Theatrale: Οι γυναίκες του Φελίνι κατακτούν τη σκηνή, σαγηνεύουν τον ΤΑΖ και βασανίζουν τον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο στην πιο all star cast θεατρική παραγωγή της χρονιάς.
Η ιδέα και μόνο του να «ανέβει» σε ελληνική παραγωγή το «9» ακούγεται, ή μάλλον θα ακουγόταν εφ’ όσον πραγματοποιήθηκε, εξωφρενική, ειδικά σε καιρούς κρίσης. Πρόκειται για ένα από τα πιο δύσκολα και ψυχαναλυτικά έργα του παγκόσμιου μουσικού θεάτρου με τεράστιες μουσικές, χορευτικές, υποκριτικές απαιτήσεις. Σκέψου το σαν «Ο Φρόιντ πάει μπαλέτο σε χορογραφία του Φελίνι» για να πάρεις μια εικόνα. Ελάχιστοι θα μπορούσαν να αναμετρηθούν με το θρυλικό «8μισι» του Φελίνι πάνω στο οποίο βασίζεται το μιούζικαλ. Ούτε ο ίδιος ο Φελίνι δε θα το μπορούσε εφ’ όσον όλο το έργο είναι μια σουρεαλιστική ενδοσκόπηση του alter ego του, του σκηνοθέτη Γκουίντο που βρίσκεται σε δημιουργική αλλά και προσωπική κρίση. Κρίση την οποία βιώνει μέσα από την πλασματική ή όχι συνάντηση με τις γυναίκες της ζωής του, από τη μάνα του ως τις ερωμένες του, με κάθε μία να αποκαλύπτει άλλλη μια πτυχή του πολυσύνθετου καλλιτεχνικού χάους που υπάρχει στον εγκέφαλό του.
Ναι, φυσικά και δεν ακούγεται για υπόθεση ενός τυπικού μιούζικαλ κι ούτε είναι. Το «Εννιά» σαν δομή έχει έναν μεγάλο κίνδυνο. Μπορεί να μετατραπεί σε μια παρέλαση από μουσικοχορευτικά νούμερα με κάθε μία από αυτές τις γυναίκες. Ο Γιάννης Κακλέας και ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος μαζί κατάφεραν να αποφύγουν αυτό το σκόπελο.Ο Κακλέας διατηρώντας με την πείρα του τη σωστή ροή ανάμεσα στις εναλλαγές των εμφανίσεων των γυναικών που έμοιαζαν σαν να μπαίνει η μία στο σώμα της άλλης, fade in, fade out. Σαν να εξαφανίζονταν από τη σκηνή αιθέρια και μυστικά την ώρα που ερχόταν η επόμενη για να πιάσει το μετέωρο νήμα. Ο Χαραλαμπόπουλος ταυτόχρονα, ως συνδετικός κρίκος όλου αυτού, άλλαζε κυριολεκτικά μέγεθος. Μίκραινε, ζάρωνε σαν νανάκι και μετά μεγάλωνε σαν γίγαντας ανάλογα με τα συναισθήματα που ένιωθε, διατηρώντας ένα αμείωτο αλλά όχι υπερβολικό και θεατρινίστικο πάθος, γειώνοντας την υπέρβαση του ονειρικού εφιάλτη του στη γη των ανθρώπων.
Επιμένω στο θέμα του Χαραλαμπόπουλου γιατί άκουσα μερικούς άσχετους να τον συγκρίνουν με τον Ντάνιελ Ντέι Λιούις στην αποτυχημένη εισπρακτικά και καλλιτεχνικά, ομότιτλη κινηματογραφικής διασκευή του έργου το 2009. Aποτυχημένη γιατί ο σκηνοθέτης της o Ρομπ Μάρσαλ έκανε ακριβώς το αντίθετο από αυτό που περιέγραψα παραπάνω, δημιουργώντας απλώς ένα κολάζ από θεαματικά νούμερα. Αποτυχημένο και γιατί ο Λιούις υπερθεμάτισε στο ναρκισσισμό του χαρακτήρα του στερώντας τον από τις άλλες ποιότητες του και από την πιθανότητα να ταυτιστείς μαζί του. Δεν κάνω συγκρίσεις τέτοιων μεγεθών αλλά συναισθηματικά μπορώ να καταθέσω ότι με τον Χαραλαμπόπουλο ταυτίζεσαι.
