Ο ΤΑΖ αγαπάει τα μπουζούκια αλλά όχι τα μπουζουκοθέατρα, γιατί πολύ απλά το πιτόγυρο δεν σερβίρεται με σαντιγί.
Με εξαίρεση υπέροχες σεβαστικές δουλειές που έχουν γίνει στην Ελλάδα κι έχουν πέσει όντως χοντρά λεφτά, αλήθεια, πόσες άλλες υπερπαραγωγές (στη διαφήμιση) με το κόντρα πλακέ σκηνικό έτοιμο να πέσει πάνω στον ηθοποιό να τον πλακώσει μπορούμε να ανεχτούμε; Χωρίς να είμαι γόνος εύπορης οικογένειας, σπατάλησα (ευχαριστήθηκα) τα όποια λεφτά μου με Μπρόντγουεϊ και Ουέστ Εντ. Και επιστρέφω στην Αθήνα για να δω 10 κακομεταφρασμένα, φτηνοστημένα και με τραγουδιστικούς ήχους κότας στο πνίξιμο να ανεβαίνουν κάθε σεζόν και τον κόσμο, χωρίς καμία παιδεία στο είδος, να έρχεται με πούλμαν από την επαρχία για το υπερθέαμα, και μετά να σχολιάζει, «αχ, τα μαλλιά της τάδε ήταν χάλια άσε που παραμορφώθηκε από το bottox.» Όχι, δεν με ενοχλούν καθ΄όλου πλέον αυτά τα σχόλια γιατί αυτά αξίζουν στις παραστάσεις που διαφημίζονται ως μεγάλο σουξέ. Την ώρα που τα μπουζούκια παίζουν πλέον μόνο τριήμερο, τα ελληνικά μεταφρασμένα μιούζικαλ κάνουν πενταήμερο και για να τραβήξουν κόσμο, προσλαμβάνουν άνεργους τραγουδιστές της πίστας και δέκα ξέμπαρκους αλλά διάσημους ηθοποιούς. Το πρόβλημα είναι ότι οι ηθοποιοί δεν μπορούν να τραγουδήσουν και να χορέψουν ενώ οι μπουζουξούδες, πολύ απλά δεν μπορούν να παίξουν. Σόρι αγάπη μου, αλλά δεν είμαστε όλοι Άννα Βίσση που το παίζει πολύ καλά σε πολλαπλά ταμπλό. Το αποτέλεσμα είναι μια σκέτη θλιβερή μιζέρια.
Συνήθως, τα μιούζικαλ που επιλέγουν να ανεβάσουν οι Έλληνες «μετρ» του είδους είναι μια κακή κόπια νεομοντέρνων έργων του είδους που έχουν σουξέ στο Λονδίνο και σπανίως μερικών κλασικών στανταράκια, «για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων». Όχι αγάπη μου, αν έχεις επενδύσει ιδρώτα και χρήμα δεν ξεκινάς με το «για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων» γιατί χρεώνεσαι ήδη καμένο χαρτί. Διαστρεβλωμένες ενορχηστρώσεις, κοστούμια από αποθήκη, ντεκόρ που τρέμεις μην πέσουν και πλακώσουν τον ηθοποιό κι από κάτω ένα κοινό που δεν έχει καμία σχέση με το είδος, απλά θέλει να δει τους σταρ και φυσικά, φεύγοντας, αναρωτιέται, «αυτό είναι τελικά το μιούζικαλ;» Αμηχανία κι αγωνία και απόγνωση για τελειωμένους παραγωγούς και γερασμένους σκηνοθέτες οι οποίοι όσο ταλαντούχοι και να είναι προσπαθούν να δείξουν στη σύγχρονη Ελλάδα πως κατέχουν το άθλημα όπως η γιαγιά μου θα μου ζητούσε να την πάω για πατινάζ. Μια κατάσταση που αγγίζει τα όρια της Μαφία, όταν κάποιος κριτικός τολμήσει να γράψει κάτι αρνητικό για το υποτιθέμενο υπερθέαμα, και του κάνουν απαγόρευση εισόδου στα θέατρα (ναι, συμβαίνει). Φτερά και πίπουλα ανακατεμένα με πιτόγυρο κάνουν χορευτικά στη σκηνή με τη χάρη της μπιθικίνας Τσίτα του Ταρζάν, πλέι μπακ επιστρατεύονται όταν δεν υπάρχουν ορχήστρες ή ορχήστρες αναλαμβάνουν να καλύψουν τον μαύρο καημό του θεάματος και κάθε φορά που ο / η σταρ αλλάζει φόρεμα και χτένισμα, το κοινό χειροκροτά συγκινημένο γιατί στην τελική αυτό είναι και το μόνο που του προσφέρεται.
