Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Και μαζί πήραν φωτιά και άλλα πράγματα. Από το σανίδι το ίδιο, το συναίσθημα πυρακτωμένο να περιμένει να γλυκαθεί από έναν μπακλαβά, μα πάνω από όλα, πήραν φωτιά και τέλος πια στα στερεότυπα, τα «ευκολάκια» και τις ταμπέλες. Κα Ντενίση, τιμή μου…
Είναι πολύ εύκολο να λοιδορείς την Μιμή Ντενίση ως πρώτο στόχο χανούμισσα στο τάγμα αυτών που ορίζουν τι είναι και τι δεν είναι τέχνη στην Ελλάδα. Πόσα κοχόνες έχεις όμως να παρακολουθήσεις την εξέλιξη; Έχω ρίξει άπειρα γέλια με την «Μπουμπουλίνα». Συγχωρούνται όλα για τα συναισθήματά που ένιωσα με το «Σμύρνη μου Αγαπημένη». Ό,τι κι αν είναι η Μιμή Ντενίση, που προσωπικά δεν την ξέρω, έχω τη γνώση και την πείρα να κρίνω μια τεράστια δουλειά μαζικού θεάτρου, που απευθύνεται στο συναισθηματικό και νοητικό κέντρο εξ’ ίσου του αδαή όσο και του γνώστη θεατή. Μια τεράστια σε όγκο δουλειά, γραμμένη, σκηνοθετημένη, με ιστορικό ψάξιμο και λεπτές ισορροπίες από την ίδια που πρωταγωνιστεί, την ώρα που θα μπορούσε κάλλιστα απλά να έχει ανεβάσει ένα μπουλβαράκι με το ένα τρίτο του κόστους της παράστασης και με τριπλάσια κέρδη. Μήπως είναι καιρός να ξεφύγουμε από τα στερεότυπα με τα οποία κρίνουμε τους ανθρώπους, τα λάθη τους και τα πάθη τους; Γιατί το «Σμύρνη μου Αγαπημένη» είναι προϊόν πάθους δουλεμένο στην εντέλεια.
Το θέμα εδώ δεν είναι η υποκριτική δεινότητα ή αδυναμία της Ντενίση κι ας ξεμπερδεύουμε και με αυτό το παραμυθάκι λίγο γιατί οι μισές από αυτές που μας έμαθαν να αποκαλούμε «θέες» πόζαραν στην ουσία και δεν έπαιζαν. Αν μη τι άλλο η Μιμή ποτέ της δεν διεκδίκησε το χαρακτηρισμό της «θεάς». Της «γκραν ντάμας» ναι και δικαίως, γιατί είναι. Και δεν είναι μόνο επειδή ως κομψότατη πάντα θα αλλάζει δέκα κοστούμια στη σκηνή και πολύ καλά θα κάνει αφού κι αυτή το ευχαριστιέται κι εμείς. Είναι «γκραν ντάμα» γιατί δουλεύει σαν σκυλί κυριολεκτικά. Αυτό δε σημαίνει ότι δικαιολογούνται τα λάθη της ή τα γκροτέσκο ενίοτε αποτέλεσματα δουλειών της. Αλλά αν προσέξεις τη θεατρική της πορεία, θα δεις ότι ακόμα και σε αυτά που έχουμε (έχω) κράξει, όπως π.χ. η ανεκδιήγητη «Άννα Καρένινα», υπάρχει ένας σχεδόν παιδικά αθώος ενθουσιασμός και δουλειά από πίσω, στο στήσιμο της, στην υποστήριξη της όσο κι αν τελικά το τρένο την καταπλάκωσε.
Εκεί όμως ακριβώς βρίσκεται το χαρακτηριστικό του γεννημένου νικητή. Όποιο τρένο κι αν πλάκωσε την Ντενίση, εκείνη εισπρακτικά πάλι είχε δημιουργήσει έναν θρίαμβο και αν μη τι άλλο, μια άρτια τεχνικά παράσταση. Γιατί ναι, μπορεί η Ντενίση να απέχει πολύ από το να είναι μία από τις καλύτερες ηθοποιούς της γενιάς της, είναι όμως σίγουρα μια από τις πιο αποδεδειγμένα άξιες ” θεατρίνες” της γενιάς της. Το πονάει το σανίδι, το ζει, το φοράει όπως φοράει τα πάντα υπέροχα ρούχα της. Και αυτό επί δύο γιατί νομίζω πως είναι γνώστρια των υποκριτικών της αδυναμιών αλλά παρ’ όλα αυτά, αυτό ερωτεύτηκε, αυτό κάνει. Κι όταν κάνεις κάτι φίλε με αφετηρία τον έρωτα, όλα τα άλλα συγχωρούνται. Ειδικά όταν αυτό το κάτι, παίρνει τη μορφή του «Σμύρνη μου Αγαπημένη». Και ειδικά εκεί που κάποιοι «καλοί» άνθρωποι, προστάτες του τι είναι και τι δεν είναι σωστό στα ελληνικά γράμματα και την τέχνη, περιμένουν, ειδικά μετά από μια μακροχρόνια απουσία, το Βατερλό σου, εσύ τους πετάς στα μούτρα τον πολυέλαιο όπως στην εντυπωσιακή σκηνή από το Φάντασμα της Όπερας..
