To πάθος για τη δουλειά του και η φλόγα για δημιουργία φαίνονται μέσα στα μάτια του! Ο ταλαντούχος και πολλά υποσχόμενος – το έχει αποδείξει μάλιστα – Κωνσταντίνος Ασπιώτης – επιζητεί και αναζητεί έργα και ρόλους που θα τον εξελίξουν και θα τον προάγουν στην τέχνη του. Έχει διπλό χάρισμα – και υποκριτικό και σκηνοθετικό – και αυτό φαίνεται περίτρανα τόσο στους ρόλους που υποδύεται όσο και στα σκηνοθετικά του εγχειρήματα που στέφονται πάντα με επιτυχία. Η φετινή του ερμηνεία στο «Κουρδιστό πορτοκάλι» του Αnthony Burgess υμνήθηκε και απέσπασε θερμά σχόλια από κοινό και κριτικούς. Θέλω να θυμίσω ότι στον κινηματογράφο τον πρωταγωνιστικό ρόλο υποδύθηκε ο Μάλκομ Μακ Ντάουελ και έγραψε ιστορία. Η θεατρική παράσταση ήρθε και στη Θεσσαλονίκη στο θέατρο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟΝ και σας τη συστήνω ανεπιφύλακτα. Δεν μπορώ, όμως, να μην αναφέρω και το φετινό σκηνοθετικό του εγχείρημα στο έργο «Μαύρη Πέτρα» του Αλμπέρτο Κονεχέρα, στο θέατρο ΚΙΒΩΤΟΣ στην Αθήνα, το οποίο με συγκλόνισε και με συγκίνησε ιδιαίτερα. Μπράβο, Κωνσταντίνε, συνέχισε έτσι την καλή δουλειά και εμείς θα βρισκόμαστε πάντα στο πλευρό σου. Γιατί τέτοια ταλέντα – ιδίως της νέας γενιάς – που αγαπούν πραγματικά τη δουλειά τους και είναι αφοσιωμένα σε αυτή – και όχι στην εφήμερη και ανούσια λάμψη της εμπορικής αναγνωρισιμότητας – πρέπει πάντα να επιβραβεύονται και να επικροτούνται!
Έχω την εντύπωση ότι σε ιντριγκάρουν οι «στρεβλοί» ρόλοι. Ισχύει αυτό;
Αυτό που πρωτίστως με ενδιαφέρει είναι οι καλές συνεργασίες. Δηλαδή το να συμμετέχω σε παραστάσεις ή δουλειές, στις οποίες είναι ενδιαφέροντες οι άνθρωποι που βρίσκονται για να εργαστούν πάνω σε αυτές. Όλοι μαζί φτιάχνουμε κάτι, δεν έχει πλάκα το «Εγώ και ο στρεβλός μου ρόλος». Από εκεί και πέρα με ιντριγκάρουν ρόλοι που με ενδιαφέρει η ιστορία τους. Δηλαδή, η ιστορία που έχω την ευκαιρία να αφηγηθώ μέσα από αυτούς. Από την άλλη πιστεύω ότι ο κάθε ηθοποιός πρέπει να ιντριγκάρεται από αυτό που έχει να παίξει ή να βρίσκει τον τρόπο να το κάνει να τον ιντριγκάρει. Κάτι πρέπει να έχει πάντα να του πει. Και να έχει να πει ο ίδιος τελικά αυτό το κάτι στο κοινό.
Πόσο υπερήφανος και ευχαριστημένος αισθάνεσαι που υποδύεσαι έναν τόσο σπουδαίο και πολυδιάστατο ρόλο, που τον «στιγμάτισε» με την ερμηνεία του ο Μάλκομ Μακ Ντάουελ στον κινηματογράφο σε σκηνοθεσία του Στάνλει Κιούμπρικ, το κλασικό και διαχρονικό «Κουρδιστό πορτοκάλι».
