Στα ίχνη του σινεμά που τιμά τις ρίζες του, ο βραβευμένος με Όσκαρ για το The Artist, Michel Hazanavicius τολμά να κάνει μια ταινία για το ιερό τέρας της νουβέλ βαγκ, βασισμένος στο βιβλίο της πρώην γυναίκας του Anne Wiazemsky. Επικεντρωμένο στην ερωτική ιστορία που άναψε και έσβησε με φόντο τα σκαμπανεβάσματα του έργου και της σκέψης του δημιουργού, αλλά και τον Μάη του ‘68, το Γκοντάρ, aγάπη μου είναι μία ποπ, ευθύβολη και διασκεδαστική ρομαντική κομεντί γεμάτη κινηματογραφικές αναφορές στο γκονταρικό σύμπαν.
Τον εμβληματικό, δύστροπο και ρηξικέλευθο auteur ενσαρκώνει ευλαβικά, χωρίς καθόλου περιστροφές και με κωμική σπίθα, ο εκπληκτικός Louis Garrel (The Dreamers), καθώς ερωτεύεται, ταλανίζεται, αναθεωρεί και γυρίζει την πλάτη του στις δύο μεγάλες αγάπες της ζωής του, το σινεμά και τη γυναίκα του. Η γοητευτική Stacy Martin (Nymphomaniac) υποδύεται ιδανικά την Anne Wiazemsky που θαμπώνεται, ερωτεύεται και παρόλα αυτά καταφέρνει να ωριμάσει μακριά από τη σκιά ενός θρύλου.
Σύνοψη
Παρίσι 1967. Ο Jean-Luc Godard (Louis Garrel), ο πιο διάσημος κινηματογραφιστής της γενιάς του γυρίζει το La Chinoise με τη γυναίκα που αγαπά, την 20 χρόνια μικρότερη του Anne Wiazemsky (Stacy Martin). Ευτυχισμένοι και ερωτευμένοι καθώς είναι, παντρεύονται. Αλλά οι κακές κριτικές που παίρνει η ταινία οδηγούν τον δημιουργό στην ενδοσκόπηση. Ο Μάης του ΄68 θα εντείνει τη διεργασία και η κρίση που περνάει ο Jean-Luc θα τον αλλάξει σε βάθος. Από διάσημος σκηνοθέτης θα μετατραπεί σε μαοϊστή περιθωριακό καλλιτέχνη, εξίσου παρεξηγημένο όσο και ακατανόητο.
7 Ιουνίου στους κινηματογράφους από τη Feelgood
Συνέντευξη του Michel Hazanavicius
Πώς βρήκατε το βιβλίο της Anne Wiazemsky «Un an après»;
Εντελώς τυχαία. Έπρεπε να πάρω το τραίνο και είχα ξεχάσει το βιβλίο που διάβαζα τότε. Έψαξα στον σταθμό και βρήκα το βιβλίο. Αμέσως είδα και την ταινία. Η Anne Wiazemsky έγραψε δύο βιβλία για την ερωτική ιστορία με τον Jean-Luc Godard. Το Une Année Studieuse μιλάει για την αρχή της σχέσης, τον τρόπο που αυτός ο γοητευτικός και αμήχανος τύπος κάνει τα πρώτα του βήματα σε αυτή την σπουδαία οικογένεια – η Anne ήταν εγγονή του Francois Mauriac- μέχρι την προβολή του La Chinoise στο φεστιβάλ της Αβινιόν το 1967. Το Un an après μιλάει για τον Μάη του 1968, την κρίση που πέρασε ο Godard, τη ριζοσπαστικοποίηση, τη διάλυση τους γάμου τους, μέχρι τον χωρισμό. Με άγγιξε η ιστορία. Τη βρήκα πρωτότυπη, συγκινητική, ερωτική και όμορφη.
Η ταινία έχει μερικά στοιχεία από το Une Année Studieuse, αλλά προέρχεται κυρίως από το Un an après. Όταν τηλεφώνησα στην Anne, με ενημέρωσε ότι είχε ήδη απορρίψει προτάσεις μεταφοράς του βιβλίου στο σινεμά. Δεν ήθελε το βιβλίο της να γίνει ταινία. Θυμάμαι ότι πριν κλείσουμε, της είπα ότι ήταν κρίμα, κυρίως γιατί βρήκα το βιβλίο αστείο. Αντέδρασε αμέσως και είπε ότι κι εκείνη το έβρισκε αστείο, αλλά κανείς άλλος δεν της το είχε πει. Έτσι ξεκίνησαν όλα.
