-«Δεν υπάρχουν πλούσιοι και φτωχοί, έξυπνοι και χαζοί, όμορφοι και άσχημοι, υπάρχουν μόνο άνθρωποι που αγαπήθηκαν και άνθρωποι που δεν αγαπήθηκαν» – Μαλβίνα (1952 – 2002, συγγραφέας, δημοσιογράφος)-
Μαρία Ελένη Σακκά!
Ακόμη και αυτό, τ όνομα της, το επανεφηύρε και δημιούργησε πάνω του! Κάραλη; Χαριτοπούλου; Καμία σημασία δεν έχει. Μαλβίνα σκέτο! Κάθε κουβέντα μαζί της ήταν σα να βλέπεις σινεμά στα μάτια της, έργα της σοβιετικού σοσιαλιστικού ρεαλισμού, γαλλικής ψυχογραφίας και άπαντα Αλίκης Βουγιουκλάκη, όχι μ αυτή τη σειρά και όχι απαραίτητα χωριστά. Πολλές συνεντεύξεις, πολύ παρέα, κουβέντα, μεγάλες γιορτές, όπως Χριστούγεννα και 15αυγουστους, ένα δίχως στέγη, δίχως νόμο, χαμίνι και εγώ, σαν αυτά που λάτρευε να μαζεύει γύρω της, αρκεί να βρίσκε ένα στοιχείο τους να ερωτευτεί, έστω και για λίγο. Δημιουργούσε γύρω της, έναν αόρατο περιπλανώμενο τσίρκο, με ορατούς, χειροπιαστούς τσιρκολάνους, όλους εμάς, θαμπωμένους από κείνη, θαυμαστές της, θιασώτες σε παραστάσεις αντιφατικές, αντικρουόμενες, μεγαλειώδεις, βομβιστικής προδιάθεσης. Ένα κομμάτι της μας αγαπούσε, όπως τα αδέσποτα οι φιλόζωες και ένα άλλο μας περιφρονούσε, βαθύτατα όλους γιατί ήξερε την αδυναμία χαρακτήρος και τον περιορισμό μας στους δεύτερους ρόλους των παραστάσεων της. Και τι μας ένοιαζε; Εμείς του ιδιωτικούς μας βωμούς, τους είχαμε στήσει…
… Κάθε φορά έχανα την δημοσιογράφο, μέσα στην πρωταγωνίστρια ενός αθέατου έργου που σκαρφιζόταν. Όμως πάντα την πίστευα. Και κρεμόμουν απ τα χείλη της. Κάποτε μου λέγε για τα παιδικά της χρόνια. Ξαπλωμένες στο κρεβάτι της, με γλυκά και καφέδες και πολλά πολλά τσιγάρα. Μπορντό σκεπάσματα και τοίχοι και μια συλλογή από κούκλες πάντα ντυμένες νύφες. Ήταν το σπίτι απέναντι απ την Μητρόπολη. Το τρίτο που άλλαζε μέσα σε δυο χρονια. Η στεφανοθήκη –ναι, τόσο παράδοση και «αστικάντζα»- είχε πια ένα μονό στεφάνι, κατάδικο της, στολισμένο –ναι, τόσο εικαστική βεβηλωσύνη!
