Η Ξένια Καλογεροπούλου ταυτίστηκε με το θέατρο για παιδιά, περισσότερο από κάθε άλλον. Σε εκείνη οφείλεται η γέννηση και θεμελίωση του παιδικού θεάτρου στην Ελλάδα. Αντιμετωπίζοντάς το με την ίδια συνέπεια και υπευθυνότητα όπως των ενηλίκων, κατάφερε από την πρώτη στιγμή -πριν από σχεδόν σαράντα πέντε χρόνια- να συσπειρώσει γύρω της άξιους συνεργάτες και ν’ ανεβάσει μερικές από τις πιο ιστορικές πλέον παραστάσεις για παιδιά. Με τα χρόνια το παράδειγμά της βρήκε ικανούς συνεχιστές αλλά και κάποιους που… μπέρδεψαν την εργατικότητα και την εμπορική επιτυχία με την ευκολία και τη φθήνια. Τα υψηλά δεδομένα ποιότητας που εκείνη έθεσε στις παραγωγές της εξακολουθούν πάντως ν’ αποτελούν σημείο αναφοράς για όσους νεότερους ασχολούνται σοβαρά με το συγκεκριμένο χώρο. Ανήσυχο πνεύμα, φύσει αισιόδοξη εξακολουθεί να δίνει το «παρών» μέσα από το δημιούργημά της, το αναγεννημένο πλέον Θέατρο «Πόρτα» και όχι μόνο. Σήμερα, μας ανοίγει την πόρτα της ζωής της
Πολλές οι υποχρεώσεις της και στο «Πόρτα». Το πρώτο Σάββατο κάθε μήνα ανεβάζει γονείς και παιδιά στη σκηνή και τους αφηγείται παραμύθια, ενώ αυτό τον καιρό πρωταγωνιστεί στις «Ιδιοτροπίες της Μαριάννας». Ένα αντισυμβατικό και τολμηρό θεατρικό έργο του Γάλλου Αλφρέ ντε Μυσσέ, στο οποίο υπογράφει και τη μετάφραση.
Αν και έχει αποσυρθεί από την καλλιτεχνική διεύθυνση του θεάτρου της -παραδίδοντας τη σκυτάλη στον Θωμά Μοσχόπουλο- δηλώνει ευγνώμων που την «παίζουν» ακόμη. Και καταστρώνει με ώριμη προσοχή και νεανική ορμή συνάμα τα επόμενα σχέδιά της. Συμφιλιωμένη με το χρόνο που περνά, ιδιαίτερα γενναιόδωρη με τους νέους συναδέλφους της και γεμάτη άοκνη διάθεση να μαθαίνει, να βελτιώνεται. Έτσι που κοιτάζοντάς την είναι σαν να βλέπεις το δροσερό κορίτσι εκείνων των ταινιών που της χάρισαν μεν αναγνώριση, αλλά γρήγορα αντιλήφθηκε ότι δεν θα την πήγαιναν παραπέρα, αποφασίζοντας ν’ αφοσιωθεί σε ό,τι η ίδια πίστευε ουσιαστικό. Και το ένστικτό της δεν την πρόδωσε.
Ξεκίνησα τη κουβέντα μαζί της από μια προσωπική ανάμνηση. Την πρώτη που έχω από την Ξένια Καλογεροπούλου. Ήταν η αθώα Χιονάτη των παιδικών μου χρόνων, ακούγοντάς τη σε μια ηχογραφημένη μεταφορά του γνωστού παραμυθιού από ένα μικρό δισκάκι. Τη φανταζόμουν τότε ν’ αγωνιά απέναντι στη μοχθηρή μητριά της (Ελένη Κριτή) και να ερωτεύεται το πριγκιπόπουλο (Γιάννης Φέρτης), αν και η ίδια με… προσγείωσε κάπως.
Οι ηχογραφήσεις εκείνες δεν σήμαιναν κάτι ιδιαίτερο για μένα. Ούτε ήταν αυτός ο λόγος που με έκανε να στραφώ στο θέατρο για παιδιά. Ένα τυχαίο γεγονός ήταν, χωρίς συνέχεια. Δεκαετία του ’60, ήμουνα με τον Γιάννη Φέρτη και μαζί με άλλους ηθοποιούς μας έβαλαν να διαβάσουμε κάτι. Παρόλα αυτά έχουν μείνει. Με τσαντίζει λιγάκι γιατί τουλάχιστον θα έπρεπε να φτιαχτούν με καλύτερες προδιαγραφές. Θυμάμαι στην “Πεντάμορφη και το Τέρας” χρειαζόταν να γίνει ένα εφέ και να μιλάει αλλιώτικα ο Γιάννης. Τι να κάνει; Έβαλε το πρόσωπό του μέσα σε ένα πιάνο και η φωνή του χτύπαγε στις χορδές!
