Ένα απλό γεωμετρικό σχήμα, όπως ο κύκλος, σχεδιάζεται από ένα ευτελές υλικό, όπως η κιμωλία, για να οριστεί η μητρότητα κοινωνικά αντί βιολογικά. Ο Μπρεχτ παίρνει τη δική του συγγραφική κιμωλία, φτιάχνοντας ένα νοητό κύκλο, μέσα στον οποίο τοποθετεί την αθωότητα, την καλοσύνη, τη δικαιοσύνη, την ανθρωπιά και την αγάπη, αφήνοντας, τη σκληρότητα, την αδικία, την αλαζονεία της εξουσίας και τη δολιοφθορά. Μέσα από τη θεατρική πράξη, ο Μπρεχτ μεταφέρει την υπερβατική δύναμη του μητρικού ενστίκτου που δεν γνωρίζει ταξικές διαφορές, φωτίζοντας το πανάρχαιο και πάγκοινο αίσθημα του δικαίου. Με τη μέθοδο της αποστασιοποίησης ενεργοποιεί την κριτική αντιληπτική ικανότητα του θεατή ενώ μέσα από κωμικές φόρμες στηλιτεύει εμμέσως τα κακώς κείμενα της ιστορίας. Σαν θέατρο εν θεάτρω, το μπρεχτικό παραμύθι με τα λαϊκά παραδοσιακά στοιχεία και το αντιπολεμικό πνεύμα, αφηγείται οπτικοποιώντας μια τρυφερή και βαθιά συγκινητική ιστορία, όπου η καλοσύνη προσωποποιείται και η αλλοτρίωση καταδεικνύεται. Η μετάφραση του Οδυσσέα Ελύτη έχει διατηρήσει την ποιητική ζωντάνια του Μπρεχτ και έχει αναδείξει το διαχρονικό χαρακτήρα του έργου και τη σοφία που πηγάζει από το μετρημένο λόγο του Μπρεχτ, και σε συνδυασμό με τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, έχουν παραδώσει ένα άρτιο έργο-παρακαταθήκη, που κάθε σκηνοθέτης και ηθοποιός οφείλει να το σεβαστεί και να το αναγνώσει προσεκτικά.
Ο Κύκλος με την Κιμωλία είναι ένα έργο που λειτουργεί σαν ένα οικοδόμημα, το οποίο αν δεν στηρίζεται σε γερές βάσεις, πέφτει και πλακώνει πρώτα το σκηνοθέτη και μετά το καστ, για αυτό απαιτεί ώριμη σκηνοθετική μαστοριά. Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης αποδέχτηκε την πρό(σ)κληση της σκηνοθεσίας για ένα έργο με ηχηρές προεκτελέσεις, παρουσιάζοντας επί σκηνής ένα εργοτάξιο, υλικό και πνευματικό. Σκαλωσιές και λυόμενες εξέδρες συνθέτουν το σκηνικό της παράστασης και σε συνδυασμό με το ανθρώπινο δυναμικό με τα γιλέκα με τα φλούο χρώματα, δίνουν ένα σύγχρονο χαρακτήρα στην παράσταση που έρχεται σε σύγκρουση με την ποιητική ατμόσφαιρα της εποχής και την ευαισθησία του έργου. Δεν ήταν σίγουρα εύκολος ο χειρισμός και ο συντονισμός ενός μεγάλου αριθμού προσώπων που έρχονται στη σκηνή, μένουν, φεύγουν σε μια γρήγορη και συνεχή κίνηση άλλοτε γκρουπαρισμένα άλλοτε μεμονωμένα μέχρι την τελική σκηνή. Γίνεται αισθητό ένα διαρκές κυνήγι χαρακτήρων και γεγονότων μέχρι την τελική έκβαση, όπου και αποδίδεται εύστοχα, το ουσιαστικό μήνυμα του έργου.
Μητέρα του παιδιού είναι εκείνη που το αξίζει και η Γρούσα δικαιώνεται. Δικαιώνεται και η επιλογή της Μαρίας Πρωτόπαπα στο ρόλο της Γρούσας. Ερμηνευτικά η Μαρία Πρωτόπαπα πατάει σταθερά και μένει πιστή στο κείμενο του Μπρεχτ, χωρίς υπερβολικές συναισθηματικές εξάρσεις αλλά με έντονο και αποφασιστικό ύφος στο παίξιμο της. Η Ελισάβετ Μουτάφη, στο ρόλο της Ναταλίας Αμπασβίλι, μας εξέπληξε ευχάριστα όσον αφορά την κωμική της πλευρά, η οποία ήταν διάχυτη στο έργο σε σημείο να καρτουνίζει. Μπορεί να απέτυχε στο έργο σαν βιολογική μάνα, πέτυχε όμως στο να καταδείξει το γεγονός της εγκατάλειψης, κερδίζοντας το τελικό στοίχημα. Ο Αιμίλιος Χειλάκης στο ρόλο του δικαστή Αζντάκ ήταν αρκετά καλός, έβγαλε την λαϊκή πονηριά του ρόλου του και το χιούμορ του Μπρεχτ. Ο Δημήτρης Λιγνάδης στο ρόλο του αφηγητή, βρισκόμενος σε αναπηρικό καροτσάκι, στηρίζει με επιτυχία την ερμηνεία του στις διαβαθμίσεις των εντάσεων της φωνής του, βάζοντας υπότιτλους όπου χρειάζεται και καθοδηγώντας την ιστορία. Η αποκορύφωση του ρόλου του είναι στον επίλογο, όπου νοηματοδοτεί τη θέση του στο έργο, κάνοντας ορατά τα μηνύματα που προκύπτουν από τον κόσμο της θεατρικής μυθοπλασίας. Η προσέγγιση του ρόλου του Σίμωνα από τον Αποστόλη Τότσικα ήταν σταθερή στις σκηνοθετικές οδηγίες. Στους δευτερεύοντες ρόλους, ξεχωρίζει ο Άγγελος Μπούρας. Μικρούς αλλά λειτουργικούς ρόλους με έντονα κωμικά στοιχεία καλύπτουν συμπληρωματικά οι Δέσποινα Γιαννοπούλου, Παναγιώτης Εξαρχέας, Σταύρος Καραγιάννης, Κώστας Κορωναίος, Ελένη Κούστα , Χριστιάννα Μαντζουράνη, Πηνελόπη Μαρκοπούλου, Γιώργος Παπανδρέου, Γρηγόρης Ποιμενίδης, Σπύρος Τσεκούρας και Βαγγέλης Ψωμάς. Εν κατακλείδι, είναι μια παράσταση που προσπαθεί να διατηρήσει την υπόστασή της μέσα από την υπερπροβολή της ως υπερθέαμα.
Η Δέσποινα Κορεντίνη είναι κριτικός Θεάτρου και Τέχνης, πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Σχόλια για αυτό το άρθρο