Έγραφε, πάντα, εμπρηστικά κείμενα για την μητρότητα, όλο αίρεση και με απέχθεια σε κάθε τι ροζ. Όμως, ποιος να ξέρει στα αλήθεια πως ήταν μικρό; Μου λέγε πως η μάνα της μια φορά είχε τσάι για τις φίλες της, κάτι κοσμικές κυρίες, με καπέλα και γούνες αλεπού στους γιακάδες των ταγιέρ. Είχαν στρωθεί ροτόντες με λευκά λινά τραπεζομάντηλα, στον κήπο, άστραφταν, απομεσήμερο, οι πορσελάνες αραδιασμένες για να εντυπωσιάσουν, δίπλα απ τα κρυστάλλινα κολονάτα ποτήρια και είχαν έρθει νωρίς οι τούρτες, ειδική παραγγελία. Πολύχρωμες, όλο γλασο πάνω τους, φραουλένιες, σοκολατένιες, από βανίλια, από κρέμα, από φιστίκι, από μαστίχα, στρώσεις πάνω σε αφράτες μαρέγκες. Του σχεδόν μωρού – παιδιού Μαλβίνα, του άρεσε το χρώμα και πάνω, μαρμαλαδένιες στρώσεις. Ξέφυγε απ την προσοχή των νταντάδων. Ήρθαν οι κυρίες έτοιμες για κουτσομπολιό και επίκριση και… οι τούρτες δυστυχείς, κουρελιασμένες, σιχαμερές… Η Μαλβίνα είχε γλείψει όλο το γλασο, τα χρώματα, τη γλύκα από πάνω! Η μάνα της χάθηκε σε μια σκανδαλώδη κοινωνική υποτίμηση, προς στιγμήν. Η τιμωρία της Μαλβινας σε λίγο θα ήταν αμείλικτη, στα μέτρα του δυνατού… Μια άλλη φορά, στο ιδιωτικό σχολείο που πήγαινε, θα γιόρταζαν Χριστούγεννα. Εκείνη δεν θα συμμετείχε για κάποιο λόγο, ίσως θρησκευτικό.
Πολλά χρόνια αργότερα θα μου πει για μια εβραϊκή της διαπαιδαγώγηση, αλλά δε θα δώσω σημασία γιατί την ιδία περίοδο ήταν γοητευμένη απ τον Χριστόδουλο και δεν έχανε λειτουργία του! Για την γιορτή των Χριστουγέννων, λοιπόν, η τάξη της Μαλβίνας, η Πρώτη Δημοτικού, ανεβάζει την Γέννηση, όπου τα παιδάκια όλα ντύνονται βοσκοί, μάγοι, προβατάκια, ένας τους Ιωσήφ και φυσικά Παναγία, η ωραία της τάξης, η ξανθιά και μετέπειτα σημαντική δημιουργός Λένα Πλάτωνος. Η Μαλβίνα έχει πάρει κατάκαρδα τη μη συμμετοχή της! Θέλει και αυτή να ανέβει στην σκηνή, να παίξει ρόλο, να την χειροκροτήσουν -και πάλι όχι απαραίτητα μ αυτήν την σειρά! Μια μέρα πριν την παράσταση ψάχνει τα αποκριάτικα κοστούμια, στο μπαούλα που τα φυλούν. Βρίσκει το περσινό της κοστούμι. Είναι η στολή για ένα κατάμαυρο διαβολάκι, με κόκκινα κέρατα και μια ουρά που καταλήγει σε βέλος. Η Μαλβινα αποφασίζει πως θυμίζει –«μα τι θυμίζει; Ίδια είναι!»- γάτα! Ο συλλογισμός εύγλωττα λογικός. Αφού η φάτνη έχει προβατάκια, γιατί να μην έχει και γατούλες; Την μέρα της παράστασης, στο θέατρο του σχολειού οι περήφανοι γονείς παίρνουν θέσεις για να καμαρώσουν τη διαδοχή τους στην ανθρωπότητα. Τα φώτα χαμηλώνουν, η μουσική ακούγεται από το μεγάλο μπομπινόφωνο και η αυλαία ανοίγει σε ένα μαγικό ταμπλό βιβαν. Η ωραιότερη ιστορία του κόσμου. Η σωτηρία των ανθρώπων! Το τέλος της αμαρτίας! Η γλυκιά Παναγιά στα σιέλ και στα λευκά, ο τρυφερός Ιωσήφ σκυμμένος πάνω απ το θειο βρέφος, οι μάγοι και οι βοσκοί γονατισμένοι, τα προβατάκια να ζεσταίνουν με το χνώτο τους τη παγωνιά και… ένας δαίμονας να ανεβαίνει στα τέσσερα τα σκαλιά κάνοντας τσιριχτά «νιάουουου – νιάουουου»…
