«Στο ναυάγιο της “Αγίας Ζώνης ΙΙ” έχουμε το εξής παράδοξο: μία διαρροή μικρής κλίμακας, που προκαλεί μία επίπτωση μεγάλης κλίμακας», λέει ο Δημήτρης ΙμπραήμΤο προφίλ του Δημήτρη Ιμπραήμ στη σελίδα της Greenpeace, διευθυντής εκστρατειών του ελληνικού παραρτήματος της Greenpeace. Αυτές τις μέρες ο κ. Ιμπραήμ κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα, προσπαθώντας να ενημερωθεί και να ενημερώσει για το ναυάγιο, την ώρα που τα τηλέφωνα χτυπούν ασταμάτητα.
Γιατί όμως μία μικρή διαρροή να προκαλέσει μεγάλη ζημιά; Η αιτία θα πρέπει να αναζητηθεί στον χρόνο που μεσολάβησε μεταξύ ατυχήματος και πρώτης αντίδρασης. Για την οποία έχει ευθύνη η πλοιοκτήτρια εταιρεία, που υποχρεώνεται από τον νόμο το συντομότερο δυνατό μετά το ατύχημα να συνάψει συμφωνία με μία ή περισσότερες εταιρείες καθαρισμού της θάλασσας.
Αν πιστέψει κανείς τα λόγιαΗ απάντηση της πλοιοκτήτριας εταιρείας για το ναυάγιο του «ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ II» | metaforespress.gr των πλοιοκτητών, αυτό ακριβώς έκαναν: «Αμέσως μετά τη βύθιση του πλοίου […] δόθηκαν εντολές στην ιδιωτική εταιρεία που ανέλαβε το έργο της απορρύπανσης να πράξει ό,τι είναι ανθρωπίνως και τεχνικώς δυνατό, ώστε να καθαριστεί πλήρως η πληγείσα περιοχή».
Το «αμέσως» βέβαια μπορεί να σημαίνει κάτι διαφορετικό για τον καθένα, ειδικά σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης και μέσα στο σκοτάδι· ήταν εξάλλου 2.30 το πρωί της 10ης Σεπτεμβρίου, όταν το πλοίο βυθίστηκε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες. Έτσι, ο υφυπουργός Ναυτιλίας Νεκτάριος Σαντορινιός δήλωσεΗ πολιτική ηγεσία είναι αποφασισμένη να αναζητήσει ευθύνες για όλα και προς πάσα κατεύθυνση | Δελτίο Τύπου υπ. Ναυτιλίας, 14/9/2017 ότι «…μέσα σε τέσσερις ώρες είχαν γίνει όλες οι απαραίτητες ενέργειές: υπογράφηκε η σύμβαση της πλοιοκτήτριας εταιρείας με την αντιρρυπαντική εταιρεία, ξεκίνησε η κατασκευή του φράγματος, παρουσία δυτών του Λιμενικού Σώματος και ιδιωτών, και ξεκίνησε η στεγανοποίηση του πλοίου…».
Οι τέσσερις ώρες, σύμφωνα με τον κ. Ιμπραήμ, είναι μεγάλο διάστημα, καθώς το σημαντικότερο σε τέτοιου είδους ατυχήματα είναι να περιορίσεις την κηλίδα στην πηγή της και να την εμποδίσεις να εξαπλωθεί. «Είναι μια μάχη με τον χρόνο. Να προλάβεις να μαζέψεις το πετρέλαιο προτού να φτάσει στις ακτές», λέει στο inside story.
«Γιατί έφτασε μέχρι τις ακτές η κηλίδα», ρωτά και ο Γιάννης Χατζηανέστης, χημικός και διευθυντής ερευνών στο Ινστιτούτο Ωκεανογραφίας του ΕΛΚΕΘΕhcmr.gr. «Γιατί δεν την πρόλαβαν; Έπρεπε μέσα στο πρώτο μισάωρο από την καταστροφή να είναι από πάνω, να γίνουν αντιρρυπαντικά έργα, να μπουν φράγματα, δεν ξέρουμε ακριβώς τι και πώς έγινε. Τώρα όσο αργούμε τόσο χειρότερα είναι, πρέπει να κινηθούν γρήγορα».
