Το περασμένο καλοκαίρι περνούσα συχνά από την πλατεία Μεσολογγίου. Είναι δίπλα στο σπίτι μου και πηγαίνω εκεί για τσιγάρα στον κύριο Σήφη, για λαχανικά στο μανάβικο της γωνίας, για να αγοράσω κανά βιβλίο στον “Κένταυρο” ή για να πάρω σουβλάκια από το “Χαϊμαντί”. Σχεδόν κάθε μέρα έβλεπα στο “Οbsession” τον φίλο μου Βαγγέλη Προβιά να κάθεται σε ένα από τα τραπέζια του μαγαζιού και να γράφει.
Μόλις με έβλεπε, έκλεινε τετράδια και βιβλία και με κοίταγε με αυτό το προβατίσιο ύφος του σαν να μου έλεγε: “Χάρηκα που σε είδα, τώρα συνέχισε το δρόμο σου”. Έκανα πως δεν καταλάβαινα. “Βαγγελάκη μου! Τι κάνεις; Γράφεις;” “Κάτι σημειώσεις κρατάω Παύρη μου” και ετοιμαζόταν να φύγει. “Κάτσε λίγο να τα πούμε” επέμενα.”Μια άλλη φορά, τώρα έχω ένα ραντεβού, θα σου πω..” τα μάζευε και έφευγε για το σπίτι του που είναι δύο δρόμους πιο κάτω από το δικό μου.
Αλλες πάλι φορές, τον έπαιρνα τηλέφωνο “Βαγγέλη μου, έχει χαλάσει το πλυντήριό μου, μπορώ να έρθω από σένα να βάλω μια μπουγάδα;” Tον άκουγα που αναστέναζε, “μπορείς να έρθεις στις 3 ακριβώς;” μου έλεγε στο τέλος “γιατί μετά πρέπει να φύγω” “Και πότε θα τα πάρω;” “To απόγευμα, το βράδυ, δεν ξέρω ακόμη, θα σου πω…”
Τα πράγματα έγιναν χειρότερα του Ευαγγελισμού. Παραδοσιακά, χρόνια τώρα, με καλούσε σπίτι του, μαγείρευε ένα καταπληκτικό γιουβέτσι και το καταβροχθίζαμε παρέα με άλλους φίλους. Φέτος ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Τον πήρα τηλέφωνο για τα χρόνια πολλά, “το βράδυ θα βρεθούμε για το γιουβέτσι;” Μου έκανε τον Κινέζο. “Να δούμε, μπορεί να φύγω, αν είναι θα σου πω…” Τελικά δεν βρεθήκαμε.
Μια-δυό-τρεις, “τι διάολο συμβαίνει;” έλεγα με το νου μου, ο Βαγγέλης είναι φίλος καρδιάς, τον γνώρισα μικρό παιδί στο Άγιον Όρος, γίναμε φίλοι, παρακολούθησα την πορεία του από κοντά, ξέρω τις δυσκολίες που πέρασε μέχρι να εκδοθεί το πρώτο του βιβλίο, “Τα μαύρα παπούτσια της παρέλασης”, πόσο πείνασε και κουράστηκε να γίνει συγγραφέας.
Toυ έκλεισα ένα ραντεβού στην αγαπημένη μας πλατεία Μεσολογγίου και όταν φάγαμε τα υπέροχα σουβλάκια από το “Χαϊμαντί” και ήπιαμε τις μπύρες μας, “έχεις κάτι μαζί μου;” τον ρώτησα. “Τον τελευταίο καιρό κάνεις
σαν κάτι να έχεις μαζί μου” “Οχι Παύρη μου” μου λέει “τι να έχω μαζί σου;” “Όλο δεν προλαβαίνεις να με δεις, όλο έχεις κάτι άλλο να κάνεις, σε κάποιο ραντεβού να πας, συμβαίνει κάτι;” Έσκυψε το κεφάλι ταπεινά και ψιθύρισε “Ετοιμάζω το καινούργιο μου βιβλίο”. Όλα τα είχα φανταστεί εκτός από αυτό! “Βρε τέρας”, έτσι τον λέω χαϊδευτικά, “βρε τέρας, και τόσο καιρό δεν μου είπες τίποτα;” “Τι να σου πω Παύρη μου; Aφού το ξέρεις και εσύ, αυτά τα πράγματα δεν λέγονται παρά μόνον όταν τελειώσουν. Τώρα που τελείωσα μπορώ να στο πω!”
Συναντηθήκαμε και μου έδωσε το βιβλίο του. Συγκινήθηκα. Εγώ που δεν έκανα οικογένεια, τέτοια παιδιά τα έχω σαν συγγενείς μου. Ο Βαγγέλης είναι ο δικός μου γιος, καμαρώνω κάθε φορά που κατορθώνει κάτι ωραίο. Και όταν παίρνει κάτι ταπεινό σαν την πλατεία Μεσολογγίου και την μεταπλάθει σε διηγήματα, ας μην μου μιλάει ένα χρόνο, ας μείνουν χωρίς πλυντήριο τα λερωμένα, τα άπλυτα, τα παραπεταμένα, ας μην φάω γιουβέτσι την μέρα του Ευαγγελισμού!
Συντονισμένοι στις συχνότητες αγάπης για την “Πλατεία Μεσολογγίου” του Βαγγέλη Προβιά
Σχόλια για αυτό το άρθρο