Ο Χρήστος Ζαμπούνης ξαναχτυπά. Με ένα Savoir Vivre που δε λέει να τον αφήσει και δεν το αφήνει να τον αφήσει εφόσον πάντα ζει σε μία άλλη κόσμια διάσταση επανέρχεται με το καινούργιο του βιβλίο “Τάμα στη Μύκονο” – εκδόσεις Φερενίκη. Εμπνεύστηκε από την πρόσφατη εξάρθρωση κυκλωματος ναρκωτικών και “βιζιτών” στο νησί και μέσα από ένα κολλάζ οικείων για αρκετούς χαρακτήρων – βγαλμένους μέσα από τη ζωή.. έγραψε αυτό το το απολαυστικό ερωτικό αστυνομικό θρίλερ όπου ταξιδεύεις στον υπερφίαλο κόσμο του μόλις χθες και σήμερα και στα αδιέξοδα της δανεικής χλιδής. Μόνο ο Χρήστος μπορεί να περιγράψει με τέτοια γλύκα χάρη τις ζωές εμπόρων ναρκωτικών και βιζιτών, λόγω ευγενέστατου τοξοτένιου χαρακτήρα που έχει..
Επάνω ο Χρήστος Ζαμπούνης φωτογραφημένος από τον Νίκο Τσεπέτη μπροστά από το magnetic wall του Τάκη.
Κάτω το funky εξώφυλλο που επιμελήθηκε ο Ασπάσιος Χαρωνιτάκης.
Αναμεταδίδω απόσπασμα για να μπείτε στο νόημα και να τρέξετε να το αγοράσετε αφού το παρουσιάσουμε με τον τρόπο που του αξίζει!
“Η Μις Τουρισμός είχε γράψει πολλά χιλιόμετρα στα μυκονιάτικα πάρτι. Συνήθως οι πελάτες ήταν ξένοι, Άραβες, Λιβανέζοι, Τούρκοι. Πέραν ελαχίστων δυσάρεστων εκπλήξεων, δηλαδή σεξουαλικών παρε- κτροπών, οι βραδιές εξελίσσονταν ευχάριστα έως δια- σκεδαστικά. Η Τζούλη ρουφούσε σαν σφουγγάρι τις εξωτικές πληροφορίες από τις διεθνείς συναναστροφές. Ρωτούσε να μάθει λέξεις στη γλώσσα τους, ενδιαφε- ρόταν για τα φαγητά τους, τις συνήθειές τους, τις δουλειές τους. Η προθυμία της εκτιμούνταν δεόντως, με αποτέλεσμα να έχει πελάτες που επέστρεφαν τα- κτικά. Στο σημερινό πάρτι η κατάσταση ήταν διαφο- ρετική. Ο σνομπισμός ή, καλύτερα, η περιφρόνηση που έδειχναν οι κολεγιόπαιδες προς το πρόσωπό της την έκανε να αισθάνεται άβολα. Τα παιδιά που έβλεπε να χορεύουν μπροστά της ήταν συνομήλικά της, με εμφανή τα σημάδια της ευζωίας επάνω τους. Όταν η υπόλοιπη χώρα είχε παραιτηθεί από το δικαίωμα στη γιορτή, αυτοί συνέχιζαν ανενόχλητοι το πάρτι. Όταν η υπόλοιπη χώρα μετρούσε τις πληγές της, χωρίς να μπορεί να τις γιατρέψει, αυτοί απολάμβαναν το υπέρ- τατο αγαθό της ανεμελιάς. Η Τζούλη θα μπορούσε να υποκριθεί ότι διασκεδάζει μαζί τους, αλλά δεν το έκανε. Διαθέτοντας μια σπάνια για την ηλικία και το επάγγελμά της ωριμότητα, γνώριζε ότι δεν ανήκε σ’ αυτόν τον κόσμο, ούτε ποτέ θα ανήκε. Παράλληλα,είχε συναίσθηση των ορίων της και των ονείρων της. Η αιφνίδια απώλεια του πατέρα της από καρκίνο, όταν εκείνη ήταν 15 ετών, που συνοδεύτηκε από την απόλυση της μητέρας της λίγο καιρό αργότερα, την είχε προσγειώσει απότομα, σε μια περίοδο της ζωής της που οι περισσότεροι απογειώνονται.
Στον αντίποδα, η άλλη παλλακίδα της βραδιάς, η Μαρίνα, ήταν ένα μνημείο επιπολαιότητας και γουα- ναμπισμού (εκ του αγγλικού wannabe: θέλω να γίνω). Από τα παρθενικά της βήματα στο θέατρο έψαξε τον πλούσιο γαμπρό κι όχι απλώς τον βρήκε, αλλά έκανε στο μάνι μάνι τρία παιδιά μαζί του. Η συνέχεια ήταν λιγότερο ειδυλλιακή. Η διαφορά ηλικίας, η διαφορά νοοτροπίας (εκείνος ήταν συντηρητικός, εκείνη μια πεταλουδίτσα του ελαφρού ρεπερτορίου), αλλά κυρίως η απύθμενη φιλοδοξία της οδήγησαν σύντομα σ’ ένα οδυνηρό διαζύγιο. Το ξεκατίνιασμα που ακολούθησε αναμεταδόθηκε ζωντανά από την τηλεόραση κι έτσι, μ’ έναν έμμεσο τρόπο, ο διακαής πόθος της εστεμμένης να πρωταγωνιστήσει στην οθόνη –έστω και τη μικρή– πήρε σάρκα και οστά. Ωστόσο το background της, δηλαδή η κοινωνική της προέλευση, δεν της επέτρεψε να σταδιοδρομήσει, παρά τον ηχηρό τίτλο της.
Έχοντας πολλά απωθημένα από τα χαμένα χρόνια δίπλα στον σιχαμένο, όπως χαρακτήριζε τον πρώην σύζυγό της, ανάλωσε την περίοδο που ακολούθησε το διαζύγιο σε αγωγές και μηνύσεις εναντίον του για ψύλλου πήδημα, αλλά και για την αύξηση της δια- τροφής. Εδώ υπήρξε μια ελαφρά ανταπόκριση του κοινού, όχι ικανή για να καλύψει τα ακριβά γούστα που είχε αποκτήσει εντωμεταξύ. Τι να πρωτοαγοράσει με τα 3.200 ευρώ μηνιαίας διατροφής; Τα χρειώδη των παιδιών, τα χρειώδη του σπιτιού ή τα χρειώδη τα δικά της; Είχαν παρέλθει ανεπιστρεπτί οι εποχές που οι σχεδιαστές μόδας της δάνειζαν ή, ακόμη κα- λύτερα, της δώριζαν δημιουργίες τους, με την ελπίδα ν’ αναφερθεί κάποια στιγμή η προέλευση του φορέ- ματος. Είχαν τελειώσει οι εποχές που δεν ήξερε πού να πρωτοπάει κάθε βράδυ, τόσες προσκλήσεις που λάμβανε. Τώρα έβλεπε τις ξύπνιες ομογάλακτές της να επιδεικνύουν αλαζονικά τα λούσα τους από σαλόνι σε σαλόνι. Τώρα είχε κλειστεί στον εαυτό της, ανα- πολώντας τα περασμένα μεγαλεία.
Το αλκοόλ έγινε σταδιακά ο πιστός της σύντροφος….”
Σχόλια για αυτό το άρθρο