Έτσι όπως έγιναν τα πράγματα πάντως, μία βαθιά ανάσα την πήραμε (οι λιγότερο καχύποπτοι) όταν μάθαμε Στη Βουλή φέρνει το ΥΝΑΝΠ το ζήτημα της ρύπανσης στο Σαρωνικό | Δελτίο Τύπου υπουργείου Ναυτιλίας, 13/9/2017 τρεις μέρες μετά το ατύχημα ότι η στεγανοποίηση του πλοίου ολοκληρώθηκε. Τώρα, μένει να μάθουμε τι μας περιμένει από το καύσιμο που πρόλαβε να ξεφύγει.
Το πλοίο του 1972 έφερε δεξαμενές γεμάτες με 2.570 τόνους καύσιμα (2.200 τόνους μαζούτ και 370 τόνους ντίζελ). «Σύμφωνα με το υπουργείο, προτού ολοκληρωθεί η στεγανοποίηση του πλοίου πρόλαβε να διαφύγει περίπου το 5% του φορτίου, δηλαδή θεωρητικά περίπου 135 τόνοι. Αυτό είναι πολύ λίγο σε σχέση με τις μεγάλες καταστροφές List of oil spillsπου έχουν γίνει διεθνώς, όπως για παράδειγμα στον κόλπο του Μεξικού Πετρελαιοκηλίδα στον κόλπο του Μεξικού (2010)με το Deepwater Horizon, όπου η διαρροή ήταν περίπου 500.000 τόνοι πετρελαίου», λέει ο κ. Ιμπραήμ.
Ο Γιάννης Χατζηανέστης συμφωνεί: «Από αυτά που ακούμε, οι τόνοι πετρελαίου που διέφυγαν είναι μεταξύ 100 και 300. Δεν είναι πάρα πολλοί. Στην Ελλάδα δεν έχουμε ευτυχώς μεγάλα ατυχήματα, όπως για παράδειγμα το ατύχημα του δεξαμενόπλοιου PrestigePrestige oil spill (2002) έξω από τις ακτές της Ισπανίας το 2002, όπου η καταστροφή στον βυθό και την τροφική αλυσίδα κράτησε για δεκαετίες».
Το Prestige, που είχε Έλληνα καπετάνιο, απελευθέρωσε περίπου 9.000 τόνους πετρελαίου στη θάλασσα. Ο αέρας που φύσαγε δυνατά δεν τους έστειλε στον Ατλαντικό Ωκεανό, αλλά στα παράλια της Γαλικίας, της βορειοδυτικής ακτής της Ισπανίας
Σύμφωνα με την Greenpeace, η περιοχή που κινδυνεύει περισσότερο από τη σημερινή πετρελαιοκηλίδα είναι η Σαλαμίνα Σαρωνικός SOS | Greenpeace, όπου έχει πληγεί σοβαρά μία ακτογραμμή 1,5 χιλιομέτρου. «Μέχρι πρότινος η Σαλαμίνα είχε δύο βυτιοφόρα απάντλησης πετρελαίου, τώρα βλέπω στην τελευταία ενημέρωση ότι έχει μείνει με ένα», λέει ο κ. Ιμπραήμ.
«Μόλις η κηλίδα πήγε στη Φρεαττύδα οι κάμερες στράφηκαν εκεί, το ίδιο και τα οχήματα. Το πρόβλημα είναι ότι έτσι χάνουμε χρόνο στη Σαλαμίνα, που είναι ήδη πολύ επιβαρυμένη. Από τη διέλευση πλοίων, από την πόντιση πλοίων, από τη βιομηχανική δραστηριότητα γύρω της και βέβαια από τα διυλιστήρια».
Κατά τα άλλα, μπορεί το πετρέλαιο να έφτασε στις δημοφιλείς παραλίες των νοτίων προαστίων, όμως όπως δήλωσε Η πολιτική ηγεσία είναι αποφασισμένη να αναζητήσει ευθύνες για όλα και προς πάσα κατεύθυνση | Δελτίο Τύπου υπ. Ναυτιλίας, 14/9/2017 την Πέμπτη 14 Σεπτεμβρίου ο υφυπουργός Ναυτιλίας Νεκτάριος Σαντορινιός, «αυτό που είδαμε εμείς σήμερα δεν περιγράφεται ως μια ενιαία πετρελαιοκηλίδα, όπως έχουμε δει σε άλλες περιπτώσεις, που έχει εξαπλωθεί. Υπάρχουν διάσπαρτες μικρές κηλίδες πετρελαίου, μη συμπαγείς, στη περιοχή από τον Πειραιά μέχρι τη Γλυφάδα και φυσικά και στη Σαλαμίνα».
Κι αυτό έχει τη σημασία του.