Η πρώτη φορά που πήγα στο θέατρο ήταν σε παράσταση για μεγάλους. Ήμουν κάπου στα 10 και είδα το “Πολύ κακό για το τίποτα” του Σαίξπηρ. Εντυπωσιάστηκα. Τότε γενικά δεν υπήρχαν θεάματα για παιδιά. Από ταινίες είχα δει μονάχα τους “Χρυσοθήρες” του Τσάρλι Τσάπλιν. Όχι, βέβαια, πως πήγα στον κινηματογράφο. Σ’ ένα φιλικό σπίτι έγινε η “προβολή”. Ήταν κατοχή και μέναμε στο Ψυχικό. Στην Αθήνα δεν κατεβαίναμε, φάνταζε μακριά. Πόσο ανεξίτηλες αναμνήσεις αφήνουν όλα αυτά…
1972, Χούντα. Η ατμόσφαιρα βαριά. Αισθανόμουν την ανάγκη να κάνω κάτι χαρούμενο, ξέγνοιαστο. Τότε ξαναθυμήθηκα την εμπειρία μου από την Αγγλία. Μόλις είχα τελείωσα τη δραματική σχολή στο Λονδίνο και περιόδευα μ’ έναν γαλλικό θίασο σε όλη τη χώρα παίζοντας Μολιέρο για μαθητές σε σχολεία. Εκεί πρωτοείδα πόσο καταπληκτικά αντιδρούσαν οι μικρές ηλικίες. Με αυτό στο μυαλό μου, λέω δεν κάνουμε κι εμείς μια παράσταση για παιδιά; Φτιάξαμε έναν εκπληκτικό θίασο. Σταμάτης Φασουλής, Λήδα Πρωτοψάλτη, Μηνάς Χατζησάββας, Μίμης Χρυσομάλλης κ.α. και ανεβάσαμε την πρώτη μας παράσταση, χωρίς να ξέρουμε ακριβώς τι είναι παιδικό θέατρο. Ήταν μια διασκευή του “Πινόκιο”. Τώρα θα τη θεωρούσαμε πολύ ντεμοντέ, αλλά τότε είχε μια ιδιαίτερη φρεσκάδα. Γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Δεν φανταζόμουν, όμως, ότι θα γινόταν βασική μου απασχόληση για πάνω από 40 χρόνια. Ακολούθησε ο “Μορμόλης” την εποχή των γεγονότων στο Πολυτεχνείο. Έκτοτε δεν υπήρξε καμία χρονιά που να μην ανεβάσουμε και παιδικό έργο. Η προσπάθειά μας αγκαλιάστηκε αρχικά από ένα συγκεκριμένο κοινό, το πιο καλλιεργημένο, αλλά γρήγορα εξαπλώθηκε.
Τότε δεν παίζαμε για σχολεία. Απαγορευόταν. Αγωνίστηκα για να το ανατρέψω. Μέχρι που λογοφέραμε με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Τον συνάντησα σ’ ένα επίσημο δείπνο και του είπα πως είναι ντροπή να ισχύει αυτό. Εκείνος μου απάντησε υπομονή, υπομονή. Μα υπομονή κάναμε επτά χρόνια με τους άλλους, το ίδιο θα πρέπει να κάνουμε και με ‘σας; Μάλλον ψευτοθύμωσε.
Στα χρόνια που ακολούθησαν περάσαμε στο άλλο άκρο. Σε μια υπερπληθώρα παιδικών θεαμάτων. Τα περισσότερα αρκετά παρδαλά και φασαριόζικα, χωρίς πολύ… ζουμάκι μέσα. Με στενοχωρεί αυτή η αντίληψη εντυπωσιασμού που έχει ξεκινήσει από την τηλεόραση και τον κινηματογράφο. Το θέατρο δεν τη χρειάζεται. Εδώ με λίγα μέσα μπορείς να κάνεις κάτι πολύ πιο ουσιαστικό, διεισδυτικό. Θυμάμαι ένα μικρό παιδάκι σε μια παράστασή μας. Είχε πάει πρώτα σ’ ένα άλλο θέατρο, με πολλούς ηθοποιούς, μουσική, κοστούμια, εφέ. Εμείς είχαμε σκηνές δωματίου, λεπτές ερμηνείες. Όταν το ρώτησαν ποια του άρεσε περισσότερο, εκείνο απάντησε η δική μας. “Γιατί εδώ με ακούγανε”, είπε χαρακτηριστικά. Είχε, δηλαδή, μια άμεση επαφή με αυτό που έβλεπε. Αυτός, άλλωστε, ήταν πάντα ο στόχος μας. Με διαφορετικούς τρόπους να πλησιάζουμε τον θεατή -μικρό ή μεγάλο- και να μας πλησιάζει. Δεν λέω ότι πάντα το πετυχαίνουμε, αλλά τουλάχιστον προσπαθούμε. Ένας από τους λόγους που το 1984 ιδρύσαμε το Θέατρο “Πόρτα” ήταν για να είναι ισότιμη και η παιδική σκηνή. Παίζοντας σε άλλους χώρους είσαι αναγκασμένος να προσαρμόζεσαι στις απαιτήσεις της βραδινής παράστασης. Με τη “Μικρή Πόρτα” αποκτήσαμε άλλη ελευθερία κι εγώ ισορροπούσα ανάμεσα στις παραστάσεις ενηλίκων και παιδιών. Αν και κάποιες σεζόν, η αλήθεια είναι, έριξα το βάρος στο θέαμα για τα παιδιά και προτίμησα να μην παίξω εγώ στο θέατρο.
