…σε ένα εντυπωσιακό καρουζέλ παιδήλικης συγκίνησης.
Ο ΤΑΖ βλέπει το «Ηρακλής: Οι 12 Άθλοι» στο Pantheon και ανακαλύπτει ξανά τη μαγεία, όπως την ένοιωθε πιτσιρικάς, όταν τα μάτια και η καρδιά του γινόντουσαν φωτοβολίδες.
Δεν θα κάτσω να μπω στη διαδικασία του ο αν ο Σάκης Ρουβάς είναι καλός ηθοποιός ή όχι. Από την εμπειρία μου αυτό είναι τόσο σχετικό που ακόμα και ο Αϊνστάιν με τη θεωρία της σχετικότητας του αν ήταν κριτικός θα τα έβρισκε σκούρα. Σημασία έχει αν το έχεις ή αν δεν το έχεις. Αυτό το κάτι, που λέγεται πάθος, ορμή, δύναμη, επιμονή. Αν ιδρώνεις τη φανέλα σου. Και ο Ρουβάς σίγουρα το έχει αυτό. Και το αποδεικνύει αυτή τη φορά σε κάτι που προσωπικά θεωρώ ακόμα πιο δύσκολο από τις «Βάκχες».
Πολύ απλά γιατί καλείται να παίξει και να ισορροπήσει έναν μυθικό ήρωα, σε μια παράσταση που είναι στημένη από τον Απόλλωνα Παπαθεοχάρη πάνω σε μια πολύ λεπτή κλωστή που θα μπορούσε να σπάσει. Αλλά όχι μόνο δε σπάει αλλά τελικά απλώνεται και σε τυλίγει σαν κουκούλι μέσα της. Σε ένα οικογενειακό θέαμα, με γλώσσα και αισθητική που να μπορεί να συνεπάρει τόσο τον ενήλικο όσο και τον πιτσιρικά. Τι σημαίνει αυτό υποκριτικά; Ότι πρέπει να μπορείς να κάνεις στιγμιαία μετάβαση από το σχηματικό, το καρτούν του σούπερ ήρωα, στο δραματικό, προσωπικό και βασανισμένο ενώ ταυτόχρονα δίνεις μάχες με τέρατα και αμαζόνες επί σκηνής, τραγουδάς και αναζητάς απαντήσεις απέναντι στην ύπαρξη του θείου και την ταυτότητα σου.
Και ναι το καταφέρνει, σχεδόν συγκινητικά από την τιμιότητα της προσπάθειας του. Και με μια φωνή τραγουδιστικά εντυπωσιακά δουλεμένη και εξελιγμένη. Όπως το καταφέρνουν σχεδόν όλοι οι συντελεστές με κορυφαία την Ρούλα Πατεράκη στο ρόλο του βασιλιά Ευρυσθένη. Να το διασκεδάζει όσο ποτέ άλλοτε ενώνοντας την τεράστια θεατρική πορεία της και τη γνώση της στο αρχαίο δράμα με τις επιταγές του συγκεκριμένου θεάματος. Με μια εκπληκτική χοροθεατρική κινησιολογία από την Αγγελική Στελλάτου. Σε μια ριψοκίνδυνη αλλά τελικά δικαιωμένη σύλληψη και εκτέλεση από τον Απόλλωνα Παπαθεοχάρη στον τριπλό ρόλο του σκηνοθέτη – σκηνογράφου – ενδυματολόγου.
Eκεί που η pop art συναντάει την αρχαία τραγωδία, τη μυθολογία, και την απλότητα του ενήλικα παιδικού υπερθεάματος – μιούζικαλ, σε μία μίξη φαντασμαγορίας, και μινιμαλισμου, δράματος, περιπέτειας και διακριτικού κλεισίματος του ματιού απέναντι στη σοβαροφάνεια, με άπειρες αναφορές σε διαφορετικά είδη. Από τα video game μέχρι το hip hop, το χνάρι από το αισθητικό συγκρατημένο στιλιζάρισμα του Μπομπ Ουίλσον, το χοροθέατρο και τον μαξιμαλισμό των blockbuster του West End. Την αθώα παιδική αφήγηση ενός μύθου μπολιασμένη με το υπαρξιακό βάσανο της ανακάλυψης ταυτότητας. Με τα σύνορα έμμετρου και πεζού λόγου, ποιητικά ενήλικου και ταυτόχρονα επεξηγηματικά ναίφ να κεντάνε.
