Αναμεταδίδω ένα εξαιρετικό κείμενο για το Χριστόφορο και την ταινία του.. Τον αγαπώ και τον πιστεύω χρόνια τώρα!:
Βγήκε στους κινηματογράφους το «Ενας Άλλος Κόσμος» και το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ τη στιγμή που έπεφταν οι τίτλοι τέλους ήταν ένα τεράστιο «Μπράβο σου ρε Χριστόφορε, Μπράβο σου».
Η νέα ταινία του Χριστόφορου Παπακαλιάτη είναι ένα διαμαντάκι. Ακόμα κι αν ανήκεις στην κατηγορία αυτών που δεν θέλουν να πούνε καλή κουβέντα για το «λαμπερό παιδί» της τηλεόρασης, δεν μπορείς να μην παραδεχτείς, σιωπηλά έστω -και μπήγοντας τα νύχια στην παλάμη σου- πως το «Ενας Άλλος Κόσμος» αξίζει τα λεφτά του.
Θα μπορούσες να με πεις Παπακαλιατική. Και ίσως να είμαι. Εχω δει τα περισσότερα σίριαλ του Χριστόφορου, μια τηλεταινία του -που μάλλον κανείς δεν θέλει να θυμάται -και φυσικά το πολυδιαφημισμένο «Αν». Με όλα πέρασα καλά -οκ, την τηλεταινία δεν κατάφερα να τη δω ως το τέλος- αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν πρόσεξα τις αδυναμίες που είχαν, κυρίως στα σενάρια, στους διαλόγους (ποιος ονομάζει το σκύλο του Μοναξιά; Σοβαρά τώρα, Μοναξιά;) και ενίοτε και στις ερμηνείες του Χριστόφορου Παπακαλιάτη. Καμία από αυτές τις δουλειές δεν ήταν κάτι περισσότερο από μια καλοφτιαγμένη, απολαυστική παραγωγή.
Και την Πέμπτη βγήκε στους κινηματογράφους το «Ενας Άλλος Κόσμος» και το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ τη στιγμή που έπεφταν οι τίτλοι τέλους ήταν ένα τεράστιο «Μπράβο σου ρε Χριστόφορε, Μπράβο σου».
Το «Ενας Άλλος Κόσμος» είναι η απόδειξη πως το μυστικό της επιτυχίας δεν είναι απλώς και μόνο η αγάπη γι’ αυτό που κάνεις. Δεν καταθέτεις ψυχούλα «και αυτό έτσι μαγικά βγαίνει στον κόσμο» γιατί «όταν θέλεις κάτι πολύ» το σύμπαν, που δεν έχει άλλες δουλειές, κάνει τη δική σου. Χρειάζεται δουλειά. Πολλή δουλειά. Σκληρή δουλειά. Άγρια δουλειά. Σωστή δουλειά. Δική σου δουλειά. Και όλα δείχνουν πως ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης ξέρει να δουλεύει και πολύ και σωστά. Επίσης έχει την «παραξενιά» να θέλει και οι συνεργάτες του να δουλεύουν το ίδιο παθιασμένα και ολοκληρωτικά, για αυτό και διαλέγει τους καλύτερους. Από τεχνικούς ως κομπάρσους. Δεν θα βρείτε το παραμικρό ψεγάδι πουθενά. Φωτισμός υπέροχος. Φωτογραφία εντυπωσιακή. Μοντάζ νεράκι. Ηχος καταπληκτικός, όταν στις περισσότερες ελληνικές παραγωγές η θολούρα στον ήχο είναι must. Το σενάριο σφιχτό και συγκεντρωμένο. Η μουσική, που της έχει ιδιαίτερη αδυναμία, υπογραμμίζει ότι πρέπει όσο πρέπει. Η σκηνοθεσία έχει ρυθμό αλλά και μια διακριτική συναισθηματική ένταση. Το δε τουιστ της περιφοράς του επιτάφιου είναι καθηλωτικό.
Και φυσικά οι ερμηνείες. Αχ, αυτές οι ερμηνείες.
Ο Παπακαλιάτης δεν έχει το κόμπλεξ τού να βάλει δίπλα του κατώτερους ηθοποιούς. Το εντελώς αντίθετο, διαλέγει ανθρώπους που a priori θα λάμψουν ακόμα κι αν απλώς σταθούν στην πιο σκοτεινή γωνιά του πλάνου. Οπως είχε κάνει στο «Αν» με τον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο και εδώ με το Δημήτρη Λιγνάδη, ο οποίος σε καθηλώνει με αυτό το «ρολάκι» δευτερολέπτων που έχει. Και βλέπεις από τη σκηνοθεσία του, ότι πραγματικά τους απολαμβάνει και τους χαίρεται. Θέλει να είναι υπέροχοι, θέλει να είναι μεγαλειώδεις και αριστουργηματικοί. Θέλει να του κλέψουν την παράσταση.
Η Μαρία Καβογιάννη, ο βραβεύμενος με Όσκαρ Τζ. Κ. Σίμονς, και ο Μηνάς Χατζησάββας, στον τελευταίο του ρόλο, είναι σαρωτικοί. Με ατάκες και βλέμματα που κάνουν το στομάχι να βουλιάζει σε non stop ίλιγγο. Πολύ καλοί και οι: Νίκη Βακάλη και Tawfeek Bahrom, που δίνουν καλοζυγισμένα τις δόσεις αφέλειας και ρομαντισμού που χρειάζεται η ταινία.
Μια ταινία που ειλικρινά σας λέω, θεωρώ πως αξίζει το εισιτήριό της. Όχι μόνο γιατί είναι καλή, όχι μόνο γιατί είναι τρομακτικά επίκαιρη και ζωντανή αλλά και γιατί είναι αποτέλεσμα αληθινής αγάπης και αδιαπραγμάτευτα κοπιαστικής δουλειάς. Και διάολε, όταν κάποιος βάζει κάτω το κεφάλι και καταφέρνει να δημιουργήσει κάτι τόσο καλό δεν χρειάζεται να είναι κάποιος που συμπαθούμε ή κάποιος από την αγέλη μας για να του δώσουμε το μπράβο μας. Σωστά;
από τη
Σχόλια για αυτό το άρθρο