Μια πλούσια παραγωγή, μια πολυαναμενόμενη ελληνική κωμωδία. Ο ΤΑΖ ντύνεται κομάντο για να γράψει κριτική και να ανακαλύψει γιατί τα πόδια της Ζέτας Δούκα, κρέμονται από την οθόνη.
Eπειδή η Αθήνα δεν είναι Χόλιγουντ και όλοι λίγο πολύ σε αυτόν το χώρο γνωριζόμαστε με όλους εκ των οποίων κάποιοι είναι συνεργάτες μας, κάποιοι πρώην γκόμενοι και κάποιοι άλλοι φίλοι ή γνωστοί αγαπημένοι, ταλαντούχοι και ιδιαίτερα ευγενικοί άνθρωποι, όπως ο Χρήστος Δήμας, σκηνοθέτης του “Μαγικού Καθρέφτη”, τα πράγματα είναι λίγο περίεργα σε συναισθηματικό επίπεδο όταν η ταινία δεν. Και δυστυχώς η πολυαναμενόμενη, πρώτη 3D εμπορική ελληνική κωμωδία, δεν…
Το παλεύει η καημενούλα πραγματικά, με το ίδιο team που έκανε την απολαυστική “NηSOS” αλλά παραμένει καημενούλα. Και είναι δυο φορές κρίμα να είσαι καημενούλα όταν και λεφτά έχουν σπαταληθεί, και όλα είναι φροντισμένα, και υπέροχο cast έχεις αλλά παθαίνεις κοκομπλόκο στη “μεγάλη ιδέα”. Η μεγάλη ιδέα εδώ είναι πως ένας ζορισμένος 35χρονος που το πρωί δουλεύει σαν συντηρητής έργων τέχνης και το βράδυ υπάλληλος σε συνεργείο αυτοκινήτων (μα.. κάτσατε πολύ ώρα να το σκεφτείτε αυτό σαν εύρημα;), ο πάντα υπέροχος Μάκης Παπαδημητρίου, στο ρόλο του Κλεάνθη, στριμώχνεται από παντού. Από το αφεντικό του στο μουσείο Τάκη Παπαματθαίου που αργότερα στην ταινία θα κάνει μια απίστευτη εμφάνιση, τη σύζυγο του Ζέτα Δούκα, την πεθερά του Ελένη Κοκκίδου που πραγματικά σώζει την ταινία, τον χαραμοφάη κουνιάδο με τη γνωστή υπερενεργητικότητα Λευτέρη Ελευθερίου.
Σε μια καταμέτρηση αρχαιοτήτων στις αποθήκες του μουσείου θα ανακαλύψει έναν μαγικό καθρέφτη μέσα στον οποίο ζει ο Κώστας Κόκλας ο οποίος σαν τζίνι, θα πραγματοποιήσει στον Κλεάνθη ότι εύχεται. Το αποτέλεσμα είναι ο Κλεάνθης να ζήσει τρεις διαφορετικές περιπέτειες, η μία εκ των οποίων είναι πριν τον Τρωϊκό πόλεμο, στις οποίες όλα τα γνωστά πρόσωπα της καθημερινότητας του έχουν έναν άλλο ρόλο. Πχ. Ο Παπαματθαίου είναι ο Αγαμέμνονας κι ο Κλεάνθης ο Μενέλαος. Εννοείται πως όλες οι ιστορίες θα καταλήξουν σε καταστροφή με το μικροαστικό ηθικό δίδαγμα του φινάλε, “κάτσε καλά στη ζωούλα σου με ό,τι αυτή σου προσφέρει και μην ψάχνεις για μεγαλεία”. Την ιδέα πρωτότυπη δεν τη λες με την καμία. Από το “Φαινόμενο της Πεταλούδας” ως το “Αν” του Παπακαλιάτη και μια ντουζίνα ξένες κομεντί, το στοιχείο του φανταστικού με το τι θα συνέβαινε αν τα πράγματα ήταν αλλιώς έχει χρησιμοποιηθεί άπειρες φορές.