Όταν πριν από δύο χρόνια αναγκαστήκαμε για οικονομικούς λόγους να αναστείλουμε τη λειτουργία του Θεάτρου νόμιζα πως θα καταρρεύσω. Ήταν οδυνηρή εμπειρία. Ωστόσο πεισμώσαμε, ανασκουμπωθήκαμε και μετά από μια σεζόν επανήλθαμε. Κι αυτό οφείλεται κυρίως στον Θωμά Μοσχόπουλο. Κάναμε και τις απαραίτητες αλλαγές. Μίκρυνε η πλατεία, μεγάλωσε η σκηνή, ακόμα και οι φωτογραφίες από παλιές παραστάσεις βγήκαν από τους τοίχους. Θέλαμε να δώσουμε το στίγμα της ανανέωσης. Να δοκιμάζονται εδώ καινούριοι σκηνοθέτες, ηθοποιοί, σκηνογράφοι, μουσικοί. Γι’ αυτό και οι Μουσικές Τρίτες που επιμελείται ο Κορνήλιος Σελαμσής. Όσο για τις παραγωγές μας, παιδικές και ενηλίκων, είναι πραγματικά επί ίσοις όροις, ενώ αρκετοί συνεργάτες μας δουλεύουν και για τα δύο. Η Άννα Μάσχα για παράδειγμα και ο Θωμάς -που είναι αυτός πλέον που αποφασίζει για το ρεπερτόριο- έχουν κάνει θέατρο για βρέφη. Είμαστε όλοι μια συντροφιά σ’ έναν χώρο όπου συμβαίνουν παράλληλα πολλά
Φέτος έχουμε τέσσερις παραγωγές για παιδιά όλων των ηλικιών. Το “Μικρό-Μικρό, Μεγάλο-Μεγάλο” για βρέφη, το“Πιάνω Παπούτσι πάνω στο Πιάνο” από την ομάδα Patari Project με μουσική Σεργκέι Προκόφιεφ, τις αφηγήσεις παραμυθιών που κάνω εγώ το πρώτο Σάββατο κάθε μήνα και το εφηβικό “Ποιος είναι ο Δρ. Κόρτσακ”. Ένα έργο που βασίζεται στην αληθινή ιστορία του Πολωνοεβραίου ανθρωπιστή και αγγίζει θέματα φασισμού, δικαιοσύνης, ανθρωπίνων δικαιωμάτων, του Ολοκαυτώματος. Όπως λέει η κουμπάρα μου, η Άλκη Ζέη, στα παιδιά μπορείς να μιλήσεις για τα πάντα, αρκεί να βρεις το σωστό τρόπο. Τα “Παραμύθια με την Ξένια” λειτουργούν αναζωογονητικά για μένα. Μόνο που μιλάς στα παιδιά κοιτώντας τα στα μάτια… Αλλά και οι γονείς αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα της προφορικής αφήγησης. Πως δεν αρκεί να τους διαβάζουν παραμύθια. Είναι προτιμότερο να τα μαθαίνουν απ’ έξω και να τους τα διηγούνται στη συνέχεια.
Η γνωστή φράση “για παιδιά… καλό είναι” είναι τερατώδης. Εάν ο γονιός δεν το ευχαριστήθηκε, τότε δεν είναι καλό ούτε για το παιδί του. Σαφώς το ίδιο ισχύει και για τους δασκάλους, που έχουν μεγάλη ευθύνη να επιλέγουν παραστάσεις. Καθημερινά βλέπω αρκετούς να φέρνουν τους μαθητές τους και οι ίδιοι να κάθονται στο φουαγιέ. Βρίσκουν μια ευκαιρία να πιουν τον καφέ τους, να κουβεντιάσουν, να σαχλαμαρίσουν, χωρίς να έχουν ιδέα τι βλέπουν τα παιδιά. Πληγώνομαι πολύ γιατί αισθάνομαι σαν να φτύνουν αυτό που κάνουμε.