Και με ποιον ή ποια δεν ταυτίζεσαι δηλαδή εφ’ όσον μιλάμε για ένα μιούζικαλ που απογειώνει τη γυναίκα. Την φεγγαρόλουστα μητρική γαλήνη της Μάρως Κοντού. Το εκρηκτικό χορευτικό και τραγουδιστικό ξέσπασμα της Παπαρίζου που κλέβει την παράσταση – είναι φωτιά- και της Νάντιας Μπουλέ που όσο απομακρύνεται από την τηλεόραση τόσο τα χαρακτηριστικά της αποκτούν μια διάφανη αλλά και κοφτερή αισθαντικότητα. Την έκπληξη της βραδιάς που είναι η Κατερίνα Παπουτσάκη όχι απλά να ιδρώνει τη φανέλα αλλά να μας απειλεί με μπουρλότο. Ένα παράπονο έχω και δεν ξέρω αν φταίει η μέρα αλλά θα το πω. Είναι η Τάνια Τρύπη. Φωνάρα αποδεδειγμένη και εδώ το ίδιο, να τρίζουν δηλαδή οι καθρέφτες αλλά θες ο ρόλος, θες η σκηνική της αντίθεση με το καρναβάλι των τρελών γύρω της, ξεχωρίζει υποτονικά από το σύνολο.
Σημασία έχει ότι ο Κακλέας έκανε αυτό που έπρεπε να κάνουν όλοι οι σκηνοθέτες στα μιούζικαλ. Έφτιαξε ένα υπεθέαμα χρωμάτων και συναισθημάτων με ένα ωραίο θίασο. Με έναν διευθυντή ορχήστρας, τον μοναδικό Αλέξιο Πρίφτη που μπορεί ενορχηστρωτικά να ακολουθήσει τις άπειρες μουσικές αλλαγές, γιρλάντες, επαναλήψεις, ανεβοκατεβάσματα και σιωπές που συμβαίνουν μέσα στην ονειροφαντασία του έργου, μπαίνοντας κι ο ίδιος στο κεφάλι του Γκουίντο. Μια ονεροφαντασία με δύο μόνο αλλά σημαντικές παρατηρήσεις. Το κομμάτι που η ευφάνταστη κατά τα άλλα Θεώνη Βαχλιώτη ενδυματολογικά μπερδεύει την έννοια φελινικό με το πατρινό καρναβάλι. Και το ότι ο αξεπέραστος Μανόλης Παντελιδάκης ειναι καιρός να σταματήσει να περιφέρει τα σκηνικά του από τους «Δαίμονες» και το «12» Ναι, ξέρω λεφτά δεν υπάρχουν, αλλά..
Παρά τις δύο παραπάνω παρατηρήσεις, ομολογώ πως και η Βαχλιώτη και ο Παντελιδάκης με τη μαγικό χέρι του Κακλέα κατορθώνουν κυριολεκτικά να γεμίσουν τη χαοτική σκηνή του Pantheon που μπορεί να σε «καταπιεί». Όλα τα συστατικά λειτουργούν άψογα, οι σκαλωσιές, μοιάζουν με λαβύρινθους του εγκεφάλου του Κουίντο μέσα στον οποίο τριγυρίζουν και κρέμονται τα φαντάσματα του και η σκηνή γεμίζει από χρώμα, θέαμα, φως, αλλά και κάτι πολύ πιο σημαντικό από όλα τα παραπάνω. Μια ιδιαίτερη, ευγενική αίσθηση μελαγχολίας, μια ανθρώπινη πνοή σαν σφύριγμα στο αυτί σου που δεν καταπλακώνεται από την υπερπαραγωγή αλλά ίπταται ανάμεσα στα ρούχα και τα σκηνικά, σαν απόκοσμο νανούρισμα μιας χαμένης παιδικής αθωότητας.
***Pantheon Theater, Πειραιώς 156, Γκάζι, 2103471111
*Aκολουθήστε τον ΤΑΖ στο www.facebook.com/tazthebuzz
Σχόλια για αυτό το άρθρο