Με μία πρώτη ματιά, είναι αιφνιδιαστικό που αφιερώνετε μία ταινία στον Jean-Luc Godard.
Μπορώ να το φανταστώ, αλλά δεν μου φαίνεται τόσο απρόσμενη αυτή η ταινία. Φυσικά, ο Godard είναι σύνθετο ζήτημα. Αλλά ένα από τα πράματα που με ενδιέφεραν και με βοήθησαν να πιστέψω ότι η ταινία ήταν πιθανή, ήταν ότι ο Godard, ενώ είναι σπουδαίος καλλιτέχνης με τη φήμη του δύσκολου, μιλάω και για τις ταινίες του και για τον ίδιο, παρ’ όλα αυτά μπορεί να θεωρηθεί ένα ποπ σύμβολο. Είναι μία από τις κεντρικές φιγούρες της δεκαετίας του ’60, όπως και ο Andy Warhol, ο Muhammad Ali, ο Elvis και ο John Lennon. Ανήκει στο φαντασιακό. Μέσα από αυτόν μπορούμε να προσεγγίσουμε θέματα κοινά σε όλους. Την αγάπη, τη δημιουργία, την πολιτική, την περηφάνια, τη ζήλεια κτλ. Ποτέ δεν ήταν αδιάφορος, δεν προσπάθησε ποτέ να κάνει τον καλό. Αυτό τον κάνει έναν σύνθετο και ανθρώπινο χαρακτήρα, που επιτρέπει αφηγηματική ελευθερία. Δεν είμαι καταδικασμένος να τον εγκωμιάσω, από τη στιγμή που ούτε ο ίδιος δεν θέλει τέτοια αντιμετώπιση. Κυρίως όμως, ξεχνάμε ότι οι ταινίες του, όπως και ο ίδιος, μπορούν να είναι πολύ αστείες. Ήξερε πώς να γοητεύει και να είναι πνευματώδης.
Εκτός από την αρχή και το τέλος της ταινίας, δεν δείχνετε τον Godard να κάνει γύρισμα. Γιατί;
Αρχικά γιατί δεν είναι η μια ταινία για τον Godard, αλλά μια ερωτική ιστορία. Το θέμα δεν ήταν να κάνω μία μελέτη του Godard, ούτε μία βιογραφία. Επίσης, ο σκηνοθέτης δεν είναι ερμηνευτής. Δεν υπάρχει μια στιγμή που όλα κλιμακώνονται. Η δουλειά του σκηνοθέτη είναι αργή και σκληρή…
Στην πρώτη σκηνή, στο γύρισμα του La Chinoise, μπορώ να πείσω το κοινό να αποδεχτεί ότι ο Louis Garrel είναι ο Godard. Αυτό είναι όλο. Δεν ζητάω κάτι άλλο. Από αυτή την άποψη, η ταινία ξεκινάει σαν το The Artist: βάζω κατευθείαν τους κανόνες του παιχνιδιού. Πρώτα, η εικόνα του Godard και η αφήγηση της Wiazemsky. Μετά η εικόνα της Anne με την αφήγηση του Godard. Και σε τρίτο χρόνο, στο εστιατόριο, ξαναβρίσκονται, όπως ξαναβρίσκουν τα σώματα τους τις φωνές τους. Μετά από τρία ή τέσσερα λεπτά της ταινίας, το κοινό ξέρει ότι βλέπει μια ερωτική ιστορία, με αληθινούς χαρακτήρες, αλλά με μία πιο ελεύθερη μορφή από μία κλασική ταινία.
Τι είδους σχέση έχετε με το σινεμά του Godard;
Όταν ήμουν μικρός, μου άρεσε το Breathless, η απίστευτη ενέργεια του, οι μυθικές του ατάκες, η καταπληκτική παρουσία του Belmondo… Μετά, αγάπησα τις ταινίες της περιόδου με την Anna Karina. Τόση γοητεία! Από την άλλη, με τον Godard δεν είναι η μία ταινία ή η άλλη που έχει σημασία. Καμία δεν είναι τέλεια, σε αντίθεση με κάτι που θα λέγαμε για τον Billy Wilder, τον Ernst Lubitsch ή τον Stanley Kubrick. Αντιθέτως, είναι η πορεία του που κάποιος πρέπει να ακολουθήσει. Και η τροχιά του είναι μοναδική, διαρκώς εξελισσόμενη και υπό επαναπροσδιορισμό.