Ιστορίες ομολογημένες, η αλλαγμένες αυτόματα απ την έτσι κι αλλιώς πάσχουσα από παραλλαγές μνήμη, η γεννήματα καταιγιστικής συγγραφικής φαντασίας; Μου λέγε ακόμα πως ήθελε να ναι γυφτισσα και πήγαινε σε έναν καταυλισμό και την έψαχναν με την αστυνομία οι δικοί της. Μου λέγε και για το Αρσάκειο που μίσησε! Ήταν εσωτερική! Κάθε μέρα υπήρχε ένα πρόγραμμα να υπακούσει, αυτή η ανυπότακτη, που ένα προσωπικό χάος δημιουργούσε σύμπαν. Στα ψυγεία βύζανε λουκέτα για να μη τρώνε το βράδυ οι μαθήτριες. Με έναν λοστό, φορώντας νυχτικό και ρόμπα, ένα βράδυ, έσπασε τις χοντρές αλυσίδες! Την άλλη μέρα στην διευθύντρια είπε, ο μικρός άνθρωπος με τα τεράστια μπλε μάτια: «Εγώ αυτό το οικοτροφείο θα σας το κλείσω μια μέρα». Μου λέγε πως το κατάφερε. Αυτό που δεν μου είχε πει και μου αποκαλύφθηκε απ τον φίλο της τον αιώνιο και μόνο δικό της αγαπημένο χωρίς όρους φίλο, τον Θάνο, μια μέρα ήταν πως κάπου στα 7 της χρόνια της, είχε παίξει σε μια ταινία, μελό, ασπρόμαυρη, με την Μάρθα Βούρτση και τον Γιώργο Καμπανέλη!
«Έπαιζε ένα φτωχό παιδάκι, αλλά ήταν τόσο αριστοκρατικό και εύθραυστο»… λέει ο Θάνος Αλεξανδρής, αυτόπτης μάρτυς στα χρονικά της στην Χαλκίδα, όπου μικροπαντρεύτηκε και σοκάριζε την πόλη, πηγαίνοντας έγκυος στο Γυμνάσιο και πότε ζωγραφίζοντας την Αγία Κυριακή γυμνή, πότε κάνοντας μόνη της εξέγερση – συμπαράσταση στο Πολυτεχνείο, πότε τάζοντας μηνύσεις σε όποιον την κοίταζε περίεργα να γυρίζει το κατάμαυρο καροτσάκι με το πρώτο της μωρό, φορώντας μίνι. Ένα διαζύγιο κάποτε και η Αθήνα. Μου χε ψιθυρίσει κάποτε, πως βρήκε ένα σπίτι νομίζω με φάτσα στην Πατησιών, το νοίκιασε και πήγε να ζήσει με την κόρη της, οι δυο τους, εκεί. Της φαινόταν θλιβερό αλλά λεφτά δεν είχε να το φτιάξει. Πήρε και το έβαψε όλο πράσινο και χρυσό, όπως είχε δει τις αυτοκρατορικές αίθουσες στις Βερσαλλίες και άλλαξε όλο! Περίπου τότε της κινάνε δώρο ένα χαλί της πλάκας.
Η ίδια έχοντας πλήρη επίγνωση των πολυτελών αντικειμένων, προτιμούσε να πατάει στο πλακάκι παρά σε πρόστυχη απομίμηση οποίου πράγματος ήθελε να ναι άλλο, απ αυτό που ήταν. Αυτό το θεματική το χε και με τους ανθρώπους. Πηρέ και το χαλί και το έβαψε πράσινο και χρυσό! «Να δεις τι ωραίο έγινε!» καμάρωνε χρόνια αργότερα. Σε άλλο πλάνο της ζωής της, η ταινία θα την έχει εύρωστη οικονομικά να ζει στο Κολωνάκι. Του θυρωρού πόνεϊ η μέση και κάθεται σε μια καρέκλα απ αυτές τις ξύλινες με την ψάθα. Ανεβαίνει στο αστικό, καλόγουστο διαμέρισμα της, διαλέγει μια δερμάτινη αρχοντικήChesterfield μπερζέρα, την σπρώχνει ως ασανσέρ και την κατεβάζει στον θυρωρό. «Εδώ να κάθεσαι! Βασιλιάς έλεγχου εισόδου και εξόδου». Κάποτε ήθελε αύξηση.
