Υπήρξε μια περίοδος που ο ΤΑΖ ξημεροβραδιαζόταν στα δισκάδικα. Τώρα τη βγάζει με smart phone και μπύρα στην πλατεία.
Χαζεύω τις συλλογές μου από limited αριθμημένες κυκλοφορίες δίσκων και με πιάνει νοσταλγία. Κάθε Σάββατο, μαζεύαμε ότι είχαμε από χαρτζιλίκι και κάναμε επιδρομή στα δισκάδικα, πιάνοντας στα χέρια μας το βινύλιο, μυρίζοντας τον φρεσκοανοιγμένο δίσκο και με ευλάβεια τοποθετώντας τον στο πικ απ, με κάθε χαρακιά της βελόνας να προσφέρει στο δίσκο μνήμη κι ένα τόσο αγαπημένο τρίξιμο από την πολυχρησία. Τότε κραδαίναμε το δίσκο με ιαχές, φωνάζοντας μέσα μας, «είναι δικός μου» και ρουφώντας τις λεπτομέρειες στο εξώφυλλο με τα τραγούδια, τους μουσικούς και άλλα. Μετά ήρθε το cd που μας το πλάσαραν σαν ύψιστο επίτευγμα τεχνολογικής αναπαραγωγής μουσικής. Το αποτέλεσμα, ένας καθαρός αλλά τσίγκινος ήχος χωρίς κανένα βάθος ή πόθο, και τα μπάσα να εξαφανίζονται (Άκου ρεμπέτικο σε cd και μετά αποτριχώσου).
Mπορείς να δεις την απαξίωσή του όχι μόνο από το ότι τα cd γνωστών ψυχαγωγών πωλούνται πλέον στα περίπτερα αλλά κι απ’ το ότι σχεδόν σε κάθε μπαλκόνι τα έχουν κρεμασμένα για να απωθούν με τη λάμψη τους τα περιστέρια. Η εκδίκηση της γυφτιάς. Μετά ήρθε το Internet και το mp3 για κατέβασμα, κι ο ήχος συμπιέστηκε ακόμα περισσότερο για να χωρέσει. Βλέπω πιτσιρίκια που έχουν 1000 τραγούδια στο κινητό τους στην πλατεία πίνοντας μπύρες αλλά δεν ενδιαφέρονται να τα θεωρήσουν δικά τους γιατί πολύ απλά τα απέκτησαν με κλικάρισμα και τα παίζουν για μαγκιά και χαβαλέ. Εμείς τα αποκτούσαμε γυρίζοντας και μυρίζοντας. Το αποτέλεσμα της ψηφιακής αγοράς μουσικής είναι πλέον ολοφάνερο. Κανείς σχεδόν δεν ενδιαφέρεται για το τι καινούριο βγαίνει μέσα σε αυτήν την ανεξέλεγκτη υπερπροσφορά και κανείς δε θυμάται τίποτα. Δεν είναι τυχαίο που στην συντριπτική πλειοψηφία των μπαρ, τα τραγούδια που παίζουν είναι αυτά με τα οποία μεγάλωσα, επειδή αν μη τι άλλο, δεν υπάρχει ρίσκο και ο κόσμος περνάει καλά από 20 ως 50 ετών. Δεν απαξιώνω τη μουσική που γεννιέται σήμερα. Απλά σχεδόν κανείς δεν τη θυμάται αφού την ακούσει μια φορά από το smart phone του, εκτός κι αν την ερωτευτεί. Εκεί έχουμε άλλη κατάσταση.
Το να ερωτευτείς ένα τραγούδι που μόλις άκουσες. Και σε ποιο δισκοπωλείο θα πας έρμε να παραγγείλεις πέρα από δύο τρία μαγαζιά που επιμένουν να κάνουν τον Αστερίξ κόντρα στους Ρωμαίους και χρειάζονται τη στήριξη μας; Πού πήγε η μουσική ρε παιδιά; Πού πήγε η χαρά της ανακάλυψης, το βάθος του μπάσου, η αίσθηση του περιστρεφόμενου δερβίση μέσα σε αυτό που ακούς; Στα τσίγκινα. Κάπου είχα διαβάσει πως ο εγκέφαλος αναγνωρίζει τελείως διαφορετικά ένα τραγούδι σε ψηφιακή αναπαραγωγή από ότι σε ένα δίσκο. Δεν μου κάνει εντύπωση γιατί ακόμα κι εγώ, όταν ακούσω κάτι που μου αρέσει πολύ ψηφιακά, δεν έχω την ίδια επιθυμία να το αναζητήσω στη μορφή του άλμπουμ που το περιέχει. Και να είχα σιγά μην το έβρισκα. Δεν λέω ότι η μουσική τελείωσε. Το αντίθετο. Απλά δώσε μου την ευκαιρία να την ανακαλύψω πέρα από το laptop μου.
Η ίδια η έννοια του dj είναι πλέον ακυρωμένη. Όλοι έχουν μπροστά τους ένα laptop με το virtual dj κι ανακατεύουν τραγούδια με ένα πάτημα πλήκτρου έχοντας για βάση τη λίστα που έχουν προηγουμένως ετοιμάσει για την περίσταση. Εμείς κουβαλούσαμε μπαούλα με δίσκους. Αυτό το σημερινό dj mix παλιά το λέγαμε «σου φτιάχνω κασέτα με διάφορα». Κασέτα, τι λέω τώρα; Πόσο αρχαίος μπορεί να είμαι; Το μόνο που ξέρω είναι πως θέλω να βρω ξανά έναν τρόπο να ανακαλύπτω τη μουσική μου πέρα από την ψηφιακή τεχνολογία. Έναν κόσμο που δεν θα είναι επίπεδος αλλά βουνά με κοιλάδες κι εγώ να κάνω σκι στο χιόνι σαν βελόνα πάνω στο βινύλιο, για να χαρώ την περιπέτεια κι αφήνοντάς του χαρακιές σαν δώρο.
Σχόλια για αυτό το άρθρο