Ο λόγος είναι ότι πιο επικίνδυνες είναι οι μεγάλες πετρελαιοκηλίδες, που μένουν στο ίδιο σημείο για μέρες, «κόβοντας» κυριολεκτικά το οξυγόνο στους θαλάσσιους οργανισμούς και προκαλώντας τη λεγόμενη ανοξία. «Στην περίπτωσή μας δεν υπάρχει τέτοιο θέμα για τους οργανισμούς του βυθού, γιατί φαίνεται πως οι κηλίδες είναι διάσπαρτες και όχι μία ενιαία, και βρίσκονται στην ανοικτή θάλασσα οπότε μετακινούνται. Αν μιλούσαμε για μία διαρροή 50 και 100 χιλιάδων τόνων θα ήταν αλλιώς, εκεί θα είχαμε πρόβλημα ανοξίας», λέει στo inside story ο κ. Χατζηανέστης.
Τυχεροί είμαστε για έναν ακόμα λόγο, σύμφωνα με τον κ. Ιμπραήμ. «Ο καιρός που κάνει αυτές τις ημέρες είναι ένα δώρο. Η νηνεμία βοηθά να μείνει για περισσότερο χρόνο στην επιφάνεια το πετρέλαιο, οπότε μπορεί να μαζευτεί από τα ειδικά απορρυπαντικά σκάφη».
Πώς συμπεριφέρεται όμως το πετρέλαιο, μόλις χυθεί στη θάλασσα; «Δημιουργεί ένα πολύ λεπτό επιφανειακό στρώμα, λιγότερο από ένα χιλιοστό, το οποίο απλώνεται σε μία μεγάλη έκταση, ανάλογα και τη διαρροή. Αν ο άνθρωπος δεν επέμβει για να το μαζέψει, γίνονται από μόνες τους φυσικές διεργασίες, όπως η εξάτμιση, η οξείδωση, η διάλυση και η διάσπαση από μικρόβια που υπάρχουν στη θάλασσα, και τελικά με αυτόν τον τρόπο μέσα σε 48 ώρες έχει εξαφανιστεί το 40% της ποσότητάς του. Σε μία εβδομάδα θα έχει εξαφανιστεί από μόνο του το 75% του πετρελαίου που θα έχει μείνει στην επιφάνεια και δεν θα έχει καθαριστεί. Μπορεί να πάρει και δέκα μέρες ή μήνα, ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν», λέει ο διευθυντής ερευνών του ΕΛΚΕΘΕ.
Το νούμερο αυτό εξαρτάται βέβαια και από τον τύπο του πετρελαίου που έχει χυθεί, που στην περίπτωσή μας είναι βαρύ, το λεγόμενο μαζούτ, «οπότε η διάσπασή του είναι πιο αργή και δύσκολη από τον μέσο όρο, αλλά γενικά κάπου εκεί είναι τα ποσοστά», προσθέτει ο κ. Χατζηανέστης.
Η βασικότερη ζημιά που κάνει το πετρέλαιο όσο βρίσκεται στην επιφάνεια της θάλασσας είναι στους πλαγκτονικούς οργανισμούς (φυτοπλαγκτόν και ζωοπλαγκτόν), που πλήττονται βαριά. Αυτή όμως δεν είναι η χειρότερη συνέπεια μίας κηλίδας. Τα πράγματα δυσκολεύουν πολύ, όταν το πετρέλαιο βυθιστεί.
Το 20-25% του πετρελαίου που έχει διαφύγει και δεν διασπάται φυσιολογικά, θα πάει κάτω στον βυθό. Αυτό με τη σειρά του δημιουργεί άλλα προβλήματα.
«Αυτοί που βυθίζονται είναι κυρίως οι υδρογονάνθρακες με το μεγαλύτερο μοριακό βάρος, που κατεβαίνουν λόγω της βαρύτητας. Μπορεί η όλη διαδικασία να πάρει είκοσι μέρες ή έναν μήνα, εξαρτάται από τον τόπο. Από τη στιγμή που αυτοί θα κάτσουν στον βυθό, οι μηχανισμοί αποικοδόμησής τους, για τους οποίους μιλήσαμε προηγουμένως, παύουν να λειτουργούν. Στον βυθό η αποικοδόμηση είναι αργή και δύσκολη, διότι το ίζημα σταδιακά πλακώνεται από τα σωματίδια που αιωρούνται έτσι κι αλλιώς στη θάλασσα, έτσι συσσωρεύεται κάτω από την επιφάνεια του βυθού και μπορεί να μείνει εκεί για χρόνια», λέει ο κ. Χατζηανέστης, που έχει μελετήσει τις συνέπειες πολλών τέτοιων ατυχημάτων.