Ο Godard είχε μια γοητευτική πρώτη δεκαετία, τη δεκαετία του ’60. Φυσικά, είδα ξανά και ξανά όλες τις ταινίες του εκείνης της περιόδου. Αποπνέουν ελευθερία και παραμένουν απόλυτα και απολαυστικά τολμηρές και μοντέρνες. Μου έκανε εντύπωση ένα πράγμα καθώς τις έβλεπα ξανά και ξανά: ενώ απαρνείται τον ρεαλισμό που βρίσκει κανείς στον Truffaut, τον Chabrol και τους άλλους, οι ταινίες του αφήνουν σήμερα μία εντύπωση αξεπέραστης αλήθειας. Όσο για τις ταινίες της δεκαετίας του ’70, ενώ καταλαβαίνω τη διανοητική προσέγγιση, πρέπει να παραδεχτώ ότι με δυσκολεύουν να τις παρακολουθήσω. Τις βλέπω πιο πολύ σαν βότσαλα τοποθετημένα σε μία διαδρομή.
Μπορούμε να πούμε ότι ο Godard γύρισε την πλάτη σε ένα συγκεκριμένο είδος σινεμά εκείνη την περίοδο. Ως θεατή αυτό είναι πρόβλημα για μένα, αλλά ως σκηνοθέτης νιώθω σεβασμό για την επιλογή του και για την ακεραιότητα του. Πρέπει επίσης να θυμάστε ότι η Γαλλία εκείνη την περίοδο ήταν τόσο απολιθωμένη τότε που οποιαδήποτε αντίδραση, ακόμα και η πιο παράξενη, ήταν κατανοητή.
Στα μάτια μου, υπάρχει μία σφαίρα στην οποία ο Godard είναι σχετικός σήμερα και αυτή είναι η εικόνα. Όταν φεύγει μακριά της, τότε πιστεύω είναι λιγότερο καλός. Δεν θεωρώ για παράδειγμα ότι έχει σπουδαία πολιτική σκέψη.
Από τη μια είναι ο κινηματογραφιστής, από την άλλη ο άνθρωπος. Και οι δυο είναι τόσο μπλεγμένοι που ο Godard έχει συχνά μετανιώσει που οι δυο αυτοί κόσμοι συγχέονται στη συνείδηση του κοινού.
Ναι, αυτό είναι κάτι που με ενδιέφερε πολύ. Ο Godard δεν είναι ένας καλός άνθρωπος. Δεν προσπάθησε καν να είναι. Πώς σκηνοθετείς μία ταινία με έναν καταστροφικό και παράδοξο χαρακτήρα; Θα μπορούσα να έχω λειάνει τις λακκούβες και να παρουσίαζα μία εντελώς θετική φιγούρα, να του έφτιαχνα έναν ανδριάντα, αλλά αυτό θα ήταν προδοσία. Στο ταξίδι του, κυρίως εκείνη την περίοδο, ο Godard μπορούσε να γίνει σκληρός, ασυμβίβαστος και αυτό έπρεπε να φανεί… Έτσι, δεν είχα επιθυμία να ασκήσω κριτική. Ακόμα και στον μαοϊσμό του. Γι’ αυτό, από την αρχή, θυμάμαι να σκέφτομαι να του δώσω τον τελευταίο λόγο. Αυτό έκανα. Ήταν μία από τις προκλήσεις της ταινίας, να βρω την ισορροπία ανάμεσα στην καταστροφική πτυχή του χαρακτήρα του και την ενσυναίσθηση που ήθελα να έχουμε απέναντι του. Ανάμεσα στην ερωτική ιστορία και την κωμωδία. Ανάμεσα στη φόρμα και τον σεβασμό για τους χαρακτήρες, ανάμεσα στα θέματα που μοιάζουν αρχικά εκλεπτυσμένα και την επιθυμία να κάνω μία δημοφιλή ταινία.
Πότε προέκυψαν αυτά τα θέματα; Στο γύρισμα ή στο σενάριο;
Στο σενάριο. Μετά από λίγο, αποφάσισα να βάλω τον Godard στην άκρη. Πήρα απόσταση από το βιβλίο, αλλά και τις βιογραφίες και τα ντοκιμαντέρ. Έπρεπε να επινοήσω ξανά τον Godard, αντλώντας έμπνευση από την αλήθεια, αλλά να βρω τον δικό μου Godard, αυτόν της ταινίας. Μία δημιουργία. Και αυτή η δημιουργία έπρεπε να υπηρετήσει μία ευρύτερη ιστορία. Δεν είναι ο χαρακτήρας του Godard αλλά η ερωτική ιστορία που δίνει διάσταση στην ταινία. Αυτό χτίζει την ταινία. Αυτό μας κάνει να νιώθουμε κοντά του.