Την ζήτησε, δεν της έδωσαν καμία σημασία. Άρχισε και αυτή και πήγαινε στην εφημερίδα, φορώντας το νυφικό της! Να οι ουρές, οι δαντέλες αλά σαντιγί, να τα μεσάτα κοψίματα και να τα πέπλα και τα μετάξια να κόβουν βόλτα στα ασανσέρ, στο κυλικείο και να χτυπάμε πλήκτρα, σαν κάτι πολύ φυσιολογικό, στη γραφομηχανή. Μία, δυο, τρεις, την φώναξε ο διευθυντής να δει αν τρελάθηκε και τι παίζει! «Δεν έχω λεφτά για ωραία ρούχα να έρθω στο γραφείο και εγώ το μαγαζί το τιμώ για να έρχομαι αστόλιστη! Έτσι το μόνο ωραίο κομμάτι στην γκαρνταρόμπα μου, είναι το νυφικό μου και το φορώ!». Την πηρέ την αύξηση εννοείται! Και ήταν γερή, μπας και κάτσει ήσυχη για λίγο…
Και έρωτες. Και επιτυχίες. Και χωρισμοί. Και τηλέφωνα μέσα στη νύχτα. Και λυγμοί. Και η δημόσια Μαλβίνα. Και η δική της, η κρυφή, εκείνη που ξυπόλυτη, μέσα στην νύχτα, σπάει σε ένα οικοτροφείο με λοστούς αλυσίδες. Δικές της οι αγάπες και οι θρύλοι της. Οι κεντροευρωπαίοι ζωγράφοι και συγγραφείς, η Αλίκη Βουγιουκλάκη, ο Χειμωνάς, η Αναγνωστάκη, η Αλεξίου, ο Νταλάρας, ο Σαββόπουλος, οι μεγάλες συμφωνικές και πάλι της Κεντρικής Ευρώπης, τα βιβλία που δεν πρόλαβα να τα γράψει όλα, η μαγειρική, ο Τσε Γκεβάρα, ο Σταρ και η Μποβουαρ, ο παρισινός Μάης του 68, οι εξεγέρσεις στα αμερικανικά πανεπιστήμια, η Αντζελα Ντέιβις, η Μάγια Αγγέλου, ο Μενέλαος Καρμαγγιώλης –κάποτε μετά, η ξαφνική της αδυναμία στον Κώστα Καραμανλή, στον αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, στον Βαγγέλη Ραφαηλίδη. Πάνω απ όλα, απ όλους, για πάντα της, τα τρία της παιδιά. Ήταν οι Άγιοι της σε τεραστίους καθεδρικούς στην καρδιά της. Κάποτε οι σπουδές στην Κυβερνητική στο Παρίσι και κάτι άλλο, που δε θυμάμαι στην Ελβετία. Εκεί όμως, την θυμάμαι να μου διηγείται γελώντας, πως έβλεπε τους φοιτητές απ την Ινδία, το Πακιστάν, την Ασία, να πηγαίνουν για μάθημα με τις εθνικές φορεσιές. Κότσαρε και αυτή μια στολή Μακεδονίτισσας και πήγαινε χαρούμενη! Η στολή, η φορεσιά, το κοστούμι του ρόλου.
Κάποτε γέρναγε στις κοσμικές εκδηλώσεις στην Αθήνα ντυμένη Ινδή. Όσες φορούσαν σινιέ ταγιέρ της φαίνονταν γελοίες. Μετά τη θυμόμαστε όλοι να παρουσιάζει τις εκπομπές της ντυμένη φαντάρος η ναύαρχος! Όλα μέρος μια παρουσίας με κρυστάλλινη ευαισθησία και επαναστατική διάθεση να βγάζει τη γλωσσά κοροϊδευτικά σε κάθε τι που όριζε τον εαυτό του ως σπουδαίο! Κάποτε σε μια συνέντευξη που μου δίνει λέει προβοκατόρικα πως οι «περουζές είναι η επιβεβαίωση της μονογαμίας».