Στη συγκεκριμένη οι σεναριογράφοι φαίνονται να ζαλίζονται και οι ίδιοι από το υλικό τους και την έμπνευση τους και να αδιαφορούν για οτιδήποτε άλλο που μπορεί να συνδέσει αυτές τις ιστορίες και να τους δώσει κινηματογραφικό βάθος. Όλα κυλούν σαν μια συρραφή από επιθεωρησιακά σκετσάκια με βάση ένα μετέωρο εύρημα και όλοι ψάχνουν να βρουν τη “μαγεία” του τίτλου σε αλυσίδα χαμπουργεράδικου που θέλει να το παίξει γκουρμέ. Με ένα ερώτημα να πλανιέται: “Γιατί υπάρχει όλο αυτό;” που μοιάζει σαν συρραφή από επεισόδια των 7 Θανάσιμων Πεθερών ή άλλων τηλεοπτικών σειρών πάνω σε δυσλειτουργικές οικογένειες απλά αυτή τη φορά όλα συμβαίνουν στο σύμπαν του Star Trek; Ο Παπαδημητρίου και η Δούκα παίζουν ακριβώς τους τηλεοπτικούς εαυτούς τους, η δε αισθητική της ιστορίας με την Αρχαία Ελλάδα σε κάνει να νοσταλγείς το “Μια Ελληνίδα στο Χαρέμι”.
Δεύτερο γιατί, το “γιατί όλο αυτό σε 3D;” Ό,τι; Δύο σκηνές μόνο υπάρχουν που το δικαιολογούν, η μία με τα πόδια της Δούκα να εξέχουν από την οθόνη και άλλη μία με κάτι κλαδιά ενός δέντρου. Δεν θα αγνοήσω ότι υπάρχει προσπάθεια και επί μέρους σκηνές και ατάκες που έχουν το κάτι τους αλλά δεν έχουν το άλλο τους. Και σε γενικές γραμμές, χαμογελαστός θα βγεις από την αίθουσα αλλά με το χαμόγελο του μπότοξ. Ο αγαπημένος Δήμας, ένα περίεργο τρένο που ξεκίνησε την καριέρα του με ταινίες τέχνης, επέλεξε και του βγάζω το καπέλο να μεταπηδήσει στο λεγόμενο “εμπορικό κινηματογράφο” και με τη “NηSos” το έκανε εξαίρετα! Ο άνθρωπος είναι φανερό πως και γνώσεις έχει και αγαπάει τις προκλήσεις. Αυτό που μου ψιλοκαίει τον εγκέφαλο γνωρίζοντας την καλαισθησία του, είναι στο πως ξαφνικά βρίσκεται σαν παιδάκι παρατημένο σε παιδότοπο χτυπημένο από πυρηνικά στον “Ακάλυπτο” του.
Εδώ προσπαθεί να το μαζέψει αλλά και πάλι, σαν κάτι να τον φοβίζει, βρίσκει καταφύγιο στον τηλεοπτικό τετραγωνισμό του κύκλου που φυσικά δεν μπορεί να γίνει. Και αποδεικνύεται άτολμος ειδικά στο επεισόδιο που ο Κλεάνθης χωρίς να το γνωρίζει έχει μεταμορφωθεί σε gay. Στην ταινία υπάρχει χρήμα, κόπος, όραμα, τεχνική, και όρεξη. Το πρόβλημα είναι το γιατί τίποτα από αυτά δεν συγχρονίζεται με τα άλλα και ο μόνος λόγος που υπάρχει το 3D είναι για να δεις σε ένα πλάνο τα πόδια της Ζέτας Δούκα να κρέμονται από την οθόνη.
Η τελική αίσθηση είναι αυτή του “περάσαμε καλά στο καπηλειό”. Όταν όμως η αρχική πρόσκληση ήταν “σας καλούμε σε ένα γευστικά εκλεκτικό πείραμα εγγυημένης απόλαυσης” το μόνο που σου μένει μετά είναι το να μετράς πόσα κοψίδια έφαγες.
[crp\
Σχόλια για αυτό το άρθρο