Η ταινία άρχισε να διαμορφώνεται όταν σταμάτησα να σκέφτομαι όπως ο Godard και έγινε για μένα ο Jean-Luc. Ένας χαρακτήρας όπως κανένας άλλος. Ξέρω ότι μοιάζει βλάσφημο σε κάποιους, αλλά έτσι έγινε.
Η ενσυναίσθηση που αναφέρετε έχει να κάνει με την επιλογή του Louis Garrel στον ρόλο του Godard;
Φυσικά. Πρωτίστως χάρη στην ποιότητα του υποκριτικά. Μπόρεσε να δώσει πολλές αποχρώσεις και να κάνει τον χαρακτήρα ανθρώπινο. Αλλά σε ένα πιο βαθύ επίπεδο, έχει κάτι πάνω του που τον κάνει πειστικό σε έναν τέτοιο κόσμο, με αυτά τα θέματα και αυτή τη γλώσσα. Είναι ελίτ, αιχμηρός και έχει κωμική διάσταση που ταιριάζει με το σινεμά που θέλω να κάνω. Είναι πολύ ταλαντούχος και εργατικός. Κάποιος που σου αρέσει να αγαπάς.
Δεν βλέπετε τον Godard με τον ίδιο τρόπο εσείς και ο Louis Garrel. Η ταινία είναι ανάμεσα στις δύο διαφορετικές απόψεις;
Μοιράσαμε τη δουλειά, κατά κάποιο τρόπο. Ο Louis ήθελε να αποπλανήσει τους θεατές που αγαπάνε τον Godard και εγώ εκείνους που δεν τον θαυμάζουν ιδιαίτερα. Ο Louis εγγυήθηκε μεγάλο σεβασμό για τον πραγματικό Jean-Luc Godard, ενώ εγώ άλλαξα λίγο τις καταστάσεις για να βελτιώσω τον επινοημένο χαρακτήρα. Για να το θέσω υπερβολικά, θα έλεγα ότι εκείνος ήταν ευλαβικός κι εγώ ασεβής. Όσο μονοπώλησα τον Godard, άλλο τόσο τον μονοπώλησε και ο Louis. Και ο Godard έγινε δικός μας. Το τελικό αποτέλεσμα είναι μία μείξη ανάμεσα στον αληθινό Godard, την άποψη της Anne Wiazemsky για εκείνον, την ενσάρκωση του Louis και τη δική μου θέση.
Πριν επιλέξω τον Louis, ήξερα ότι μιμούνταν καλά τον Godard, αλλά αυτός δεν ήταν ο λόγος. Δεν έψαχνα κάτι τέτοιο. Από τη μεριά του, ήταν έτοιμος να αφήσει τη μίμηση και να αποπειραθεί να βρει έναν Godard πιο κοντά του. Αλλά ο ρόλος ήταν γραμμένος με φράσεις του Godard και στις αναγνώσεις, μόλις ο Louis τον μιμούνταν, το πράγμα γινόταν ξεκαρδιστικό αμέσως. Στην αρχή αντισταθήκαμε, αλλά πολύ σύντομα ήταν προφανές. Μετά, ήρθε η ιδέα να το κρατήσουμε στο ελάχιστο, να αφήσουμε το κοινό να πιστέψει στον χαρακτήρα, αλλά χωρίς να κάνουμε ένα τέλειο αντίγραφο σε κάθε σκηνή. Αντιθέτως, έπρεπε να δώσουμε στον ηθοποιό τη μέγιστη ελευθερία να ερμηνεύσει την κάθε κατάσταση.
Πώς επιλέξατε τη Stacy Martin για τον ρόλο της Anne;
Την είχα δει σε ένα άλλο γύρισμα και τη θυμήθηκα. Μοιάζει με νέα γυναίκα της δεκαετίας του ’60. Γεννήθηκε στο Παρίσι, αλλά ζει στο Λονδίνο και πέρασε την παιδική της ηλικία στο εξωτερικό, έχει μια ελαφριά προφορά και κάτι διαχρονικό, όταν μιλάει.