Τα περισσότερα σκηνικά είναι παρμένα από προηγούμενες παραστάσεις του σκηνογράφου και αισθητικά το αποτέλεσμα μοιάζει συνήθως με τσουρουφλισμένο λαμπατέρ. Η μετάφραση διαλύει το κείμενο προσπαθώντας να το μετατρέψει σε τηλεοπτικό σίριαλ και η σκηνοθεσία είναι είτε φτηνή ξεπατικωτούρα του ανεβάσματος της παράστασης στο εξωτερικό είτε «πόσα ένσημα μου έμειναν να βγω στη σύνταξη;» Ειλικρινά, μια μόνο ευκαιρία να έχεις να ταξιδέψεις Λονδίνο και να δεις ακόμα και το πιο κακό στις κριτικές μιούζικαλ, θα καταλάβεις τη διαφορά ποιότητας και δουλειάς που έχει ο τελευταίος κομπάρσος με τον Έλληνα πρωταγωνιστή. Ποιος Έλληνας θα τολμούσε να ανεβάσει π.χ. το «Φάντασμα της Όπερας» που παίζεται τρεις δεκαετίες; Κανείς, γιατί τον πιάνει τρόμος. Οπότε πάμε στα εύκολα φανταχτερά χιτάκια. Ή κάνουμε ρετρό κούρσα με εγχώρια μιούζικαλ για την Ελληνική Επιθεώρηση και το σινεμά και το φολκλόρ και την γριά σταρ που έσπασε το πόδι της. Άλλος χαβαλές εκεί. Φραμπαλάδες και πόζες και παραδοσιακές μαντινάδες με επίφαση κειμένου και χρηματική εξαργύρωση τον παράγοντα νοσταλγία. Ουρές κάνουν τα ΚΑΠΗ για την ένδοξη νιότη τους. Σε μια χώρα που τραβάει καμιά 300αριά παραστάσεις το χρόνο, κάτι που δεν συμβαίνει πουθενά στον κόσμο.
Λένε πως στις εποχές κρίσεις, πολέμου και αναταραχής, αναβιώνει το μεγάλο θέαμα για να ξεχνάνε οι άνθρωποι τις στενοχώριες τους. Αυτό νομίζω πως συμβαίνει και στην Ελλάδα σήμερα στη χειρότερη εκδοχή του όμως. Προσεύχομαι κάθε φορά που ανακοινώνεται το ανέβασμα ενός νέου μεγάλου μιούζικαλ και μετανοώ αφ’ ότου το είδα. Τη μιζέρια δεν την πολεμάς με μιζέρια, δεν είναι ομοιοπαθητική. Δυστυχώς, 8 στις δέκα μέγα παραστάσεις όπως διαφημίζονται, αυτό που αποκομίζεις είναι μόνο τα τσόφλια στη μοκέτα από τα φιστίκια που έτρωγε ο θεατής. Το μιούζικαλ είναι μια πολύ μεγάλη υπόθεση. Είναι η σύγχρονη όπερα αν σκεφτείς πως στον καιρό της η όπερα ήταν ένα θέαμα μαζικής διασκέδασης. Τι διαφορά όμως έχει, το ανέβασμα μουσικού θεάτρου του τότε, με το τώρα. Όχι πως στο εξωτερικό δεν υπάρχουν εκτρώματα. Είναι όμως τουλάχιστον, μέσα στην αποτυχία τους πραγματικά πανάκριβα και προσεγμένα σαν θέαμα γιατί δεν είναι αρπαχτές. Δεν είναι θέμα τα λεφτά. Μου έχει τύχει να δω το μεγαλειώδες, πανάκριβο στο πρώτο του ανέβασμα, Sunset Boulevard, πολλά χρόνια μετά από περιφερειακό θίασο 8 ηθοποιών με ένα μόνο σκηνικό, κι έμεινα άφωνος από το συναίσθημα. Τι κρίμα που εδώ, ακόμα κάνουμε τα φύκια μεταξωτά κουρέλια, ανίκανοι να αποδεχτούμε ποια είναι τα θεατρικά όριά μας, πεπεισμένοι ότι όλοι μας είμαστε πεφωτισμένοι δημιουργοί ή εκλεκτοί θεατές.
Λατρεύω το μιούζικαλ όσο δεν φαντάζεσαι και παρ’ όλα αυτά ακόμα δεν έχω καταφέρει να αποκωδικοποιήσω τη «φόρμα» του. Όμως την ψάχνω απελπισμένα και συνέχεια. Αυτό που δυστυχώς λείπει από τους περισσότερους Έλληνες δημιουργούς, είναι ακριβώς αυτό το ψάξιμο που το καλύπτει η αβάσταχτη αυταρέσκειά τους. Φυσικά με κύριο συνένοχο το κοινό και τις πληρωμένες κριτικές. Άλλο το μιούζικαλ, άλλο η μαϊμού που βάφεται ακούγοντας ταμπούρλα. Κι αυτό αφορά και στο κοινό.
Τάσος Θεοδωρόπουλος
Σχόλια για αυτό το άρθρο