Τη μαγεία ενός καρουζέλ που γυρνάει ζαλιστικά και παιχνιδιάρικα, ψάχνοντας την ενηλικίωση του. Σε μια παραγωγή προσεγμένη ακόμα και στη ραφή των ρούχων της, (κυριολεκτικά το βλέπεις) που ταξιδεύει εικαστικά από την αρχαία Ελλάδα στους Pink Floyd, στα ιαπωνικά manga, στο ψυχεδελικό φουτουριστικό ρετρό του παρελθόντος, τα high tech video projection και τα χειροποίητα, ογκώδη, μηχανικά εφέ. Σε μια σουρεαλιστική, μεταμοντέρνα και ταυτόχρονα παραδοσιακή, κατανοητή συναισθηματικά και εντυπωσιακή οπτικά, εφευρετική αφαίρεση – σύνδεση και πάλι πίσω, στην γραμμική αφηγηματικά παραμυθία ενός θρύλου σύμβολο.
Ενώνοντας με πάθος και γνώση ασύνδετες φαινομενικά μεταξύ τους γραμμές, και όλους τους συνεργάτες του να δίνουν τον καλύτερο τους εαυτό, ναι, ακόμα και τον Γιώργο Θεοφάνους στα υπέροχα εδώ τραγούδια του. Με υπέροχους στίχους από τη Νίκη Παπαθεοχάρη. Δεν αναφέρομαι στους υπόλοιπους συντελεστές ονομαστικά λόγω χώρου. Αλλά και η Ναταλία Δραγούμη και η Αγορίτσα Οικονόμου και η Ελένη Ρουσσινού και ο Αντώνης Πριμηκύρης και οι φωτισμοί και η χορογραφία ήταν όλοι και όλα υπέροχα. Όχι ότι δεν υπάρχουν προβλήματα. Κάποιες στιγμές η ισορροπία του κειμένου απέναντι στο ποιητικό και το αθώα παιδικό, δε λειτουργεί μολονότι έχει υπάρξει σκληρή δουλειά.
Ο Παπαθεοχάρης, έχει μερικές αισθητικές εμμονές πάνω στις οποίες κολλάει και επαναλαμβάνεται, θυμίζοντας τη συνεργασία του με τη Βίσση και το Ρέμο πάλι στον ίδιο χώρο. Η χορογραφία της μάχης του Ηρακλή με τις Αμαζόνες, είναι λατρεμένη οπτικά μεν αλλά παραπέμπει περισσότερο σε σόου του Λας Βέγκας. Και μέσα στο μέγεθος της προσπάθειας και τις φιλοδοξίες του, «καπελώνονται» σημαντικές δραματουργικά σκηνές χωρίς να καταφέρουν να επικοινωνήσουν το συναίσθημα που θα μπορούσαν. Με μια αμηχανία ανάμεσα στην ενήλικη ή την παιδική κατεύθυνση.
Παρ’ όλα αυτά, το «Ηρακλής: Οι 12 Άθλοι» στο θέατρο Pantheon, δικαιολογημένα είναι η εορταστική θεατρική σούπερ επιτυχία των γιορτών για όλη την οικογένεια γιατί είναι καθαρή απόλαυση. Και ναι, εκ του αποτελέσματος και σαν μάρτυρας των αντιδράσεων του κοινού, είδα πως όσα δεκάχρονα ήταν εκεί, το λάτρεψαν όσο κι οι ενήλικοι. Ο κάθε ένας για άλλους λόγους, που όμως αισθάνθηκαν τον ίδιο ενθουσιασμό. Με μια θεατρική μεταφορά ενός ογκόλιθου της μυθολογίας που ξεπερνάει τον σκόπελο του εύκολου εντυπωσιασμού, παρά το χορταστικό θέαμα, μεταδίδοντας απόλαυση αλλά και ερωτήματα που εύχομαι να οδηγήσουν τα πιτσιρίκια όταν μεγαλώσουν, σε ενήλικες απαντήσεις.
Σχόλια για αυτό το άρθρο