«Σημασία έχει ν’ αγαπάς»: Η απόλυτη ταινία τρελού ερωτικού πάθους για τελευταία φορά, έρχεται φρεσκαρισμένη στη μεγάλη οθόνη, από σήμερα Πέμπτη στους κινηματογράφους: ΒΟΞ, ΡΙΒΙΕΡΑ, OAΣΙΣ, ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΣ και ΝΑΝΣΥ
Αν δεν μπορείς να πεις «σ’ αγαπώ», απλά ούρλιαξε το, λέει ο ΤΑΖ παρακολουθώντας Αντρέι Ζουλάφσκι. Το σινεμά της ανθρώπινης υπαρξιακής ιλαροτραγωδίας δια χειρός του πιο ιδιοσυγκρασιακού Πολωνού σκηνοθέτη είναι απλά μια εμπειρία που θα χάσεις αν τη χάσεις.
Δεν είναι εύκολο να γράψεις ψύχραιμα και αντικειμενικά για έναν άνθρωπο που δεν τον είδες να κάνει σινεμά. Αλλά τον βίωσες να είναι το σινεμά το ίδιο. Παθιασμένο, ιδρωμένο, «λερωμένο» από ανθρώπινες εκκρίσεις έκπτωτων αγγέλων. Σαν ένας στρόβιλος παθών και συναισθημάτων που σε παρασύρουν ξεγελώντας σε με την επιτηδευμένη υπερβολή τους και τον περίτεχνο, ενίοτε κομιξάδικο σαρκασμό τους. Σε παρασύρουν ζαλίζοντας τις αισθήσεις σου, προκειμένου να απελευθερώσουν το πιο ανόθευτο κομμάτι του μυαλού σου. Σε παρασύρουν μέσα στη φαινομενικά χαοτική (αλλά άψογα οργανωμένη) πολυπλοκότητά τους, για να σε αναγκάσουν να επανεφεύρεις την απλότητα και την καθαρότητα.
Ξεπερνώντας τα όρια
Ο Αντρέι Ζουλάφσκι, χωρίς να έχει στερηθεί διακρίσεις και βραβεία, ήταν ένας από τους πιο παραγνωρισμένους μέγιστους του σύγχρονου σινεμά. Όχι τυχαία, εφόσον οι ταινίες του αρνήθηκαν να ακολουθήσουν οποιαδήποτε φεστιβαλική μόδα και νόρμα που θα του εξασφάλιζε μια προκάτ αναγνώριση για θεωρητική και άψυχη ανάλυση. Δεν χωράει η άψυχη ανάλυση σε έναν κινηματογράφο παλλόμενο από τόσο παθιασμένη ψυχή. Σε έναν κινηματογράφο που ανέτρεψε τις νόρμες του δυσκοίλιου art house, έπαιξε με τα είδη αποδομώντας τη mainstream αντίληψή τους, κυνηγήθηκε, απαγορεύτηκε και λατρεύτηκε με πάθος. Ένα θα τολμήσω να πω, αν και δεν μου αρέσουν οι συγκρίσεις: Ο άνθρωπος είναι ένας μετα-γκονταρικός ήρωας που έκανε τη Nouvelle Vague να φαίνεται παλιομοδίτικη και κουρασμένη. Χωρίς να φοβηθεί την αναμέτρηση με την επιφανειακά συμβατική αφήγηση και τη σταδιακή, απολαυστική καλλιτεχνικά αποδόμησή της, οπτικά και συναισθηματικά. Σαν ένα παιχνίδι ψυχανάλυσης, που για να συγκροτηθείς, καθαρός πια, πρέπει πρώτα να διαλυθείς στα θεμέλια της ύπαρξής σου. Σε μια διαδικασία που εξορίζει κάθε έννοια σοβαροφάνειας αλλά όχι δραματικής σοβαρότητας. Το αντίθετο. Οι ταινίες του είναι γεμάτες ένταση και δράμα στα άκρα. Μόνο και μόνο για να αποκαλυφθεί μέσα από αυτό η ανθρώπινη υπαρξιακή ιλαροτραγωδία.
