Ο ΤΑΖ πάει σε αποστολή αυτοκτονίας για πεντάωρο θέατρο στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών.
Δεν ντρέπομαι να παραδεχτώ ότι στην πεντάωρη Δίκη του Κάφκα στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, τον ψιλοπήρα τον ύπνο μου μια φορά. Από την άλλη όμως για να είμαι δίκαιος, πρόκειται για μια πραγματικά μεγάλη δουλειά που βυθίζεται μέσα στον όγκο της. Οι γραφές λένε ότι ο σκηνοθέτης Κριστιάν Λούπα είναι από τα ιερά τέρατα του σύγχρονου θεάτρου. Από την άλλη, ο Λούπα είναι τόσο φανερά έξαλλος με την πολιτική και πολιτιστική κατάσταση της σημερινής Πολωνίας στην οποία αρχηγός είναι ένα ακροδεξιό κόμμα, με τη λογοκρισία να θριαμβεύει, που φαίνεται σε κάθε του σκηνή.
Είναι πολύ δύσκολο να κρίνεις μια πεντάωρη παραγωγή πάνω σε ένα ημιτελές αριστούργημα του Κάφκα που εν προκειμένω με τους αυτοσχεδιασμούς του Λούπα γίνεται η Δίκη του Λούπα. Από την άλλη δεν μπορείς παρά να θαυμάσεις τα θάρρος και το θράσος του. Η ιστορία ενός τυχαίου ανθρώπου που μια μέρα κατηγορείται για αδίκημα και σέρνεται στα δικαστήρια χωρίς να ξέρει το γιατί (και χωρίς να το μαθαίνει ποτέ) από μια ανώτερη εξουσία είναι μια έξοχη προ-Οργουελική βάση για να κάνεις τα πάντα. Όμως εδώ ο Λούπα ο οποίος δίνει μεγάλο μέρος στον αυτοσχεδιασμό και στο μπέρδεμα πάνω στο μπέρδεμα, κάπου χάνεται. Ειδικά όταν σε καίρια σημεία του κειμένου ακούγεται η φωνή του αυτοσχεδιαστικά από πάνω, να δίνει οδηγίες, να κάνει παρατηρήσεις χωρίς ο μεταφραστής να ξέρει τι θα πει και εμείς να το ακούμε χωρίς να καταλαβαίνουμε.
Ολόκληρα κομμάτια του έργου είναι γραμμένα από τον ίδιο τον Λούπα αλλά αυτό δεν ξέρω κατά πόσο βοηθάει κάποιον που έρχεται σε πρώτη επαφή με τη Δίκη, εκτός κι αν κρεμάσουν μια ταμπέλα που θα λέει «μην το δεις αν δεν το έχεις μελετήσει». Κι αυτό για μένα είναι θεατρικός σνομπισμός. Από τα τρία μέρη του έργου, πιο δυνατό προκύπτει το δεύτερο στο οποίο ο Λούπα, σκηνοθετικά και συγγραφικά, επισκέπτεται ένα ψυχιατρείο (κι εκεί παίζει κι ο μεγάλος αυτοσχεδιασμός). Σταδιακά η λογική σου κι η ευθυκρισία σου θολώνουν, αποσυντίθενται κι ίσως αυτός να είναι κι ο σκοπός όσον αφορά την επίθεση του Λούπα σε ένα φασιστικό καθεστώς στο οποίο ο κατηγορούμενος σχεδόν δεν έχει δικαίωμα για συνήγορο. Όμως η ορμητικότητα του σκηνοθέτη και το «κατηγορώ» του, καπελώνουν τη μαύρη κωμωδία του παραλόγου και μετατρέπουν το έργο σε μανιφέστο που κι αυτό δεν φτάνει όπως θα έπρεπε τους θεατές. Έβλεπα χτες το βράδυ την κινηματογραφική Δίκη του Όρσον Ουέλς από το 1962, πραγματικό αριστούργημα, και δεν κατάλαβα γιατί ο Λούπα έπρεπε να μπλέξει έτσι τα πράγματα. Τι να πω, έτσι μάλλον κάνουν οι μεγάλοι σκηνοθέτες.
Που εν εν προκειμένω, όσον αφορά στη σκηνοθεσία των ηθοποιών, ο Λούπα ήταν υποδειγματικός. Ακόμα κι ο μικρότερος ρόλος πάταγε μισός στη γη, μισός στην Καφκική λογική του παραλόγου. Και το παράδοξο είναι πως αν και έκλεισα για ένα πεντάλεπτο τα μάτια μου, στο σύνολο του το έργο, με καμία Παναγία δεν με κούρασε γιατί είναι όντως τέχνη. Λιτή, (τα σκηνικά στην ουσία τα βλέπουμε από τρισδιάστατο βίντεο που καλύπτει όλα τα μέρη του τετράγωνου σκηνικού χώρου) και με τους ηθοποιούς πραγματικούς στρατιώτες, να τους βλέπουν οι δικοί μας και να ντρέπονται. Μπορεί να μην καταλάβεις πολλά αλλά αυτό είναι και το ζητούμενο. Το να βασανιστείς βουτώντας στο μυαλό σου να καταλάβεις τι είναι αυτό που δεν κατάλαβες ενώ ξέρεις πως έχεις ζήσει μια μοναδική εμπειρία. Όπως κάνει κι ο ήρωας του έργου, κύριος Κ (Φραντς Κάφκα).
***Oι παραστάσεις του έργου ολοκληρώνονται την Κυριακή.
Συντελεστές
Σκηνοθεσία, Διασκευή, Σκηνογραφία & Σχεδιασμός Φωτισμών: Κρίστιαν Λούπα
Κοστούμια: Piotr Skiba
Μουσική: Bogumił Misala
Βίντεο & Συνεργάτης Φωτισμών: Bartosz Nalazek
Animations: Kamil Polak
Μακιγιάζ & Κομμώσεις: Joanna Chudyk, Monika Kaleta
Παίζουν: Bożena Baranowska, Bartosz Bielenia / Maciej Charyton, Małgorzata Gorol, Anna Ilczuk, Mikołaj Jodliński, Andrzej Kłak, Dariusz Maj, Michał Opaliński, Marcin Pempuś, Halina Rasiakówna, Piotr Skiba, Ewa Skibińska, Adam Szczyszczaj, Andrzej Szeremeta, Wojciech Ziemiański, Marta Zięba, Ewelina Żak
Σχόλια για αυτό το άρθρο