«Για να καταλάβετε, όταν με το ΕΛΚΕΘΕ τρυπάμε τον βυθό για να πάρουμε ένα δείγμα από το ίζημα, αν πάμε σε βάθος δύο μέτρων μπορεί να δούμε ακόμα και τι συνέβη πριν από 500 χρόνια. Και αυτό βέβαια εξαρτάται από τις συνθήκες στην περιοχή, διότι αλλού ο βυθός ανεβαίνει κατά 1 χιλιοστό τον χρόνο, κι αλλού μπορεί να φτάσει τα 1-2 εκατοστά τον χρόνο, αλλά γενικά ισχύει».
Οι υδρογονάνθρακες που κάθονται στον βυθό επηρεάζουν τους οργανισμούς που ζουν εκεί, από τους απειροελάχιστους που δεν φαίνονται με γυμνό μάτι μέχρι τα καβούρια, τους αχινούς και τα άλλα θαλάσσια πλάσματα. Ένα 20% των οργανισμών, αυτοί που ονομάζουμε “ευαίσθητους”, πεθαίνουν.
«Είναι οι ίδιοι που χρησιμοποιούμε ως δείκτες για να μετρήσουμε τη ρύπανση μιας περιοχής. Όταν οι ευαίσθητοι δείκτες είναι πολλοί, σημαίνει ότι η θάλασσα είναι καθαρή, όταν έχουν πεθάνει υπάρχει κάποιο πρόβλημα», λέει ο κ. Χατζηανέστης, που δεν μπορεί αυτή τη στιγμή να απαντήσει στο ερώτημα πόσο καιρό θα πάρει στους ευαίσθητους οργανισμούς να αναγεννηθούν. «Αυτό δεν το ξέρουμε πάντα, μπορούμε να το πούμε μόνο ανά περίπτωση, για παράδειγμα στη διαρροή του Eurobulker ΧΤο ναυάγιο του Eurobulker X στο Λευκαντί | eviaportal.gr στη νότια Εύβοια το 2000, όταν χύθηκαν 800 τόνοι πετρελαίου, οι ευαίσθητοι επανήλθαν μετά από 1,5 χρόνο», μας λέει. «Πάντως, ένα εξάμηνο είναι συνήθως αρκετό για να αρχίσουν να εμφανίζονται πάλι».
Εκτός από τους ευαίσθητους οργανισμούς, και το υπόλοιπο 80% της ζωής στον βυθό έχει πρόβλημα από το ίζημα που βυθίζεται. Ο λόγος είναι ότι κάποιοι υδρογονάνθρακες, όπως οι πολυκυκλικοί, μπορούν να εισχωρήσουν μέσα στην τροφική αλυσίδα. Από το κοχύλι στο μικρό ψαράκι, μέχρι το πιο μεγάλο και πάει λέγοντας, τελικά φτάνουμε στον άνθρωπο.
«Τα ίδια τα ψάρια έχουν βέβαια μηχανισμούς προστασίας, δεν είναι ότι θα πεθάνουν μαζικά από τη ρύπανση. Αυτό που μπορεί να γίνει είναι να μείνουν στους ιστούς τους συσσωρευμένοι ρύποι και μετά να τους φάει ο άνθρωπος. Ο μακροπρόθεσμος κίνδυνος είναι αυτός. Αν αλλάξει η ισορροπία μιας περιοχής, διαταράσσεται όλος ο κύκλος», λέει ο διευθυντής ερευνών του ΕΛΚΕΘΕ.
Σε κάθε περίπτωση, τις αληθινές συνέπειες στην τροφική αλυσίδα θα τις μάθουμε από τις μετρήσεις που ξεκινά άμεσα το ΕΛΚΕΘΕ, το οποίο αυτές τις μέρες εκπονεί λεπτομερές πρόγραμμα. «Στην πράξη θα καταλάβουμε», λένε οι επιστήμονες. Το πρόγραμμα μπορεί να διαρκέσει ακόμα και δύο χρόνια, για να παρακολουθηθεί η ζημιά σε βάθος χρόνου.