Να πω εδώ ότι η βάση από την οποία ξεκινάω είναι πολύ διαφορετική από αυτό. Είμαι ευτυχισμένος που κάνω αυτό το ρόλο βέβαια, αλλά όχι γιατί τον έκανε κάποιος πριν. Θα έλεγα ότι δεν με αφορά ποιος το έκανε και πως. Εγώ ξεκινάω από αυτό που διαβάζω. Αυτό με γοητεύει και από εκεί αρχίζω να το βλέπω με τον δικό μου τρόπο και να καταθέτω την δική μου ερμηνεία. Θα ήθελα ιδανικά το κοινό που με βλέπει στο τέλος να φαντάζεται πως ο συγγραφέας έγραψε τον ρόλο αυτό για μένα και μόνο για μένα. Φυσικά αναγνωρίζω τις καλές ερμηνείες άλλων ηθοποιών πάνω στον ίδιο ρόλο αλλά αυτό με έναν ενδιαφέροντα θεατή. Βεβαίως, αν μου αρέσει κάτι που έχει κάνει κάποιος πριν σε έναν ρόλο που πρόκειται να παίξω μπορώ να το εντάξω με το δικό μου τρόπο βέβαια στην ερμηνεία μου ως αναφορά. Στον Άλεξ μου έχω αναφορές στον Μακντάουελ αλλά και στον Σερβετάλη φυσικά.
Πόσο δύσκολο είναι ένα κινηματογραφικό έργο να μεταφερθεί στο θέατρο;
Φαντάζομαι πολύ δύσκολο. Ο κινηματογράφος είναι μια διαφορετική τέχνη. Η παράστασή μας όμως πατάει κυρίως στο μυθιστόρημα θα έλεγα παρά στην ταινία του Κιούμπρικ. Η διασκευή που έγινε με πολλή δουλειά από τον Κακλέα, την 1η ομάδα του «Πορτοκαλιού» και τον Θοδωρή Πετρόπουλο, είναι μια μίξη του βιβλίου, της ταινίας αλλά και μιας θεατρικής διασκευής από Λονδίνο και κατά τη γνώμη μου έχει πολύ ενδιαφέρον. Είναι σίγουρα πιο «σωστή» θεατρικά από το να γινόταν μια μεταφορά της ταινίας.
Στο δεύτερο ανέβασμά του, υπήρξαν κάποιες σκηνοθετικές αλλαγές;
Ενώ η κεντρική παρτιτούρα της παράστασης είναι σε μεγάλο ποσοστό η ίδια – ως προς τη δομή της τουλάχιστον – εν τούτοις τα επί μέρους στοιχεία έχουν αλλάξει αρκετά θα έλεγα. Η αίσθησή μου είναι ότι είναι μια άλλη παράσταση, αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι το έμψυχο δυναμικό της είναι τελείως αλλαγμένο. Οι ηθοποιοί, όπως έλεγε και ο Ανδρέας Βουτσινάς, είναι σαν τα δακτυλικά αποτυπώματα, κάθε ένας έχει το δικό του. Σκηνοθετικά λοιπόν, όσο μπορώ να το αντιλαμβάνομαι κάτι τέτοιο σωστά, πιστεύω ότι αυτή η παράσταση είναι μια ουσιαστική εξέλιξη ενός πρώτου δυνατού σχεδιάσματος που παίχτηκε πριν δύο χρόνια. Αυτό βέβαια θα μπορούσε να το αναλύσει καλύτερα ο Κακλέας από μία σκοπιά και από μια άλλη κάποιος θεατής που έχει δει και τα δύο ανεβάσματα.
Η σκηνοθεσία – εκτός από την υποκριτική – είναι η δεύτερη μεγάλη αγάπη σου ή δεν τα ξεχωρίζεις καθόλου;
Τα ξεχωρίζω με έναν τρόπο γιατί είναι διαφορετικές δουλειές. Άλλο πράγμα έχεις να κάνεις ως ηθοποιός άλλο ως σκηνοθέτης. Εγώ, έχω σπουδάσει το πρώτο σε μία πολύ καλή σχολή, αυτή του ΚΘΒΕ. Το δεύτερο δεν το έχω σπουδάσει. Προσπαθώ να το μαθαίνω παρατηρώντας άλλους και πρακτικά μόνος μου. Ελπίζω να δημιουργηθεί κάποια στιγμή εξειδικευμένη σχολή σκηνοθεσίας σε αυτή τη χώρα που «γέννησε» το θέατρο. Μου αρέσει, όμως, η σκηνοθεσία. Με γοητεύει για κάποιο λόγο, το να συνθέτω την ιστορία ολοκληρωτικά. Πάντως και τα δύο έχουν κοινό παρονομαστή το θέατρο.
Τι καινούργιο ετοιμάζεις;
Σκηνοθετώ τη μουσική παράσταση της Μαρίζας Ρίζου στο «Σταυρό του Νότου» με τίτλο «Μπελ επόκ», που κάνει πρεμιέρα 26 Φεβρουαρίου και έρχεται στη Θεσσαλονίκη στις 8 Απριλίου στο «Μύλο».
Σχόλια για αυτό το άρθρο