργασία με τις Εθνικές Όπερες της Ουαλίας και της Βαρσοβίας). Η ιστορία αρχίζει με την άφιξη του ιππότη Λόενγκριν στην Αμβέρσα (γύρω στα 900 μ.Χ.), προκειμένου να σώσει την Έλζα από την ψευδή κατηγορία της δολοφονίας του αδελφού της, Γκότφρηντ, δούκα της Βραβάντης. Ο Λόενγκριν, αν και ανήκει στο τάγμα των ιπποτών του Αγίου Δισκοπότηρου και δεν επιτρέπεται να παντρευτεί, ερωτεύεται και παντρεύεται την Έλζα, με τον όρο να μη ζητήσει να μάθει ποτέ το όνομα ή την καταγωγή του. Η Έλζα ωστόσο αποτυγχάνει στην εκπλήρωση του ευγενούς της όρκου, καθώς ζητά να μάθει το όνομα του σωτήρα της. Αυτός της το αποκαλύπτει αλλά, ενώ το κακό στο τέλος ηττάται με τον θάνατο του Τέλραμουντ και της Όρτρουντ, εκείνος είναι πλέον αναγκασμένος να φύγει αφού πρώτα ξαναδώσει στον μεταμορφωμένο σε κύκνο Γκότφρηντ την ανθρώπινη μορφή του.
Ο Άντονυ ΜακΝτόναλντ, που εκτός από τη σκηνοθεσία υπέγραψε τα κοστούμια και τα σκηνικά, προσπάθησε μέσα από τη συνολική σκηνοθετική γραμμή του να παρουσιάσει τη μετριότητα του κόσμου και την ανθρώπινη αδυναμία, φωτίζοντας ουσιαστικά την ερωτική διάσταση ενός μύθου που πραγματεύεται το ιδανικό της δικαιοσύνης και υπογραμμίζοντας την ανθρώπινη διάσταση των ηρώων. Μετέφερε τη δράση μετά την αποτυχία των επαναστάσεων του 1848/9 στη Γερμανία, εντάσσοντάς την στο πλαίσιο του εθνικισμού του 19ου αι. Παρότι όμως δεν επέλεξε να τοποθετήσει τη δράση στην εποχή μας, έπλασε πρόσωπα και καταστάσεις που το κοινό μπορούσε εύκολα να αναγνωρίσει. Ο Λόενγκριν δεν είχε στρατιωτική εμφάνιση, ούτε θύμιζε ιππότη. Έμοιαζε περισσότερο με μοναχό, ενώ στην Πρώτη και την Τρίτη Πράξη ήταν ξυπόλητος. Η Έλζα ενδύθηκε το γαμήλιο πέπλο της σαν γήινη γυναίκα: ευτυχισμένη, υπερήφανη και περίεργη. Η Όρτρουντ, αντί για μάγισσα, θύμιζε μια Λαίδη Μάκβεθ που καθοδηγούσε παρασκηνιακά τον σύζυγό της Τέλραμουντ, ούσα η ίδια παραγκωνισμένη από την εξουσία, παρά την καταγωγή της από αρχοντική οικογένεια. Ο Τέλραμουντ εμφανίστηκε ως δημαγωγός, ενώ ο Βασιλιάς θύμιζε περισσότερο πρωθυπουργό που αγόρευε στους πολίτες της χώρας του. Σημαίνουσα μέσα στην πρωτοτυπία της υπήρξε και η παρουσίαση του κύκνου-Γκότφρηντ που, αντί να οδηγεί τη βάρκα, θύμιζε ακρόπρωρο καραβιού, καθώς και η αμφιβολία σχετικά με το τι είδους ηγεμόνας επρόκειτο να γίνει, όταν πια στο τέλος παρουσιάστηκε με την ανθρώπινη μορφή του.
Τι να πει κανείς για τους Έλληνες σολίστες Τάσο Αποστόλου (βασιλιάς), Δημήτρη Πλατανιά (Τέλραμουντ) και Δημήτρη Σούρμπη (κήρυκας); Ήταν καθόλα άρτιοι, φωνητικά και ερμηνευτικά, ενώ ιδιαίτερα ο Σούρμπης απέδειξε πως είναι πλέον έτοιμος να ερμηνεύσει μεγάλους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Όσο για τις ξένες μετακλήσεις, ο Πήτερ Ουέντ (Λόενγκριν), η Γιολάνα Φογκάσοβα (Έλζα) και η Μαρτίνα Ντίκε (Όρτρουντ) ήταν ιδανικοί στους ρόλους τους και ευτυχώς, αυτή τη φορά, αποτέλεσαν επιτυχημένη επιλογή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Ιδιαίτερα η Μαρτίνα Ντίκε έκλεψε τις εντυπώσεις, καθώς φαινόταν πως είχε δουλέψει το ρόλο της σε όλες του τις λεπτομέρειες, με ανεπαίσθητα βλέμματα και εκφράσεις που σε ανάγκαζαν να την παρακολουθείς διαρκώς, πολλές φορές χωρίς να σκέφτεσαι την υπόλοιπη δράση επάνω στη σκηνή. Ο Μύρων Μιχαηλίδης, ίσως για τελευταία φορά με την ιδιότητα του καλλιτεχνικού διευθυντή της Λυρικής, διηύθυνε την ορχήστρα με σιγουριά και μαεστρία, ενώ ιδιαίτερο ακουστικό αποτέλεσμα είχε η επιλογή του να τοποθετήσει πολλά από τα πνευστά στα πλαϊνά τμήματα του πρώτου εξώστη. Ο Αγαθάγγελος Γεωργάτος έκανε, όπως πάντα, εξαιρετική δουλειά στη διεύθυνση της χορωδίας. Πραγματικά συγχρονισμένη, ακουγόταν σχεδόν αγγελικά, καθώς οι χορωδοί δεν χρειαζόταν να φωνάζουν προκειμένου να ακουστούν, προφανώς αποτέλεσμα κοπιαστικής δουλειάς και πολλών ωρών πρόβας.
Συνολικά, ο Λόενγκριν υπήρξε όντως μια διεθνών προδιαγραφών παραγωγή, που δεν είχε να ζηλέψει τίποτα από αντίστοιχες παραστάσεις του εξωτερικού. Από πλευράς συγκυρίας, όμως, η μεγαλύτερη ίσως επιτυχία της παράστασης είναι ότι παρουσίασε στο κοινό έναν Βάγκνερ τόσο θελκτικό, που μας έκανε να αδημονούμε για την παρουσίαση της τετραλογίας Το δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν στο νέο σπίτι της Λυρικής Σκηνής στο Κέντρο Πολιτισμού του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος.
Ο Κώστας Καρασαββίδης είναι υποψήφιος διδάκτωρ θεατρολογίας με επιστημονικές δημοσιεύσεις και συμμετοχή σε συνέδρια στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ασχολείται με την κριτική παραστάσεων και θεατρολογικών εκδόσεων
Σχόλια για αυτό το άρθρο