Το χειρότερο είναι ότι τους τον πετάς μέσα στο συναίσθημα, όχι δηλαδή μόνο σαν ειδικό οπτικό εφέ αλλά και σαν συναισθηματικό παρανάλωμα. Γιατί η «Σμύρνη μου Αγαπημένη» στο κάνει το συναίσθημα τσαλάκα σκέτη αλλά τσαλάκα λαμπερή από την πάστρα της. Θα ξεπεράσω στα γρήγορα το αυτονόητο, ότι δηλαδή αυτή τη στιγμή, η «Σμύρνη» τεχνικά είναι ότι πιο άρτιο παίζεται σε θέατρο της χώρας. Και το τεχνικά μπερδεύεται με το καλλιτεχνικά. Γιατί πως να ξεχωρίσεις την τεχνική αρτιότητα των 3D προβολών με την καλλιτεχνική τους λειτουργικότητα στο ζωντάνεμα όχι σκηνών απλά, αλλά συναισθημάτων. Ένα φορτηγό κόσμου έχει δουλέψει για αυτή την παράσταση σε όλα τα επίπεδα, κι ένα φορτηγό απόλαυσης σου προσφέρει. Η αλήθεια είναι πως η Ντενίση με το φορτηγό το παράκανε λίγο αυτή τη φορά, όσον αφορά κυρίως τη διάρκεια. 45 λεπτά στο νερό θα μπορούσανε να λείπουνε και το αντιλαμβάνεσαι όταν σκηνές μοιάζουν σαν διάλογοι με επαναλήψεις προηγούμενων σκηνών με μόνη διαφορά το πέρασμα του χρόνου.
Αλλά είπαμε, εδώ η Ντενίση παρασύρεται σαν παιδί κι άντε του παιδιού να του κόψεις τον ενθουσιασμό. Ειδικά του διαβασμένου παιδιού γιατί η Μιμή Ντενίση έχει κάνει τεράστια ιστορική και λαογραφική έρευνα. Στο ιστορικό κυρίως θέλω να παραμείνω λίγο περισσότερο, γιατί κρατά προσεχτικές ισορροπίες. Δεν κρίνει αλλά παρατηρεί και συλλογίζεται. Αρνείται και καλά κάνει, αρνείται φωναχτά, τη θεωρία του συνωστσιμού της Σμυρνης, αρνείται όμως και τη γενίκευση του Τούρκου μακελάρη φονιά. Και πάνω από όλα, δεν μπαίνει ποτέ στη θέση του κριτή. Είναι συνεπέστατη στο ρόλο της, αυτόν μιας μεγαλοαστής κυρίας, με όση αφέλεια αλλά και χαρά ζωής μπορεί αυτό να έχει. Ο χαρακτήρας της συνειδητά δεν κατανοεί ταξικές διαφορές και γεωπολιτικά παιχνίδια,. Κατανοεί ευωδιές, και συνταγές για μπακλαβά. Με μια όμως περίεργη τσαχπινιά στο πίσω μέρος του μυαλού της. Μια θεατρινίστικη τσαχπινιά λες και όλη η Ιστορία με «Ι» κεφαλαίο είναι τελικά απλά και μόνο ένα θέατρο.Πατώντας πάνω σε αυτό το εύρημα καταφέρνει και δίνει μία από τις καλύτερες ερμηνείες της γιατί αυτή τη φορά αποδέχεται την αποστασιοποίηση σαν χαρακτηριστικό του διπλού της ρόλου, αυτού της απλοϊκής πρωταγνίστριας αλλά και του γνώστη αφηγητή.
Το αποτέλεσμα είναι ατόφια θεατρική απόλαυση με το τελευταίο μισάωρο να παίρνει κυριολεκτικά και μεταφορικά φωτιά. Τον προβληματισμό να έρχεται όχι ως προϊόν διαννοουμενίστικου εκβιασμού αλλά με φυσικό τρόπο, μέσα από το θεατρικό δρώμενο. Το δάκρυ να κυλάει σαν μια ανάμνηση που ενώ ποτέ σου δεν είχες, μετά την παράσταση νοιώθεις πως συμμετείχες σε αυτήν. Και το ανθρώπινο δράμα, αντιφατικό και πολύπλοκο αλλά ταυτόχρονα απλό, να αρχίζει και να τελειώνει, ή μάλλον να ξαναρχίζει, με μια ξεχασμένη συνταγή μπακλαβά. Από εκείνα τα χρόνια που οι άνθρωποι έφτιαχναν γλυκά για να έρθουν κοντά,να γλυκάνουν τον πόνο τους και να μοιραστούν τις ιστορίες, τα όνειρα, τις λύπες και τις χαρές τους . Ή να αφηγηθούν παραμύθια για μια χώρα μαγική και μαγεμένη μέσα στο φως που μετά έγινε φωτιά και αίμα, αλλά το φως της, αυτό είναι που θα κουβαλάει πάντα σαν μυστικό η συνταγή αυτού του μπακλαβά., Πράγμα το οποίο με οδηγεί στο να πω ότι δεν ξέρω πόσο καλή είναι η Μιμή Ντενίση σαν ηθοποιός, συγγραφέας, σκηνοθέτης, πρέπει όμως σίγουρα να είναι μια άριστη μαγείρισσα. Με περίσσια σεβαστικότητα για τους συνδαιτημόνες της, πάνω και κάτω από τη σκηνή του τραπεζιού.
Aκολουθήστε τον ΤΑΖ στο www.facebook.com/tazthebuzz
Σχόλια για αυτό το άρθρο