Είναι καταπληκτική. Στο πρώτο μέρος, κυρίως ακούει και παρατηρεί. Έχει μία τραγική ομορφιά στο πρόσωπο της, κάτι απόμακρο που επιτρέπει στον θεατή να φαντάζεται ιστορίες. Έχει το πρόσωπο μια σιωπηλής ηθοποιού, κάπως σαν την Garbo. Ήθελα το κοινό να την ερωτευτεί από την αρχή. Τη χειρίστηκα σαν ποπ αντικείμενο. Μέσα από εκείνη η ταινία ανοίγεται στη ζωή, τον αισθησιασμό και τον έρωτα. Ο χαρακτήρας της λέει την ιστορία και είναι επειδή εκείνη αγαπάει τον Godard παρά τα ελαττώματα του, που τον δεχόμαστε κι εμείς.
Μία από τις αρχές της ταινίας είναι ότι λειτουργεί σαν ποτ πουρί. Πολλές σκηνές εξετάζουν εκ νέου στιγμές από το σινεμά του Godard.
Πιο πολύ μείξη παρά επανεξέταση, προτιμώ να μιλώ για παραλλαγές παρά για εκτροπές. Δεν είναι παιχνίδι γνώσεων για κινηματογραφόφιλους. Είναι ένας τρόπος να μιλήσουμε για τον Godard και τα μοτίβα του. Σε αυτό το σημείο η ταινία είναι φόρος τιμής. Παίζει με τη γλώσσα του σινεμά εκείνης της εποχής.
Περιμένετε κάποια αντίδραση από τον Jean-Luc Godard;
Πριν το γύρισμα, του έστειλα ένα γράμμα. Καμία απάντηση. Μετά έκανε γνωστό ότι ήθελε να δει το σενάριο. Του το έστειλα. Καμία απάντηση. Πρότεινα να δει την ταινία. Έβαλε κάποιον να μου απαντήσει ότι δεν ήθελε να τη δει. Λαμβάνοντας υπόψη όλα αυτά, δεν αποκλείεται να εμφανιστεί με κάποιο σύνθημα, στα οποία μάλιστα είναι άσος. Λέξεις που θα με κάνουν να ντραπώ και θα κάνει και τους αγαπημένους μου ανθρώπους να ντραπούν για μένα. Θα δούμε. Την ίδια στιγμή, είμαι χαρούμενος για αυτή την ταινία και αν έπρεπε να διαλέξω, προτιμώ που έχω κάνει μία ταινία για τον Godard, από το να έκανε μία ταινία ο Godard για μένα.
Συνέντευξη του Louis Garrel
Είναι γνωστό ότι θαυμάζετε το σινεμά του Godard. Πώς νιώσατε όταν σας έγινε η πρόταση να τον υποδυθείτε στη μεγάλη οθόνη;
Η απόφαση δεν ήταν εύκολη. Για κάθε ηθοποιό, ο ρόλος του Godard μπορεί να είναι τρομαχτικός. Ο Godard έχει παίξει και συνεχίζει να παίζει κεντρικό ρόλο στη δουλειά μου. Η πρώτη μου αντίδραση ήταν ότι, αφού είμαι θαυμαστής του, δεν μπορώ να τον παίξω. Μετά μιλήσαμε με τον Michel και μου εξήγησε ότι δεν ήταν μια ταινία για τον Godard. Μου είπε για το βιβλίο, που θα ήταν το επίκεντρο. Η ταινία είναι λιγότερο βιογραφική κα περισσότερο η ιστορία ενός δημιουργού που βρίσκεται σε μία συγκεκριμένη ιστορική στιγμή. Η περίοδος είναι μικρή και έντονη. Είναι επίσης μία ιστορία αγάπης. Οπότε άρχισα να το βλέπω πιο καθαρά. Όταν διάβασα το σενάριο, κόλλησα από την πρώτη σελίδα. Ο Godard απομακρύνεται από το σινεμά, κόβει την επαφή με τον κύκλο του, πέφτει με τα μούτρα στον ακτιβισμό. Και την ίδια στιγμή, η σχέση του με την Anne διαλύεται.
Η κωμωδία και η πολιτική δεν είναι αντικρουόμενες;
Μπορεί. Αλλά δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τον Godard από την όρεξη για το παράδοξο και την πρόκληση, για την αποδόμηση και, ναι, για το κωμικό. Η πρόκληση είναι ουσιαστικό κομμάτι της ζωής του και του έργου του. Ο Godard δεν μπορεί να εμπλακεί σε κάτι χωρίς να το διαλύσει και το ανασκευάσει. Το ανικανοποίητο και η συνεχής κίνηση τον έχουν κάνει τον εφευρέτη του μοντερνισμού. Είναι ο Picasso του σινεμά.
