“Όταν η σκηνή αποδεικνύεται πολύ μικρή για να συγκρατήσει την ενέργεια σου, που πηδάει από το προσωπικό σου ρεπερτόριο στους Guns n’ Roses και τη Eurovision σαν μουσικό παιχνίδι για παιδήλικες”..Ο ΤΑΖ ξαναχτυπά!
Παιδήλικας είναι ο ενήλικας που δεν γουστάρει να ενηλικιωθεί μέσα από νόρμες και φόρμες, αλλά να διατηρήσει τον εφηβικό του αυθορμητισμό χωρίς ταυτόχρονα να χάνει την γοητεία της ωριμότητας του. Αυτό ακριβως είναι ο Μύρωνας Στρατής και ο Ησαϊας Ματιάμπα στο πρόγραμμα που παρουσιάζουν στο Σταυρό του Νότου.
Κι αυτά στα γράφει κάποιος που γενικά είναι ψιλοσνόμπ απέναντι στη μοντερνιά της καινούργιας γενιάς της ελληνικής ποπ σκηνής. Λάθος πρώτο. Το να περάσεις ταμπελάκι στα δύο αγόρια και τα μουσικά τους ψαξίματα. Το ροκ είναι πολύ στημένο αν και το έχουν, για να μπορέσει να χωρέσει μέσα του το αυτοσαρκαστικό τους παιχνίδι. Το ποπ είναι πολύ βελουτέ για να περιγράψει το ροκάρισμα της περφόρμανς τους. Και οι καρέκλες των τραπεζιών από τα οποία τους παρακολουθείς, πολύ καταπιεστικές για να συγκρατήσουν τον ενθουσιασμό σου.
Συνήθως οι τραγουδιστές όταν κάνουν σκηνικές συμπράξεις, πασχίζουν με κάθε τρόπο να σε πείσουν για το “περνάμε όμορφα στα καμαρίνια κι αυτό βγαίνει προς τα έξω”. Οι συγκεκριμένοι δύο, μοιάζουν σαν να μην έχουν καν καμαρίνια. Περνάνε ωραία στη σκηνή κι αυτό μπαίνει προς τα μέσα. Του αποδέχτη, δηλαδή του θεατή. Σε σημείο που με ζόρι να με κρατάει η Πολίτη μην ανέβω στη σκηνή σαν γκρούπι και γίνουμε ρόμπα.
Το πρόγραμμα τους κάθε Σάββατο, δείχνει ότι για να πετύχει κάτι, θέλει σαφέστατα κόπο, αλλά πάνω από όλα τρόπο. Κι αυτό το μπράβο, πέρα από τους δύο “πρωταγωνιστές”, πάει σαφέστατα και στην ορχήστρα αλλά ακόμα περισσότερο σε αυτόν που επιμελήθηκε το πρόγραμμα και τις μουσικές αλλαγές του. Από το προσωπικό τους ρεπερτόριο στους Guns n’ Roses και μετά στη Eurovision ή όπου αλλού, οι αλλαγές ανάμεσα σε τόσα διαφορετικά μουσικά είδη, που θα μπορούσαν να είναι κιτς καταστροφικές, γίνονται με τον πιο φυσικό, ανεπιτήδευτο και δεμένο τρόπο.
Πιθανότα γιατί ακόμα κι όταν αλλάζει το στιλ, δεν αλλάζουν ο Μύρωνας και ο Ησαϊας. Υπηρετούν το κομμάτι του προγράμματος, με τον ίδιο τουρμποκινητήρα, ιδρώτα και χαρά. Και με κάτι ακόμα πιο σημαντικό. Όταν έρχεται η ώρα της περιπλάνησης τους στην πιο αφελή, ως και κιτς πλευρά της ελαφριάς ελληνικής σκηνής των τελευταίων χρόνων, κάνουν την πλάκα τους αλλά χωρίς να κοροϊδεύουν ψηλομύτικα. Με μια λεπτή ειρωνεία κομψοτέχνημα στην περφόρμανς τους, που προκαλεί το χαμόγελο αλλά δεν καταφεύγει σε χοντροκοπιές και σε έλλειψη σεβασμού απέναντι σε αυτό που ερμηνεύουν.
Μεταξύ τους μοιάζουν φαινομενικά σαν “Ένα αταίριαστο ζευγάρι” που εξελίσσεται στο απόλυτα ταιριαστό. Κι αυτό είναι προϊόν δουλειάς. Ο Ησαϊα, έχει μια στιβαρή σκηνική παρουσία φαινομενικά σοβαρή, που στην πορεία αρχίζει να την υπονομεύει, ειδικά σε κάποια ντουέτα ερωτικού χαρακτήρα, σαν χαρτοπαίκτης που σε ξεγελάει με μπλόφα. Και με φωνάρα για να μην ξεχνιόμαστε.
Ο Μύρωνας είναι από τους λίγους που μπορούν να γίνουν ζωντανό καρτούν, χωρίς να χάσουν ίχνος από τη γοητεία τους. Μαλλί σε νερντ στιλιζάρισμα κολεγιόπαιδου (καμία σχέση), φωνή γυαλί, μάτια διάπλατα, χαμόγελο σινεμασκόπ, υπερκινητικότητα και μια επικίνδυνα ερωτική σχέση με το κοινό (τουλάχιστον έτσι τη βίωσα εγώ, που ναι, χτες ομολογώ ήμουν ερωτευμένος μαζί του αλλά μετά με πήρε τηλέφωνο ο Γιώργος που έχει το περίπτερο στη γωνία και τον ξέχασα).
Το πρόγραμμα τους μοιάζει σαν παζλ. Στην αρχή, εντάξει, γοητεύεσαι από την παρουσία τους αλλά λες “οκ, θα δω μια μουσική παράσταση σαν όλες.” Δεν πιάνεις το μυστικό. Και σιγά σιγά τα κομμάτια μπαίνουν στη θέση τους συμπληρώνοντας την εικόνα ενός διαστημόπλοιου χωρίς φωτάκια, στρας και φαντεζί μαλακίες. Ενός διαστημόπλοιου που αν δεν γουστάρεις τα ταξίδια, μπορείς και να το δεις σαν εκείνα τα παιδικά ξυλόσπιτα πάνω στα δέντρα που μαζεύεται η παρέα να κάνει φαντασίες και μεταμορφώνεται στα μάτια της ακόμα και σε πύραυλο.
Φαινομενικά άναρχη, η παράσταση τους είναι απόλυτα δουλεμένη και δομημένη ως πως το με ποιον τρόπο θα χειριστεί το κέφι σου και θα το εκτοξεύσει. Όχι ρομποτικά στημένη, αλλά με υπολογισμένες ανάσες για την εισβολή του γνήσιου αυθορμητισμού που κάνουν την ανατροπή. Σαν απόλαυση, είναι μια εμπειρία γνήσια αναζωογονητική, σε βαθμό κυτταρικής ανάπλασης όμως κανονικά. Σαν να τσιτώνει η μούρη σου και να θες να βγεις στο δρόμο τραγουδώντας και μοιράζοντας χαρά. Σε ένα live που σε κάνει να φαντάζεσαι πως θα ήταν αυτοί οι δύο βελζεβούληδες της σκηνής, που ξέρουν να διαχειρίζονται χωρίς να το επιδεικνουν θεατρικά στοιχεία στην περφόρμανς τους, σε ένα μιούζικαλ τύπου “Grease”. Mακάρι να το κάνουν. Ανυπομονώ.
Σχόλια για αυτό το άρθρο