Οι μετρήσεις δεν θα αφορούν μόνο την τροφική αλυσίδα, αλλά όλους τους δείκτες του θαλάσσιου οικοσυστήματος. «Για να μπορέσουμε να μιλήσουμε για τις ακριβείς συνέπειες της κηλίδας χρειάζεται να γνωρίζουμε ακόμα και τι χημικά χρησιμοποιήθηκαν για να διαλυθεί, γιατί και αυτά επηρεάζουν το οικοσύστημα», λέει ο κ. Χατζηανέστης, που τονίζει ότι τα τελευταία χρόνια η κατάσταση του Σαρωνικού ήταν πολύ καλή. «Ειδικά μετά τον τριτοβάθμιο καθαρισμό στην Ψυττάλεια, εμφανίστηκαν ακόμα και οργανισμοί που είχαμε να δούμε από τη δεκαετία του ’70», μας λέει.
«Το πρόβλημα με τις ακτές της Αττικής είναι πως είναι όλες αμμώδεις, και όσο πιο αμμώδης είναι μία παραλία τόσο χειρότερα, γιατί απορροφάται πιο βαθιά το πετρέλαιο και μένει εκεί. Ενώ στα βράχια πηγαίνει επιφανειακά και ο καθαρισμός είναι ευκολότερος», λέει ο κ. Ιμπραήμ.
Τα πρώτα θύματα είναι βέβαια οι οργανισμοί που ζουν ή τρέφονται στην ακτή. Η λύση όμως δεν είναι απλή: «Είναι δύσκολο να καθαριστεί η άμμος, γιατί υπάρχει το πρόβλημα ότι από τη μία θέλεις να μαζέψεις όλη την άμμο που έχει πετρέλαιο, από την άλλη δεν μπορείς να μαζέψεις μία τεράστια ποσότητα από την παραλία, γιατί πάλι διαταράσσεις το οικοσύστημα. Δεν θέλεις να πεθάνουν οι οργανισμοί από το πετρέλαιο, αλλά αυτοί που θα μαζέψεις μαζί με την άμμο τι θα γίνουν; Θα πεθάνουν κι αυτοί», λέει ο κ. Χατζηανέστης, που ελπίζει ότι στον καθαρισμό των ακτών θα χρησιμοποιηθούν κι άλλα μέσα εκτός από το «άδειασμά» τους.
Οι εταιρείες μπορούν ακόμα και να πλύνουν την άμμο ή να την καθαρίσουν με ατμό, όμως η απορρύπανση είναι πολύ ακριβή υπόθεση και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο είναι άγνωστο σε τι βάθος θα φτάσει ο καθαρισμός των ακτών. «Πρακτικά είναι έτσι κι αλλιώς πολύ δύσκολο να μαζέψεις το 100% του πετρελαίου. Αυτό που μπορεί να μείνει είναι οι πισσούλες που ξέρουμε από παλιά, όταν σκάβουμε στις παραλίες», λέει ο κ. Χατζηανέστης.
Όσο για τους λουόμενους, σύμφωνα με τη νομοθεσία για να κάνουν με ασφάλεια μπάνιο στη θάλασσα αρκεί να μην είναι ορατά ίχνη πετρελαίου ή οι γνωστοί ιριδισμοί που κατά καιρούς βλέπουμε και οφείλονται σε μικρότερες διαρροές από σκάφη. Αυτά δεν προβλέπεται να μείνουν για πολύ καιρό στην επιφάνεια της θάλασσας, εφόσον ο καθαρισμός ολοκληρωθεί και είναι πετυχημένος.
«Να μην πανικοβαλλόμαστε», λένε και οι δύο ειδικοί που μας μίλησαν, που δεν ανησυχούν τόσο για τις βραχυπρόθεσμες όσο για τις μακροπρόθεσμες συνέπειες του ατυχήματος, αυτές που δεν θα επηρεάσουν την καθημερινότητά μας με άμεσο τρόπο. «Η μεγαλύτερη ζημιά είναι ότι διαταράσσεται η ισορροπία του συγκεκριμένου οικοσυστήματος. Αυτό για μας είναι σημαντικό, γιατί έμμεσα επηρεάζει ακόμα και την κλιματική αλλαγή. Το πόσο θα διαταραχθεί το οικοσύστημα και πότε θα επανέλθει είναι το πιο σημαντικό», καταλήγει ο διευθυντής ερευνών του ΕΛΚΕΘΕ.
Αυτή τη στιγμή ο ρόλος της πλοιοκτήτριας εταιρείας, που πληρώνει την απορρύπανση, αλλά και του υπουργείου, που μπορεί να ασκήσει πίεση, είναι ο πιο κρίσιμος. Όσο για τους πολίτες, μήπως είναι η ώρα να σχηματίσουμε ομάδες εθελοντών για να βοηθήσουμε στον ταχύτερο καθαρισμό των παραλιών μας;
Σχόλια για αυτό το άρθρο