Η ταινία είναι πάνω από όλα μια ιστορία αγάπης. Πώς ήταν η συνεργασία με τη Stacy Martin;
Δεν ξέρω πώς το έκανε αυτό, αλλά σε κάθε σκηνή επέβαλε μία επιτακτική τρυφερότητα που την έκανε να αγαπήσει τον χαρακτήρα που υποδύομαι. Ενσαρκώνει μία πολύ έξυπνη γυναίκα, μία ερωμένη και φίλη. Με πολλή χάρη και ομορφιά.
Μελετήσατε ντοκουμέντα για την προετοιμασία σας; Ταινίες; Τηλεοπτικές συνεντεύξεις του Godard;
Συνέχεια. Το έκανα πάντα, ακόμα κι όταν δεν τον υποδυόμουν. Βάζει όρια στις συνεντεύξεις. Η προφανής αυστηρότητα του είναι ένα σημάδι βαθιάς και διαρκούς ανάγκης για τον άλλον. Θέλει να χωρίσει. Αλλά όχι να διαρρήξει. Έχει ανάγκη να προσδιορίσει τον εαυτό του σε σχέση με τον άλλον. Να γκρεμίσει, να κόψει και να ράψει όλες τις σχέσεις. Μας λέει ότι όταν ήταν πρόσκοπος το παρατσούκλι του ήταν το σπουργίτι που τσακώνεται. Είναι κάποιος που θέλε να διαφωνεί, να συζητά, να έρχεται σε αντιπαράθεση…
Είστε γνωστός ότι τον μιμείστε τέλεια, ανάμεσα σε πολλούς άλλους. Αυτή ήταν η αφετηρία για να φτιάξετε το πορτρέτο του;
Και ναι και όχι. Ο Michel κι εγώ αναρωτηθήκαμε ποιον Godard θα δείχναμε. Γιατί υπάρχουν πολλοί. Τον ξέρουμε κυρίως από τη δημόσια εικόνα του. Το ρίσκο ήταν να κάνουμε αναπαραγωγή αυτής της εικόνας στις πιο προσωπικές του στιγμές, πράγμα αταίριαστο. Τον ξέρουμε και ως ηθοποιό στις πρώτες του ταινίες. Αυτά τα στοιχεία τα θέλαμε. Αλλά δεν ήταν τα μόνα.
Πώς προετοιμαστήκατε εμφανισιακά;
Αν ήθελα περούκα; Οτιδήποτε φτιαχτό δεν μας έκανε… αλλά δεν ήξερα ακριβώς τι έπρεπε να γίνει. Ο Michel με έπεισε στο τέλος, όταν μου έδειξε ένα σκίτσο του πώς τον βλέπει. Με τα γυαλιά, τον θύσανο κτλ. Από τότε όλα ξεκαθάρισαν. Έλεγα στον Michel ότι δεν θέλω να πληγώσω αυτούς που τον αγάπησαν. Μου απαντούσε ότι δεν θέλει να τρομάξει αυτούς που τον μισούν. Η ταινία ισορροπεί ανάμεσα σε δύο επιθυμίες και δύο φόβους. Ο Michel απευθύνεται σε ευρύ κοινό. Εγώ βλέπω τα πράγματα διαφορετικά. Είμαι πολύ χαρούμενος που οι δύο διαφορετικές προσεγγίσεις συναντήθηκαν.
Ποια είναι η εικόνα του Godard όπως προκύπτει από την ταινία;
Η εικόνα ενός άντρα που ήθελε, σε μία κρίσιμη πολιτική στιγμή να κάνει το σινεμά μία τέχνη που σε κάνει να σκέφτεσαι. Η ματιά του Michel για την εποχή δεν είναι νοσταλγική, ούτε τον συντρίβει η μορφή του Godard. Έχει μια ματιά με περιέργεια και τρυφερότητα. Κάπως έτσι θα ήθελα το κοινό να δει την ταινία.