Με το σινεμά του Αντρέι Ζουλάφσκι έχεις μόνο δύο δρόμους. Ή μάλλον το σινεμά του επιλέγει τους δρόμους σου, όχι εσύ. Το θέμα δεν είναι αν θα το λατρέψεις με «θρησκευτικά» βλάσφημη ευλάβεια ή αν θα το απορρίψεις. Είναι αν εκείνο θα σε δεχτεί στο σύμπαν του ή θα σου δείξει τον δρόμο για την έξοδο επειδή δεν σε αντέχει. Γιατί πραγματικά αδιαφορεί αν εσύ το αντέχεις. Όχι από έπαρση. Αλλά από ευγένεια και συνέπεια στη σύνθεση του σύμπαντός του. Στην ιδιαίτερη τέχνη του. Και στις τόσο ιδιαίτερες σινεφίλ αναφορές του. Κάτι σαν έναν μεταλλαγμένο σε πραγματικό σκηνοθέτη, Ταραντίνο, χωρίς κανένα ενδιαφέρον, όμως, στα λεφτά και τον εύκολο ποπ εντυπωσιασμό. Ο Ζουλάφσκι είναι ένας ποιητής των λέξεων και λεξιπλάστης της εικόνας. Ένας σινεφάγος λογοτέχνης που δεν φοβάται την αναμέτρησή του με το «τερπνό». Πολύ απλά γιατί δεν έχει σκοπό να το μετατρέψει σε cult μαζικής διασκέδασης. Αλλά σε μια προσωπική αυτοπυρπόληση που η φλόγα της τυλίγει όλους τους θεατές. Και πηγάζει από ένα κάρο αναφορές. Θα μπορούσε ο Τζον Γου να συνεργαστεί με τον Μπέργκμαν; Ναι, αν λεγόντουσαν και οι δύο Αντρέι Ζουλάφσκι.
Είναι «δύσκολο» το κινηματογραφικό του έργο; Πολλοί θα πουν ναι. Και δύσκολο και απροσπέλαστο. Μεγάλο ψέμα και άγνοια. Το σινεμά του Ζουλάφσκι δημιουργεί έντεχνα, έξυπνα εμπόδια απέναντι στις αντοχές σου, για να σπάσει την ορθολογική σου στάση απέναντι στη ζωή και να σου ενεργοποιήσει το συναίσθημα. Όταν αυτό επιτευχθεί, είναι απλά σκέτη απόλαυση. Τα όποια «λογικά» κενά της αφήγησής του είναι σαν ένα παζλ που με παιδική χαρά ο σκηνοθέτης σε καλεί να το παίξεις μαζί του και να το συμπληρώσεις. Αν μπεις στο παιχνίδι, η απόλαυση είναι δεδομένη. Γιατί μέσα σε μια φτιαγμένη και δομημένη ιστορία, ο Ζουλάφσκι σου δίνει το δικαίωμα να δημιουργήσεις τη δική σου παράλληλη. Και να οικειοποιηθείς το δικό του έργο σαν ένα προσωπικό σου βίωμα. Σαν τη δική σου μετάφραση ενός ποιήματος, η οποία ακυρώνει τη μεσολάβηση ενός στείρου φιλολόγου.
Ήμουν πολύ μικρός όταν ήρθα για πρώτη φορά αντιμέτωπος με το σύμπαν του, και γι’ αυτό ευγνωμονώ τη μάνα μου. Το αριστούργημά του: «Σημασία έχει ν’ αγαπάς». Ταινία γυρισμένη το 1975, που την είδα πολλά χρόνια αργότερα. Η ομορφότερη Ρόμι Σνάιντερ που είδα ποτέ. Πρώτο πλάνο, η Ρόμι, ξεπεσμένη ηθοποιός, στο πλατό μιας αμφιβόλου ποιότητας ταινίας. Ντυμένη με ένα κομπινεζόν, πάνω σε κάποιον μέσα στα αίματα, να προσπαθεί να του πει «σ’ αγαπώ». Δεν μπορεί να του πει «σ’ αγαπώ». Η σκηνοθέτιδα ουρλιάζει με υστερία, η Ρόμι δεν μπορεί να πει τη φράση. Δεν τη νοιώθει; Δεν θέλει; Από την πόρτα, ένας παπαράτσι αρχίζει και της τραβάει φωτογραφίες. Πάντα πουλάει η εικόνα μιας σταρ σε παρακμή. Η Σνάιντερ βάζει τα κλάματα. Του λέει: «Σας παρακαλώ, μη με φωτογραφίζετε». Ο φωτογράφος, ένας λατρεμένος Φάμπιο Τέστι, την ερωτεύεται με τρελό πάθος. Είναι η αντανάκλαση της ομορφιάς στη φτήνια της ζωής του. Σε όλες σχεδόν τις ταινίες του Ζουλάφσκι υπάρχει αυτή η μεθυστική αντανάκλαση. Όταν έρθει το τέλος, κι αφού έχουν μεσολαβήσει τα άπειρα σύστριγγλα υστερίας κι ένας Κλάους Κίνσκι ένα βήμα πριν το ψυχιατρείο, η Ρόμι Σνάιντερ θα είναι ξανά πάνω από έναν άνδρα μέσα στα αίματα – στην πραγματικότητα όμως αυτή τη φορά. Τον φωτογράφο. Και θα του πει αυτή την απλή φράση που είχε ξεχάσει το νόημά της. «Σ’ αγαπώ». Αλλάζοντας τη ζωή μας για πάντα.
Σχόλια για αυτό το άρθρο