Το χτυποκάρδι πριν ανοίξει η αυλαία δεν το συναντάς στα σημερινά παιδιά. Κι είναι λογικό με τόσες προσλαμβάνουσες που έχουν. Βομβαρδίζονται από πολλές μεριές. Βλέπω τα εγγόνια μου, ξιφασκία, κολύμπι, ξένες γλώσσες, συνεχώς τρέχουν από το ένα στο άλλο. Ούτε διαβάζουν πια, αφενός γιατί δεν έχουν χρόνο, αφετέρου γιατί δεν τους γεννιέται η ανάγκη να ζήσουν μέσα από τα βιβλία.
Η συγγραφή ήταν πάντα επιθυμία μου, αλλά δεν έβρισκα συχνά αντικείμενο. Από τον “Οδυσσεβάχ” στην “Ελίζα” έψαχνα μετά μανίας αρκετά χρόνια για να βρω μια ιδέα και να βουτήξω μέσα της. Γενικά αισθανόμουν πως δεν μπορώ να γράψω κάτι άλλο εκτός από θέατρο. Η αφορμή μου δόθηκε όταν “έφυγε» ο Κωστής. Είχα την ανάγκη να του μιλάω διαρκώς και χωρίς να το καταλάβω άρχισα να του γράφω ένα γράμμα που εξελίχθηκε σε αυτοβιογραφία. Η ζωή μου όλη, από τα παιδικά μου χρόνια μέχρι σήμερα, το θέατρο, το σινεμά, η μητρότητα που δεν ήρθε, οι σχέσεις μου με τους ανθρώπους. Ποτέ δεν τα λες όλα. Έγραψα αυτά που είχα ανάγκη να πω και παρόλο που το γράμμα δεν θα το λάμβανε ο Κωστής αν καμιά φορά έγραφα κάτι που δεν θα του άρεσε το έβγαζα. Η κόρη του, πάντως, που διάβασε το βιβλίο πολύ πριν εκδοθεί, μου είπε ότι θα άρεσε πολύ στον Κωστή. Δεν χρειαζόμουν κάτι άλλο.
Δεν μπορώ να υπάρξω χωρίς να κάνω σχέδια. Ίσως να μη ζήσω για πολύ ακόμη, αλλά έχω ανάγκη να προγραμματίζω, να ονειρεύομαι. Όταν δουλεύω είμαι καλά, διαφορετικά πέφτω σε αδράνεια. Και ευτυχώς μου δίνονται οι ευκαιρίες. Κάθε τόσο ξεμυτίζουν νέες προτάσεις.
Δεν έχω απωθημένα. Απλά κάθε φορά θέλω να είμαι καλύτερη από την προηγούμενη. Παρόλο, μάλιστα, που έχω παραχωρήσει τo “Πόρτα” στους νεότερους, δόξα τω θεώ με παίζουν ακόμη. Όλο και θα βρίσκεται ένας τρόπος να είμαι μέρος αυτού του εγχειρήματος.
Επιλέγω να είμαι αισιόδοξη. Τα ωραία πράγματα, μικρά και μεγάλα, είμαι σε θέση να τα χαίρομαι, όπως και να στενοχωριέμαι υπερβολικά με τα δυσάρεστα. Είναι ένα στοιχείο του χαρακτήρα μου. Ο Κωστής μου το καταλόγιζε, ότι είμαι κυκλοθυμική και απρόβλεπτη. Μα αν ήμουν προβλέψιμη θα με βαριόσουν, του έλεγα εγώ.
Για ό,τι βιώνουμε σήμερα, δεν ξέρω πόσο αισιόδοξη μπορώ να είμαι. Όλα μου φαίνονται τόσο θλιβερά. Η κατάντια μας, ως Έλληνες, είναι τραγική. Δεν είναι τυχαίο που έχουμε βρεθεί σε αυτή την κατάσταση. Και δεν αναφέρομαι μόνο στο οικονομικό. Υπάρχει μια γενικότερη φτώχεια πνεύματος και συναισθημάτων, η φθήνια βασιλεύει και η ψευτιά. Είμαι αρκετά μαζοχίστρια και παρακολουθώ τις εξελίξεις, αλλά δυστυχώς τίποτα δεν μου δίνει ελπίδες. Δεν ξέρω αν τα εγγόνια μας καταφέρουν να έχουν μια καλύτερη ζωή, μια καλύτερη χώρα. Αμφιβάλλω. Γι’ αυτό το μόνο που σώζει τον καθένα -σε προσωπικό επίπεδο- είναι να κάνει αυτό που αγαπάει.
Σχόλια για αυτό το άρθρο