Συνέντευξη της Stacy Martin
Συναντηθήκατε με την Anne Wiazemsky;
Όχι ακόμα! Αλλά πρέπει να τη γνωρίσω τώρα. Ειδικά τώρα που ξέρω ότι είδε την ταινία και της άρεσε. Είχα τους δισταγμούς μου πριν το γύρισμα, αναρωτιόμουν αν έπρεπε να τη γνωρίσω ή όχι. Αλλά με συνεπήρε το βιβλίο της και η μεταφορά του Michel και ήθελα να ανακαλύψω πράγματα μόνη μου. Επίσης, θαυμάζω το έργο της και φοβόμουν λίγο να τη συναντήσω! (γελάει). Κατά βάθος ανησυχούσα μήπως με επηρέαζε πολύ αυτό το σημείο αναφοράς και ότι θα έχανα τη δημιουργική περιέργεια. Υπήρχε πολλή πληροφορία στο βιβλίο και στο σενάριο. Ήθελα να βρω κάτι άλλο, κάτι δικό μου. Ειδικά από τη στιγμή που δεν έχει πολύ διάλογο. Αυτό είναι το ρίσκο που πήρα με τον Michel και πολύ γρήγορα μετά από μία εβδομάδα ή δύο γυρισμάτων, ξέραμε ότι λειτουργούσε…
Τώρα που την υποδυθήκατε, πώς την περιγράφετε;
(Γελάει) Η Anne για μένα είναι μία πολύ νεαρή μάρτυρας ενός απίθανου κόσμου, ενός καθοριστικού κεφαλαίου στο γαλλικό σινεμά. Την ίδια στιγμή μεταμορφωνόταν σε γυναίκα, αμφιβάλλοντας για τον έρωτα της ζωής της και τη δουλειά της, τις καλλιτεχνικές τις επιδιώξεις, τη ζωή που ήθελε να ζήσει…
Τι σας συγκίνησε περισσότερα πάνω της;
Ο τρόπος που κοιτάει την ιστορία τους και όλα όσα έγιναν. Δεν είναι εύκολο να γράψεις για μια σχέση που ήταν καμιά φορά δύσκολη. Είναι πάντα τρυφερή σε ό,τι αφορά τον Godard. Ακόμα και όταν μιλάει αρνητικά. Αυτό με συγκινεί πολύ και μου αποδεικνύει την αγάπη που έτρεφαν ο ένας για τον άλλον. Είναι δύσκολο καμία φορά να κοιτάξεις με τρυφερότητα κάποιον που έχεις αγαπήσει, που έχει αλλάξει πολύ και έχει γίνει κάποιος άλλος. Η γραφή της δείχνει έναν συνδυασμό ευγένειας, οικειότητας και καθαρότητας που κατάφερε ο Michel να αναπαραστήσει υπέροχα, μέσα από την καθοδήγηση του καστ, αλλά και την αφηγηματική του ικανότητα. Είμαστε πραγματικά μαζί με αυτό το ζευγάρι, μέσα στην ιστορία τους. Είναι αστείο στην αρχή και μετά γίνεται πιο συγκινητικό καθώς περνάει ο καιρός πριν γίνει μελαγχολικό. Είναι η ιστορία για το τέλος μιας ερωτικής σχέσης. Αυτό που συγκινεί ιδιαίτερα είναι η εξέλιξη της Anne. Από τη συνάντηση της με τον Godard και αναμφισβήτητα χάρη σε αυτόν, άλλαξε, μεγάλωσε, σπούδασε και ανακάλυψε περισσότερα για τον εαυτό της. Η ιστορία διαδραματίζεται σε μία ταραγμένη εποχή, όλα αλλάζουν, πολιτισμικά, αλλά και για τις γυναίκες και αυτό προφανώς την αφορά. Επίσης, σε σχέση με τον ίδιο τον Godard -όπως λέει στο τέλος: «Δεν πέθανε εκείνη τη μέρα, αλλά κάτι μέσα του πέθανε για πάντα»-, είχε ερωτευτεί έναν καλλιτέχνη που άλλαξε. Η ομορφιά αυτής της ταινίας είναι ότι θέτει τέτοια ερωτήματα.