Ο Νίκος Κακαουνάκης θα την βάλει στο σημάδι και θα την επικρίνει γι αυτήν ακριβώς την φράση. Θυμάμαι σα παιδάκι, που δεν της βγήκε το παιχνίδι να θλίβεται και εγώ να την παρηγορώ, αδέξια. Για κάποιες μέρες, τσακώνονταν απ τα μέσα τους με τα στυλό πύρινες ρομφαίες. Μετά από λίγο συναντήθηκαν, «Μαλβινα μου» και «Νίκο μου» και πάει κι αυτό… Κρυμμένοι οι εαυτοί της σαν μπαμπούλες, φορεμένοι ακριβώς σαν κοστούμια, ο ένας πάνω στον άλλον…
… Πολλοί εαυτοί! Η αστή με την τέλεια κουλτούρα, η επαναστάτρια κατά κάθε εξουσίας, η σταρ, το χαμίνι του δρόμου, η διανοουμένη, αυτή που θα ξεφύλλιζε και θα γέλαγε σε κάθε σελίδα κουτσομπολοπεριοδικα. Θα ερωτεύονταν κάθε φορά με την σφοδρότητα κοριτσιού στην πρώτη του φορά. Στον άνδρα της θα πήγαινε τις παντούφλες, θα κάθονταν όρθια για να φάει εκείνος, θα παρέδιδε γη και ύδωρ της εδαφικής επικράτειας. Και μετά θα του τραβάτε το χαλί κάτω απ τα πόδια. «Αν μπει στο μπάνιο την ώρα που ξυρίζεις τα πόδια σου, η απομυθοποίηση που έχεις επιτρέψει ορίζει το τέλος. Ούτε εσένα σε νεάζει, ούτε αυτός καταλαβαίνει». Ο Ευριπίδειος αφορισμός πως με το να ερωτευτούμε κάποιον, του κάνουμε το μεγαλύτερο κακό, γιατί τον βάζουμε σε βάθρο που μετά θα γκρεμίσουμε, εκ των πραγμάτων και θα τον θρυμματίσουμε, ήταν σχεδόν επιληπτικά βαθύς, ώστε λογιών μοντέλα της εποχής την ανέφεραν στις συνεντεύξεις τους ως ίνδαλμα. Όχι, που την κατάλαβαν ποτέ, όχι που και εμείς τα καταφέραμε… «Οι άνθρωποι δεν ερωτεύονται φύλλο, ερωτεύονται βλέμμα»… Κάπου, κάποτε το χε γράψει. Ένας νεαρός ένα βράδυ την σταματήσει και της λέει πως του σώσε την ζωή, μ αυτήν την φράση! Εκείνη δε θυμόταν! Και δεν βρέθηκε προφανώς καμία φράση να σώσει τη δική της…
Η ασθένεια. Η Νέα Υόρκη. Η επιστροφή. Το Ερρίκος Ντινάν. Τα τελευταία κείμενα στο «Symbol» και στον Τσαγκαρουσιάνο. Δεν θέλει να με δει. Της στέλνω με τον Θάνο μια κούκλα νύφη. Την βάζει δίπλα στο μαξιλάρι της. Τα μπενταντιν, τα φάρμακα, οι οροί, τα νεφροειδή σχήματα, οι βιαστικοί γιατροί, οι αγχωμένες νοσοκόμες. Τα αντίο της. Το τέλος. 7 Ιουνίου, ημέρα Παρασκευή. Το ακούω πρωί πρωι απ τον Παπαδάκη. 8 Ιουνίου το πέπλο μιας ζωή πέφτει. «Σαββατογεννημένη» ήταν ο τίτλος της στήλης που κάθε εβδομάδα έγραφε. Για τελευταία φορά μας σαρκάζεις; Α Νεκροταφείο. «Άρχοντες κατεδίωξάν με δωρεάν, καὶ ἀπὸ τῶν λόγων σου ἐδειλίασεν ἡ καρδία μου. Ἀλληλούϊα»… Τα μεγάλα τραστ του τύπου, τα σπουδαία κανάλια, οι ανερχόμενοι εκδότες τον τελευταίο καιρό δεν ήθελαν τον λόγο της. Ούτε εδώ έχουν έρθει κι ας δούλευε για την πάρτη των αρχόντων χρόνια!