Ποιο ήταν το πιο δυνατό χαρτί του Louis Garrel στην ερμηνεία του ως Godard, κατά τη γνώμη σας;
Έχει πολλά για να διαλέξω μόνο ένα! (Γελάει). Δεδομένου του cult που αφορά τον Godard στη Γαλλία, ήταν μεγάλη πρόκληση, αλλά δεν τον τρόμαξε. Συγχρόνως, ο Louis είναι πολύ ταπεινός και εργάστηκε πολύ, πολύ σκληρά. Το πιο σπουδαίο κατόρθωμα του είναι ότι δεν τον έκανε καρικατούρα. Είναι ένας άνθρωπος. Με πολλές εκπλήξεις. Πήγαμε πιο πέρα από την απλή βιογραφία. Είναι μία ερμηνεία του Godard, με την πραγματική έννοια της λέξης. Ήταν πολύ δύσκολο, αλλά τα κατάφερε. Τον δείχνει ταπεινό και η ταινία είναι μια ερωτική ιστορία ανάμεσα σε έναν άντρα και μία γυναίκα. Δεν είναι η περίπτωση που ξεχνάμε τον Godard και τη Wiazemsky, αλλά είμαστε μαζί τους, δενόμαστε με τα ανθρώπινα αυτά όντα, όχι απλώς τα είδωλα. Το βρήκα πολύ όμορφο αυτό.
Πώς ήταν η συνεργασία με τον Louis Garrel;
Μου άρεσε να τον βλέπω να δουλεύει και μου άρεσε πολύ να δουλεύω μαζί του. Είναι φοβερός! (Γελάει). Και πολύ, πολύ αστείος. Είναι ευρηματικός, προσεχτικός, ψάχνεται να κάνει αστεία, να κάνει τους άλλους να γελάσουν… Πολύ συγκεντρωμένος.
Πώς περιγράφετε τον Michel Hazanavicius ως σκηνοθέτη;
Ο Michel έχει την ελευθερία που έχουν τα παιδιά όταν αρχίζουν να ζωγραφίζουν… πριν τους πουν πώς να το κάνουν! Έχουν απόλυτη δημιουργική ελευθερία. Διασκεδάζουν με τις ανακαλύψεις τους. Ψάχνονται διαρκώς. Ο Michel είναι κάπως έτσι, πολύ ελεύθερος, σχεδόν παιδικός κι όμως απίστευτα ακριβής σε ό,τι αφορά το κάδρο, την εικόνα, τα χρώματα και τις ερμηνείες. Είναι η πρώτη φορά που δούλεψα έτσι, όπου κάθε υφή, κάθε σύνθεση είχε σημασία, όπως σε έναν πίνακα. Θυμάμαι σε μία μεγάλη και δύσκολη σκηνή, προσπαθούσαμε πολύ και τίποτα δεν λειτουργούσε. Ξαφνικά, στη μέση της σκηνής, ο Michel σταματάει την κάμερα, δεν λέει τίποτα, μας προσπερνά και διορθώνει την κουρτίνα πίσω μας. Το κάδρο δεν ήταν σωστό και αυτό αποσταθεροποιούσε όλη την εικόνα! Έτσι απλά, κατάφερε να εκτονώσει την ένταση, μας υπενθύμισε ότι ήμασταν σε μία ταινία, ότι ήμασταν κι εμείς στοιχεία της εικόνας και έτσι νιώσαμε πιο ελεύθεροι… Η συνεργασία μαζί του μου έδωσε σίγουρα ένα νέο είδος ελευθερίας.
Μιλούσε για την εποχή ή τον χαρακτήρα κατά τη διάρκεια του γυρίσματος;
Είχαμε πολλές συζητήσεις πριν, διαβάσαμε πολύ, συναντηθήκαμε πολλές φορές, μιλήσαμε για το σινεμά, δοκιμάσαμε πολλά κουστούμια. Τόσο πολύ, ώστε όταν αρχίσαμε το γύρισμα όλα μπήκαν στη θέση τους γρήγορα και δεν χρειάστηκε να μιλήσουμε ξανά για τους χαρακτήρες.
Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση για εσάς;
Να μην χάσω τον έλεγχο της ταινίας και του βιβλίο της Anne. Θα μπορούσε εύκολα να είναι μία καρικατούρα ή μία παρωδία, κάτι που δεν ήταν στις προθέσεις του Michel. Κινηθήκαμε με πολλή προσοχή…
Συντελεστές
Σενάριο (βασισμένο στο μυθιστόρημα της Anne Wiazemsky Un an après)/Σκηνοθεσία : Michel Hazanavicius
Παίζουν: Louis Garrel, Stacy Martin, Berenice Bejo, Micha Lescot, Gregory Gadebois, Felix Kysel
Διευθυντής Φωτογραφίας: Guillaume Schiffman
Σχεδιασμός Παραγωγής: Christian Marti
Κοστούμια: Sabrina Riccardi
Μοντάζ: Anne-Sophie Bion, Michel Hazanavicius
Σχόλια για αυτό το άρθρο