«Τῶν Ἁγίων ὁ χορός, εὗρε πηγὴν τῆς ζωῆς καὶ θύραν Παραδείσου· εὕρω κἀγώ, τὴν ὁδὸν διὰ τῆς μετανοίας· τὸ ἀπολωλὸς πρόβατον ἐγώ εἰμι· ἀνακάλεσαί με, Σωτήρ, καὶ σῶσόν με». Διανουουμενοι, σταρ, δημοσιογραφοι, πανεπιστημιακοί, τραβεστί, τρανς, μια άστεγη που ταχών βρει με την Λαβίνα και ήταν φιληνάδες και έφερε φίλους της μαζί, λαϊκοί τραγουδιστές, τσιγγάνοι καλλιτέχνες, έντεχνοι δημιουργοί, θαμπωμένες ντίβες των σκυλάδικων των εθνικών, ξεβαμμένες και άμαθες στο πρωινό φως , στέκονται όλοι μαζί και κλαίνε παρέα. Ένας τελευταίος θίασος που θα λάτρευε να τον δει. Φτάνω με τον Γιώργο Πανόπουλο και στεκόμαστε μαζί με την Ντέπυ Γκολεμά και την Έλενα Ακρίτα. Κάποια τους λέει πως η εποχή δεν θέλει γραφίδες και χιούμορ, φοβάται τις λέξεις και το γέλιο… Ὡς ἄνθος μαραίνεται, καὶ ὡς ὄναρ παρέρχεται, καὶ διαλύεται πᾶς ἄνθρωπος… Δεν θα πλησιάσω τον τάφο της. Δεν θα πω αντίο. «…Δεῦτε τελευταῖον ἀσπασμόν, δῶμεν ἀδελφοί τῷ θανόντι, εὐχαριστοῦντες Θεῷ· οὗτος γὰρ ἐξέλιπε τῆς συγγενείας αὐτοῦ, καὶ πρὸς τάφον ἐπείγεται, οὐκ ἔτι φροντίζων, τὰ τῆς ματαιότητος, καὶ πολυμόχθου σαρκός. Ποῦ νῦν συγγενεῖς τε καὶ φίλοι; Ἄρτι χωριζόμεθα, ὅνπερ ἀναπαῦσαι Κύριος εὐξώμεθα…»… Όχι!
Όχι. Δεν θελω το οριστικό. Για χρόνια θα προσποιούμαι πως κάπου είναι, πως βαριέται –για άλλη μια φορά- να με δει, η πως δεν με έχει ανάγκη σε κάτι, εμένα την άλλοτε αγαπημένη και άλλοτε παιδί για τα θελήματα! Θα κάνω πως ζει. Δεν θα σβήνω το κινητό της, το τελευταίο τηλέφωνο του σπιτιού της από μνήμες και ατζέντες. Θα κοροϊδεύομαι πως μπορεί ένα βράδυ να χτυπήσει το τηλέφωνο και να ναι αυτή, σα να μη πέρασε μια μέρα. Στην αρχή γαζώνεται η καρδιά μου από αγκίστρι και δεν μπορώ να γράψω ούτε τ όνομα της. Μετά θα ντρέπομαι γιατί όλοι γράφουν για εκείνη, ακόμα και όσοι τους δεν έλεγε γεια, τους κορόιδευε, τους έβγαζε παρατσούκλια! Κάποτε -νομίζω εφτά χρόνια μετά- θα το κάνω και από τότε δε σταματώ να το κάνω. Γιατί τώρα πια, 14 χρόνια μετά, θέλω να τη θυμάμαι. Πως ήταν ο ήχος της φωνής της και πως έγερνε το κεφάλι όταν γελούσε και τι έλεγε που έκανε κάθε καμπούρικη, σκοτεινή, τερατόμορφη, εξουσία να την φοβάται! Και πως έγραφε και πως διόρθωνε λάθη και πως άλλαζε εμμονές και πως ντύνονταν και πως σκανδάλιζε και σοκάριζε και προκαλούσε! Και πάνω απ όλα ποσό μα πόσο ήθελε να την αγαπούν! Θέλω να τη θυμάμαι. Και να την θυμούνται και οι άλλοι. Όλοι! Και άλλωστε τι έλεγε ο τόσο αγαπημένος της, Μίλαν Κούντερα; «Ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη»… Αμήν!
ΠΗΓΗ NEWPOSTER
Σχόλια για αυτό το άρθρο